Ἡ Χώρα Νοέμβριος
Δώδεκα ποιήματα γιὰ προχωρημένο Νοέμβρη
γυρισμένα ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ στὰ ἑλληνικὰ
ἀπὸ τὴ Νατάσα Κεσμέτη καὶ τὸν Γιάννη Πατίλη
στὴ μνήμη τῆς φίλης τους ποιήτριας
Ἕλενας Στριγγάρη (1950-2020)
⸙
Ἔγραψε κάποτε ὁ Ρίτσαρντ Κὶνγκ (ψευδώνυμο τοῦ Richard King Huskinson, 1879-1947) σ΄ ἕνα βιβλίο του μὲ τίτλο Δίπλα στὸ Τζάκι μὲ Ἀμίλητους Φίλους (1921) τὸ παρακάτω :
Μερικὲς φορὲς θαρρῶ πὼς ἐκεῖνος ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ εἶπε ὅτι «ὁ δρόμος γιὰ τὴν κόλαση εἶναι στρωμένος μὲ καλὲς προθέσεις» θὰ πρέπει νὰ τὸ εἶπε Νοέμβριο! Τὸ Φθινόπωρο εἶναι γεμάτο καλὲς προθέσεις – ὅπως ἡ Ἄνοιξη εἶναι γεμάτη γιορτὲς καὶ ἐλπίδα καὶ τὸ Καλοκαίρι θερμότητα καὶ dolce far niente. Ὅμως ὅπως τὴν πρώτη ζεστὴ μέρα τοῦ Ἰουλίου νιώθεις γεμάτος ἐνέργεια ποὺ σὲ κάνει νὰ νομίζεις πὼς πρέπει νὰ ζήσεις αἰώνια, ἔτσι καὶ τὸ Φθινόπωρο σὲ κάνει νὰ συνειδητοποιεῖς πὼς ἡ ζωὴ φτερουγίζει μακριὰ καὶ ὁ νοῦς δὲν ἔχει φτάσει ἀκόμη στὴν πλήρη του ὡριμότητα οὔτε στὴν ἐκπλήρωση τῆς φιλόδοξης διανοητικῆς του καρποφορίας. Ἴσως εἶναι τὸ ἄγγιγμα τοῦ χειμώνα ὁλόγυρα στὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ σὲ κάνει νὰ σχεδιάζεις διάφορα μεγαλόπνοα γιὰ τὰ ἀτέλειωτα βραδινά του Νοεμβρίου, δειλινὰ ποὺ τόσο μακραίνουν… Θὰ μάθεις ἴσως Ρωσικά, ἢ κάτι πιὸ ἐξωτικό… Ἀραβικά, θὰ διαβάσεις ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Μπαλζάκ… Ὄνειρα πὼς θὰ μελετήσεις Περσικὰ μὲ τὴν εὐγενικὴ πρόθεση νὰ μεταφράσεις τὰ Ρουμπαγιὰτ τοῦ Ὀμὰρ Καγιὰμ στὰ μακριὰ–μακριὰ σούρουπα τοῦ Φθινοπώρου…
Τὰ ποιήματα γιὰ τὸν Νοέμβριο ποὺ διαλέξαμε —ἀνάμεσα στὰ τόσα πολλὰ— δὲν ἐπιβεβαίωσαν τὰ παραπάνω, λόγια κάποιου μᾶλλον χιουμορίστα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παρατήρησή του γιὰ μιὰ πραγματικότητα ποὺ ὅλοι μοιραζόμαστε ἀπὸ μικρὰ παιδιά: τὸν Νοέμβρη σκοτεινιάζει πολὺ νωρὶς καὶ πολὺ γρήγορα, ἐνῶ τὰ σούρουπα μοιάζουν νὰ σέρνονται ἀτέλειωτα. Τὰ ποιήματα αὐτῆς τῆς μικρῆς ἀνθόλογησης, τὰ περισσότερα χαμηλόφωνα, ἐκμυστηρεύονται πολὺ πιὸ βαθιὰ συναισθήματα, ἐσωτερικὰ ἀνατριχιάσματα, ἕνα ψυχρὸ ὑπαρξιακὸ ρίγος – κι ἂς εἶναι διαφορετικὲς οἱ ἐποχές, οἱ ἡλικίες καὶ τὸ φύλο τῶν ποιητῶν. Ὁ Ἔντουαρντ Τόμας, γιὰ παράδειγμα, ἔγραψε σ’ ἕνα πεζό του γιὰ τὸν Νοέμβριο, μιὰ μέρα ποὺ ἐπέστρεφε ἀπὸ ἕνα μικρὸ κι ἐρημικὸ σπιτάκι γνωστό του ἀπὸ τὸ Καλοκαίρι ὅταν ἦταν πλημμυρισμένο παπαροῦνες. Τώρα δὲν ὑπῆρχε καμιά, ὅπως καὶ κανένα ἄλλο λουλούδι, κι ὁ κόσμος was very little in a lasting mist… Σημείωσε λοιπὸν στὴ συνέχεια τῶν στοχασμῶν του:
Κοινότοπο πὼς καθένας μας εἶναι μόνος, πὼς κάθε κομματάκι γῆς ὅπου κάθε ἄνθρωπος στέκεται εἶναι ἕνα ἔρημο νησὶ μὲ πατημασιὲς ἄγνωστων πλασμάτων σ΄ ὁλόκληρη τὴν ἀκτή. Μιὰ ἢ δυὸ φορὲς σ΄ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ ἀναφωνοῦμε πὼς γνωρίζουμε τὰ πατήματα· βλέπουμε ἀκόμα καὶ βάρκες ξένων καθὼς βγαίνουν στὴν ἀκτή· διακρίνουμε ἀνάμεσα στὴν ἀχλὺ ἕνα γειτονικὸ νησί, κι ἀνθρώπους ποὺ μᾶς μοιάζουν νὰ κινοῦνται ἐκεῖ πέρα. Τὴν ἴδια νύχτα ἡ πλημμυρίδα εἶχε σβήσει κάθε ἴχνος, καὶ νιώσαμε ἱκανοποίηση, δίχως νὰ σηκώσουμε κάποιο νωθρὸ τηλεσκόπιο κατὰ τὸν ὁρίζοντα, οὔτε κὰν μὲ σπουδὴ νὰ παρατηρήσουμε τὴν ἄμμο στὰ πόδια μας. (Ἀπὸ τὸ «St. Martin’s Summer», στὸ The Heart of England [J. M. Dent 1906], σελ. 131-132.)
Τὸ τελευταῖο σκαλὶ τοῦ Φθινόπωρου, σὰν μιὰ συμβολικὴ καταβασία πρὸς τὸν Ἅδη, εἶναι ὁ μήνας-μύηση στὸ ἐπερχόμενο σκοτάδι τοῦ Χειμώνα, ποὺ στοιχεῖ στὸ τέλος τοῦ φθαρτοῦ κόσμου τῶν αἰσθητῶν, στὸ τέλος τῆς ζωῆς, τῆς ζωῆς μας. Αὐτὴ τὴν ἀπώλεια, στοὺς περισσότερους ἀπὸ τοὺς ποιητὲς τοῦ Ἀνθολογίου μας, τὴν ντύνουν εἰκόνες τῆς φθίνουσας φθινοπωρινῆς φύσης, ἀλλὰ πίσω ἀπὸ αὐτὲς δηλώνεται κάποτε ρητὰ καὶ τὸ τέλος τῆς ἴδιας της ἀνθρώπινης ζωῆς, ποὺ ἄλλοτε σημαίνεται παρηγορητικὰ σὰν μιὰ ἐπιστροφή, τοῦ πάντα συγκεκριμένου προσώπου, στὴ μητέρα γῆ, ὅπως στὸ ποίημα τοῦ Χάουσμαν γιὰ τὸν φίλο του Ντίκ, καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν ψυχρὸ μηδενισμὸ ἑνὸς τέλους δίχως τίποτε μετά ποὺ μάταια τὸ ἀλκοὸλ καὶ τὸ «that’s life» προσπαθεῖ νὰ ξορκίσει, ὅπως στὸ ποίημα τοῦ Σάϊμον Ἄρμιτέητζ γιὰ τὴν γιαγιὰ τοῦ φίλου του.
Γιὰ τοὺς ἴδιους τοὺς ποιητές, ποὺ μοναδική τους σχεδὸν παρηγοριὰ ἔχουν τῶν στίχων τους μιὰ ζωὴ μετὰ στὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων, ὁ δικός μας Τάσος Λειβαδίτης εἶναι ἀπαρηγόρητος, καθὼς ὁ «Ἄνεμος τοῦ Νοεμβρίου» στὰ Χειρόγραφα τοῦ Φθινοπώρου του, συμπαρασύρει στὸ πέρασμά του καὶ ὅλα τα γραπτὰ σημάδια τῆς ὕπαρξής τους:
Τώρα ὅμως βράδιασε. Ἂς κλείσουμε τὴν πόρτα κι ἂς κατεβάσουμε τὶς κουρτίνες
γιατί ἦρθε ὁ καιρὸς τῶν ἀπολογισμῶν. Τί κάναμε στὴ ζωή μας; Ποιοί εἴμαστε; Γιατί ἐσὺ καὶ ὄχι ἐγώ;
Καιρὸ τώρα δὲ χτύπησε κανεὶς τὴν πόρτα μας κι ὁ ταχυδρόμος ἔχει αἰῶνες νὰ φανεῖ. Ἄ, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
ποὺ τὰ πῆρε ὁ ἄνεμος τοῦ Νοεμβρίου […]
Ὥσπου στὸ τέλος δὲ μένει παρὰ μιὰ θολὴ ἀνάμνηση ἀπὸ τὸ παρελθὸν (πότε ζήσαμε;)
καὶ κάθε ποὺ ἔρχεται ἡ ἄνοιξη κλαίω γιατί σὲ λίγο θὰ φύγουμε καὶ κανεὶς δὲ θὰ μᾶς θυμηθεῖ.
(«Ἄνεμος τοῦ Νοεμβρίου»)
Κανείς;
Ὄχι! Θὰ φωνάξει μιὰ ζείδωρη ἀφροαμερικανίδα ποιήτρια, ἀπὸ τὸ ἑλληνόπνευστο Ἄκρον τοῦ Ὀχάιο, ἡ Ρίτα Ντάβ, ὅταν ἀπὸ τὸν βυθὸ μιᾶς γερμανικῆς ποιητικῆς μαυρίλας προγεύεται μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή της τὸ Ἄκρον μιᾶς ἐπερχόμενης Ἄνοιξης τοῦ μετά καὶ τὸ ὑμνεῖ
μὲ ἕνα φορτίο σαντούρια…
⸙
Ἔτσι τώρα καὶ ἀπὸ μᾶς γιὰ τὴν Ἔλενα:
ἂς εἶναι ἡ Ἄνοιξη τῆς Μνήμης!
Ν.Κ. & Γ.Π.
Τόμας Χούντ (Thomas Hood)
(1799-1845)
Νοέμβρης
(November)
Οὔτε ἥλιος – οὔτε φεγγαράκι ἀκόμα !
Οὔτε πρωϊνό – οὔτε γιόμα –
Οὔτ’ αὐγή – σούρουπο οὔτε – καμιὰ σωστὴ τῆς μέρας ὥρα.
Οὔτε θάλπος, καμιὰ ἄνεση ὑγείας, μήτε εὐθυμία,
Αἴσθηση ἀνάπαυσης σὲ μέλος δὲν θὰ μοῦ ἔβρεις –
Οὔτε λάμψη, οὔτε σκιά, οὔτε πεταλοῦδες, μέλισσες καμία,
Οὔτε ὀπῶρες, οὔτε ἄνθη, οὔτε φύλλα, οὔτε πουλιά! –
Νοέμβρης!
Τόμας Χούντ (Thomas Hood) (1799-1845). Ποιητής, ἐκδότης, ἐπιμελητὴς καὶ χιουμορίστας. Γιὸς βιβλιοπώλη, γεννήθηκε στὸ Λονδίνο ὅπου ἔζησε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του, μὲ διαστήματα σὲ Σκωτία καὶ Βέλγιο. Πολὺ γνωστὸς γιὰ τοὺς κωμικοὺς στίχους καὶ τὰ λογοπαίγνιά του, συνέθεσε ἐπίσης ποιήματα ἐπικεντρωμένα στὰ κοινωνικὰ δεινὰ τῆς ἐποχῆς του.
⸙
Τόμας Χάρντυ (Thomas Hardy)
(1840-1928)
Τὰ Πάνω-Πάνω Φύλλα τῆς Συμήδας
(The Upper Birch-Leaves)
Στὸ γαλήνιο γαλανό,
Δὲς πῶς σειοῦνται ἐδῶ πέρα
Στοῦ Φθινόπωρου τὴ μέρα.
Μά εἰν’ ἀδύνατο νὰ ξέρουν
Τί συμβαίνει κάτωθέ τους, —
Τὰ κλαδιά τους ἐκεῖ κάτω
Ἤδη ὁλόγυμνα πὼς εἶναι,
Ὅπως θά ‘ναι τὰ δικά τους
Πρὶν τελειώσει ἡ ἑβδομάδα, —
Κι εὔθυμα γι’ αὐτὸ χορεύουν
Μέχρι τὸ στερνὸ λεπτό.
Κάπου-κάπου στὸν ἀχό τους
Κλαίει μιὰ νότα σὰν κραυγὴ
Ποὺ ἀπὸ φόβο στὴν ἀρχὴ
Δὲν μοῦ ἔγιν’ ἀκουστή:
«Ναί, θυμόμαστε καλὰ
Στοῦ ἀνέμου κάθε χαῖρε—
Κι ἂς κρατᾶ ἡ ζωὴ καλὰ —
Ἀπερχόμαστε γοργά,
Γιατί ἔχουμε Νοέμβρη·
— Κι ὅτι ἐσεῖς ἀκολουθᾶτε
Ἴσως καὶ νὰ τὸ ξεχνᾶτε!»
Τόμας Χάρντυ (Thomas Hardy) (1840-1928): Ἄγγλος μυθιστοριογράφος, Βικτωριανὸς κατὰ τὴν παράδοση τῆς Τζὼρτζ Ἔλιοτ, καὶ ποιητὴς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τοὺς Ρομαντικοὺς συμπεριλαμβανομένου τοῦ Γουέρντσγουερθ. Ἄσκησε δριμεία κριτικὴ στὴν Βικτωριανὴ κοινωνία. Ἔγινε δημοφιλὴς γιὰ τὰ μυθιστορήματά του: Μακριὰ ἀπὸ τὸ Ὀργισμένο Πλῆθος (1874), Ὁ Δήμαρχος τοῦ Κάστερμπριτζ (1886), Ἡ Τὲς τῶν ντ’ Ὑρμπερβίλ (1891) καὶ τὸ Τζοὺντ ὁ Ἀφανής( 1895). Οἱ ἥρωές του εἶναι τραγικοὶ καὶ παλεύουν μὲ τὰ πάθη τους στὶς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς τους. Ὁ ἴδιος θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του πρωτίστως ποιητῆ. Μάλιστα οἱ Γεωργιανοὶ (Τhe Georgians, δηλαδὴ ποιητὲς ποὺ ἐπιβλήθηκαν ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Γεωργίου τοῦ 5ου, καὶ ἀνάμεσά τους οἱ Ροῦπερτ Μπρούκ, Ντ. Χ. Λῶρενς, Γουῶλτερ ντὲ λὰ Μάρ, Ζήγκφρηντ Σασσούν), τὸν θεωροῦσαν μέντορά τους. Μετὰ τὸν θάνατό του ὑμνήθηκε ἀπὸ τὸν Ἔζρα Πάουντ, τὸν Ὦντεν, τὸν Φίλιπ Λάρκιν.
⸙
Ἄ.Ἔ. Χάουσμαν (Α.Ε. Ηouseman)
(1859-1936)
Γοργὰ καὶ τούτη ἡ νυχτιὰ παγώνει
(The Night Is Freezing Fast)
Γοργὰ καὶ τούτη ἡ νυχτιὰ παγώνει
Μηνῶντας πὼς Δεκέμβρης θὲ ν’ ἀρχίσει·
Κι ἀπ’ τοῦ καιροῦ τ’ ἀτέλειωτα τὰ χρόνια
Μοῦ φέρνει χειμωνιὰ ποὺ δὲν τελειώνει·
Καὶ μνήμη ποὺ ποτὲ δὲν λέει νὰ σβήσει:
ὁ Ντὶκ μισοῦσε ὁλότελα τὰ χιόνια.
Φθινόπωρο Χειμώνας περιμένει·
Μὰ αὐτὸς καὶ ἡ πανέξυπνη φτιαξιά του
Μιὰ ρόμπα χειμωνιάτικη ἔχει κάνει,
Καὶ ἀπὸ γῆ καὶ θάλασσα ἀφρισμένη
Μιὰ καὶ γιὰ πάντα φίνα παλτουδιά του
Τὴ σφαίρα τοῦ πλανήτη ἔχει ὑφάνει.
[Τὸ ποίημα εἶναι ἀπόσπασμα (ΧΧ) ἀπὸ τὴν σύνθεση τοῦ ποιητῆ μὲ τίτλο:
Α Shropshire Lad (1896). Πολὺ συχνὰ δημοσιεύεται αὐτόνομο.]
Ἄ.Ἔ. Χάουσμαν (Α.Ε. Ηouseman) (1859-1936). Ἄγγλος κλασσικιστὴς λόγιος καὶ ποιητής, περισσότερο γνωστὸς γιὰ τὸν κύκλο τῶν ποιημάτων τοῦ Α Shropshire Lad. Λυρικός, σχεδὸν ἐπιγραμματικός, τὰ ποιήματά του ἀνακαλοῦν μελαγχολικὰ πάθη καὶ ἀπογοητεύσεις τῶν νέων της Ἀγγλικῆς ὑπαίθρου. Ἡ ὀμορφιά, ἁπλότητα καὶ ἡ ξεχωριστὴ εἰκονοποιΐα τους ἐνέπνευσαν Ἄγγλους συνθέτες πρὶν καὶ μετὰ τὸν Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ὡς λόγιος συγκαταλέγεται στὶς αὐθεντίες τῶν κλασσικιστῶν παγκοσμίως. Καθηγητὴς τῆς Λατινικῆς στὸ University College of London καὶ στὸ Cambridge. Οἱ ἐκδόσεις του γιὰ τοὺς Ἰουβενάλη, Μανίλιο καὶ Λουκιανὸ εἶναι ἀκόμα ἔργα ἐγκυρότητας.
⸙
Γουῶλτερ ντὲ λὰ Μάρ (Walter de la Mare)
(1873-1956)
Νοέμβρης
(November)
Ὅπού ἠταν τὸ τριαντάφυλλο, εἶν’ ἀγέρας,
Ὅπού ἠταν τὸ γλυκὸ γρασίδι, κρύα βροχή,
Καὶ σύννεφα σὰν πρόβατα
Κρουνοὶ πάνω ἀπ’ τὰ ἀδιάβατα
Ὅπού ἠταν οἱ κορυδαλλοί, γκρίζοι οὐρανοί.
Ὅπού ἠταν τὸ χεράκι σου, ζέστα καμιὰ
Ὅπού ἠταν τῶν μαλλιῶν σου τὸ χρυσάφι
Φάσματα μόνον καὶ ἐρημιά,
Κάτω βαθιὰ στὴν ἀγκαθιά,
Ὅπού ἠταν ἡ μορφή, τὸ φάντασμά σου.
Ὅπού ἠταν ἡ φωνή σου, ἄνεμος κρύος,
Ὅπού ἠταν ἡ καρδιά μου, δάκρυ, δάκρυ
Καὶ πάντοτε μαζί μου,
Παιδί μου, πάντοτε μαζί μου,
Ὅπού ἠταν ἡ ἐλπίδα, ἐκεῖ ἡ σιωπή.
Γουῶλτερ ντὲ λὰ Μάρ (Walter de la Mare) (1873-1956). Ἄγγλος ποιητής, διηγηματογράφος καὶ μυθιστοριογράφος, περισσότερο γνωστὸς γιὰ τὰ παιδικά του βιβλία. Δημοφιλῆ εἶναι ἐπίσης: τὸ ποίημά του «The Listeners» καὶ μιὰ συλλογὴ ἱστοριῶν τρόμου. Ὡς ποιητὴ συχνὰ τὸν συγκρίνουν μὲ τὸν Τόμας Χάρντυ καὶ τὸν Γουίλιαμ Μπλέηκ, γιὰ οἰκεῖα καὶ στοὺς τρεῖς θέματα, ὅπως αὐτὰ τῆς θνητότητας καὶ τῶν ὁραματικῶν ἐλλάμψεων. Ὅταν ἦταν 65 χρόνων ἐξέδωσε τὸ Τhe Last Chapter μὲ κυρίαρχη αὐτοαναφορικότητα σὲ ἐλεγειακό, ἂν ὄχι πένθιμο, τόνο. Ἐντούτοις ἔζησε ἄλλα δεκαοκτὼ χρόνια, χωρὶς ποτὲ νὰ χάσει τὴν ἀγάπη του γιὰ τὰ ὄμορφα στοιχεῖα τοῦ κόσμου. Ἕνα χρόνο πρὶν τὸν θάνατό του, εἶπε σ’ ἕναν ἐπισκέπτη του: «Οἱ μέρες μου λιγοστεύουν. Ἀλλὰ ὑπάρχει ὅλο καὶ περισσότερη μαγεία. Περισσότερη ἀπὸ ὅση σὲ ὁλόκληρη τὴν ποίηση. Τὸ κάθε τί αὐξάνει ὑπέροχα σὲ ἐκπλήξεις καὶ ὀμορφιά.»
⸙
Ρόμπερτ Φρόστ (Robert Frost)
(1874-1963)
Τοῦ Νοέμβρη ἡ Φιλοξενούμενή μου
(My November Guest)
Ἡ Θλίψη μου, ἐδῶ σὰν βρίσκεται στὸ πλάϊ,
Βλέπει τὶς μέρες χινοπωρινῆς βροχῆς
Μὲ τέτοιο κάλλος ποὺ παρόμοιο δὲν χωράει·
Τὰ μαραμένα τὰ γυμνὰ δεντριὰ ἀγαπάει·
Καὶ μονοπάτια παίρνει ὁλοβρεχτης βοσκῆς.
Ἔχει τόση χαρὰ ποὺ μοῦ δανείζει λίγη.
Μιλᾶ καὶ ’γὼ κρατῶ πιστὴ καταγραφή:
Χαίρεται τὰ πουλιὰ μακριὰ νά ‘χουνε φύγει,
Τὸ γκρίζο χαίρεται μαλλὶ ποὺ τὴν τυλίγει
Καθὼς ἡ ὁμίχλη τὸ καλύπτει μ’ ἀσημί.
Τὰ δέντρα τὰ ἄχαρα καὶ τὰ παρατημένα,
Τὴν μαραμένη γῆ, τὸν μαῦρο οὐρανό,
Τὰ ὄμορφα ὅλα ὅσα ἀπὸ μέσα κοιταγμένα,
Μάτια θαρρεῖ γι’ αὐτὰ δὲν μοῦ εἰναι χαρισμένα,
Κι εἶν’ ἡ μομφή της πὼς δὲν ἔχω λόγο ἐγώ.
Μόλις ἐχτὲς μὲ ἐπισκέφθηκε ἡ γνώση
Τὶς ἄδειες μέρες τοῦ Νοέμβρη ν’ ἀγαπῶ
Προτοῦ τὸ χιόνι ἔρθει καὶ πάλι νὰ τὸ στρώσει.
Κάλλιο γι’ αὐτὰ ἐκείνη ἔπαινο νὰ δώσει,
Μὰ μοιάζει μάταιο γιὰ μὲ νὰ τῆς τὸ πῶ.
Ρόμπερτ Φρόστ (Robert Frost) (1874-1963). Ἀμερικανὸς ποιητής. Γεννήθηκε στὸ Σὰν Φρανσίσκο, ἀλλὰ τὸ 1884 ἡ οἰκογένειά του ἐπέστρεψε στὴν γῆ τῶν προγόνων τους, τὴν Νέα Ἀγγλία. Ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὶς ρεαλιστικὲς περιγραφὲς τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς καὶ γιὰ τὴν δεξιοτεχνία του στὴ χρήση τῆς καθομιλουμένης. Οἱ συχνὲς ἀναφορές του σὲ σκηνὲς καὶ θέματα ἀπὸ τὴν τοπικὴ ζωὴ τῆς ὑπαίθρου στὴν Νέα Ἀγγλία τῶν ἀρχῶν τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ὑπῆρξαν γι’ αὐτὸν τρόποι καὶ μέσα ἐρεύνης σύνθετων κοινωνικῶν καὶ φιλοσοφικῶν προβλημάτων. Τὸ πρῶτο του βιβλίο ἐκδόθηκε ὅταν ἦταν περίπου 40 χρόνων καὶ γιὰ νὰ τὸ γιορτάσει τύπωσε σὲ ἰδιωτικὴ ἔκδοση δυὸ ἀντίτυπα μὲ 6 ποιήματα, ἕνα γιὰ τὸν ἴδιο καὶ ἕνα γιὰ τὴν μνηστή του. Στὴ συνέχεια ὅμως καὶ γιὰ ὀκτὼ χρόνια μόνον 13 ποιήματά του δημοσιεύθηκαν. Τὸ 1912 ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς διαρκεῖς ἀπορρίψεις τῶν ἀμερικάνικων περιοδικῶν μετακόμισε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Ἀγγλία, ὅπου γνώρισε ἀναγνώριση καὶ ἐπιτυχία. Οἱ δύο συλλογὲς ποὺ ἐκδόθηκαν ἐκεῖ: A Boy’s Will (1913) καὶ North of Boston (1914) τὸν καθιέρωσαν, κι ἔτσι γύρισε τὸ 1915 στὴν Ἀμερικὴ ὡς μιὰ διάσημη μορφὴ τῆς λογοτεχνίας. Τὰ περιοδικὰ ποὺ ἄλλοτε καταφρονοῦσαν τὸ ἔργο του, τώρα τὸ ἀναζητοῦσαν. Μέχρι τὸν θάνατό του, στὰ 88 του χρόνια, τιμήθηκε κατ’ ἐπανάληψη καὶ εἶναι ὁ μοναδικὸς ποιητὴς ποὺ ἔλαβε τέσσερις φορὲς τὸ βραβεῖο Πούλιτζερ γιὰ τὴν ποίηση.
⸙
Ἔϊμυ Λόουελλ (Amy Lowell)
(1874-1925)
Νοέμβρης
(November)
Τὰ κληματόφυλλα στοὺς τοίχους τοῦ σπιτιοῦ μου πάνω,
Τσακίζουνε στὰ τοῦβλα, σκουριασμένα.
Φύλλα ξερὰ μαζεύονται στὰ πεῦκα κάτω.
Τὰ εὔθραυστα κλαριὰ τῆς πασχαλιᾶς
Σαρώνονται στ’ ἀστέρια ἀντίκρυ.
Κι ἐγὼ κάτω ἀπ’ τὴ λάμπα καθιστὴ
Πασχίζοντας νὰ γράψω τῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό.
Δέ θέλει μήτε ἡ γάτα μου νὰ μείνουμε μαζί,
Μὰ προτιμάει τὴ βροχὴ
Κάτω ἀπό μικρὴ καταφυγὴ σὲ κελαριοῦ τὸ παραθύρι.
Ἔϊμυ Λόουελλ (Amy Lowell) (1874-1925). Ἀμερικανίδα ποιήτρια, περφόρμερ, ἐπιμελήτρια, βιογράφος, προπαγανδίστρια, μεταφράστρια, ἀφοσιωμένη στὴν μοντέρνα ποίηση. Κάποτε εἶπε: «Ὁ Θεὸς μ’ ἔφτιαξε business woman, κι ἡ ἴδια ἔφτιαξα τὸν ἑαυτό μου ποιήτρια.» Προερχόμενη ἀπὸ ὑψηλοῦ κύρους οἰκογένεια τῆς Νέας Ἀγγλίας, κραυγαλέα, ἐπιδεικτική, γεμάτη ἐνέργεια ἡ ἴδια, ἄνοιξε τὸ θέμα τῆς πρωτο-φεμινιστικῆς ποίησης, τῆς ἀπροκάλυπτης περσόνα. Ἔγραψε καὶ ἐξέδωσε πάνω ἀπὸ 650 ποιήματα, ὅμως οἱ λόγιοι θεωροῦν τὶς ἄοκνες προσπάθειές της ὑπὲρ τῆς μοντέρνας ποίησης ὡς μέγιστη συνεισφορὰ στὴν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔστρεψε τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ἀμερικανῶν στὸν εἰκονισμὸ τοῦ Ἔζρα Πάουντ καὶ τῆς H.D. (Χίλντα Ντούλιτλ).
⸙
Ἄντελαίηντ Γράπσυ (Adelaide Crapsey)
(1878-1914)
Νύχτα Νοέμβρη
(November Night)
Ἄκου…
Μ’ ἦχο ξερό,
(Φασμάτων βήματα)
Τὰ φύλλα σπᾶνε μὲ τριγμὸ
Καὶ πᾶν –.
Ἄντελαίηντ Γράπσυ (Adelaide Crapsey) (1878-1914). Ἀμερικανίδα ποιήτρια γεννημένη στὸ Μπρούκλιν τῆς Νέας Ὑόρκης, κόρη τῆς Adelaide T. Crapsey καὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἱερέα Algernon Sidney Crapsey, ἐπίσης ποιητῆ. Ἀγαποῦσε τὴν ἰαπωνικὴ ποίηση, ἰδίως στὴ μορφὴ χάϊκου καὶ τάνκα, καὶ παρέμεινε γνωστὴ κυρίως γιὰ τὴν πεντάστιχη φόρμα (cinquain form), ποὺ πῆρε καὶ τὸ ὄνομά της: πεντάστιχο Γράπσυ (Crapsey cinquain), καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε στίχους, συνήθως ἀνομοιοκατάληκτους μὲ δύο, τέσσερις, ἕξι, ὀχτὼ καὶ δύο συλλαβὲς ἀντιστοίχως ὁ καθένας. Ἀνάμεσα στὰ θέματά της εἶναι ἡ μετὰ θάνατον ζωή, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ μυθολογικοῦ ποταμὸ τῆς Στυγός. Στὰ ποιήματά της ἡ ἐποχὴ εἶναι διαρκῶς Φθινόπωρο ἢ Χειμώνας καὶ ὁ ἀναγνώστης ἐπισκέπτεται ζοφερὲς (ἂν καὶ ὄμορφες) φυσικὲς σκηνὲς καὶ κομψὰ νεκροταφεῖα. Πέθανε μόλις 36 χρόνων ἀπὸ φυματίωση, ἀλλὰ καλλιέργησε μὲ πάθος τὴν τέχνη της. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σύντομης ζωῆς της, οἱ λίγες δημοσιεύσεις της ἔγιναν δεκτὲς μὲ ἐνθουσιασμό, ἀλλὰ τὸ ὥριμο ἔργο της ἐκδόθηκε μεταθανατίως. Οἱ σύγχρονοι ἀναγνῶστες πολὺ δύσκολα τὴν βρίσκουν ἀνθολογημένη μετὰ τὸ 1950, ἀκόμα καὶ σὲ ἀνθολογίες γυναικείας ποίησης. Ὡστόσο μιὰ μικρὴ μελέτη της γιὰ τὴν μετρική, καρπὸς ἐνδελεχοῦς ἔρευνας, ἐπαινεῖται ἀπὸ πολλοὺς σήμερα.
⸙
Ἔντουαρντ Τόμας (Edward Thomas)
(1878-1917)
Τίποτα Σὰν τὸν Ἥλιο δὲν Ὑπάρχει
(There’s Nothing Like the Sun)
Τίποτα δὲν ὑπάρχει σὰν τὸν ἥλιο ἔτσι ὅπως σβήνει ἡ χρονιὰ
Ὅσο μπορεῖ καλὴ νὰ εἶναι, ὡς ἡ φτιαξιὰ εἶναι τοῦ κόσμου,
Στὶς πέτρες, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ πουλιά, τὰ θεριά, καὶ ὅ,τι φτερουγᾶ,
Σ’ ὅλα ὅσα οἱ ἀχτίδες, πάρεξ τὸ χιόνι, ἀγγίζουνε τοῦ ἥλιου,
Στὰ πλάγια εἴτε τοῦ βουνοῦ ἢ σ’ ὅποιας πόλης δρόμους.
Ὁ νότιος τοῖχος μὲ θερμαίνει: ὁ Νοέμβρης ὅτι ξεκινᾶ,
Ὅμως ποτὲ τόσο καλὰ δὲν φώτισαν σὰν τώρα οἱ ἀχτίνες τοῦ ἥλιου.
Καθὼς στερνὰ δαμάσκηνα ποὺ ἀπομεῖναν στὸ κλαδὶ τοῦ θάμνου
Μὲ πούλιες ἀπ’ τὴ θύελλα τὴν πρωϊνὴ νὰ στάζουν
Τὸ ψαρόνι γιατὶ τὸ λυγᾶ, σφυρίζοντας σκοπὸ
Ποὺ κάποτε τὰ χελιδόνια ἐψάλλαν. Ἂλλ’ ὅμως δὲν ξεχνῶ
Πὼς δὲν ὑπάρχει τίποτα, ἐπίσης, ὡσὰν τὸν ἥλιο τοῦ Μαρτιοῦ,
Ὅπως καὶ τοῦ Ἄπριλη, ἢ τοῦ Ἰούλη, τοῦ Ἰουνίου, ἢ τοῦ Μαγιοῦ,
Ἢ ὄμορφες μέρες τοῦ Γενάρη ἢ τοῦ Φεβρουαρίου:
Αὔγουστος, Σεπτέμβρης, Ὀκτώβρης καὶ Δεκέμβρης
Ἐξ ἴσου ὅμοιες μέρες ἔχουν, ὅλες τους ἄλλες ἀπὸ τοῦ Νοέμβρη.
Μέρα καμιά, μήνα κανενός, κι ἂς τὸ ἔχω πεῖ—
Ἤ, ἂν γινότανε νὰ ζήσω γιὰ πολύ, θὰ ἔπρεπε νὰ πῶ—
«Τίποτα σὰν τὸν ἥλιο δὲν ὑπάρχει πιὸ λαμπερὸ ἀπ’ τὸν σημερινό.»
Τίποτα σὰν τὸν ἥλιο δὲν ὑπάρχει ὣς τὸ θάνατό μας.
Ἔντουαρντ Τόμας (Edward Thomas) (1878-1917). Ἄγγλος ποιητής, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, κριτικὸς λογοτεχνίας. Ἰδιαίτερος ἀνάμεσα στοὺς Ποιητὲς τοῦ Πολέμου, ἂν καὶ σὲ λίγα ἀπὸ τὰ ποιήματά του γράφει εὐθέως γιὰ τὶς ἐμπειρίες του στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ μετώπου. Τὸ 1915 κατατάχθηκε στὸν Βρετανικὸ Στρατὸ καὶ σκοτώθηκε στὴ μάχη τοῦ Ἀρρὰς σχεδὸν μόλις ἔφτασε στὴ Γαλλία. Ὁλόκληρο τὸ ποιητικό του ἔργο γράφτηκε μέσα σὲ τρία χρόνια (1914-1917). Ἡ βαθιά του ἀγάπη γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης, ἡ καλλιτεχνικὴ δύναμη τοῦ ὁράματός του καί, κάποτε, τὸ ἀρχαϊκό του ἐκφραστικὸ ὕφος, τὸν καθιστοῦν ἕναν ἐξαίρετο ποιητή. Μετὰ τὸ 2000 ἄρχισε νὰ δίδεται σοβαρὴ προσοχὴ στὸ ἔργο του, γιὰ τὸ ὁποῖο οἱ περισσότεροι κριτικοὶ συμφωνοῦν πὼς κατέχει καίρια θέση γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ποίησης τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ὡς «εἰσαγωγὴ στὴν μοντέρνα εὐαισθησία», ὅπως αὐτὴ ἔμφανιζεται ἀργότερα σὲ ποιητὲς σὰν τοὺς Γ.Χ. Ὦντεν καὶ Τὲντ Χιούζ.
⸙
Γουάλας Στῆβενς (Wallace Stevens)
(1879-1955)
Ἡ Χώρα Νοέμβριος
(The Region November)
Σκληρὸ ν’ ἀκοῦς τὸν βόρειο ἄνεμο ξανά,
Καὶ νὰ παρατηρεῖς τῶν δέντρων τὶς κορφές, σὰν σειοῦνται.
Βoυερὰ σείονται βαθειά, σὲ μιὰ προσπάθεια,
Τόσο λιγότερη ἀπὸ τὴν αἴσθηση, κι ἀπ’ τὴ μιλιά τόσο πιὸ λίγη,
Μιλώντας καὶ μιλώντας, ὅπως τὰ πράγματα μιλοῦν
Σὲ κεῖνο τὸ ἐπίπεδο ποὺ δὲν ἀποτελεῖ ἀκόμη γνώση:
Μιὰ ἀποκάλυψη δίχως ἀκόμη πρόθεση.
Εἶναι ὡσὰν ἐπίκριση στὸν Κύριο, τὸν κόσμο
Καὶ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, στοχαστικὰ στερεωμένη
Στὸν πεταμένο θρόνο τῆς ἴδιας του τῆς ἄγριας ἐρημιᾶς.
Βαθύτερα βαθύτερα, βροντόφωνα, ἀκόμη πιὸ βροντόφωνα,
Σείονται, σείονται, σείονται τὰ δέντρα.
Γουάλας Στῆβεν (Wallace Stevens) (1879-1955): Ἀμερικανὸς μοντερνιστὴς ποιητής. Γεννήθηκε στὴν Πενσυλβάνια, σπούδασε στὸ Χάρβαρντ καὶ στὴ Νομικὴ Σχολὴ τῆς Νέας Ὑόρκης. Ἔζησε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του (1916-1955) στὸ Χάρτφορντ τοῦ Κοννέκτικατ, ὅπου ἦταν νομικὸς σύμβουλος σὲ ἀσφαλιστικὴ ἑταιρεία. Ἡ ποίησή του ἀντλεῖ στοιχεῖα ἀπὸ τὸν Οὐΐτμαν, τὸν Ἔμερσον, τοὺς Ἄγγλους ρομαντικοὺς καὶ τοὺς σύγχρονούς του εἰκονιστές. Ἡ πρώτη δημιουργικὴ περίοδος τοῦ Στῆβενς ξεκινᾶ γύρω στὰ 1914 καὶ κλείνει τὸ 1923, μὲ τὴ δημοσίευση τῆς πρώτης του ποιητικῆς συλλογῆς Ἁρμόνιο. Τὸ «Κυριακὴ πρωΐ», τὸ πιὸ γνωστό του ποίημα, ἀνήκει σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο. Ἡ δεύτερή του δημιουργικὴ περίοδος ξεκινᾶ γύρω στὰ 1934 καὶ φτάνει ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, τὸ 1955. Στὰ χρόνια αὐτὰ ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων τὰ συνθετικὰ ποιήματα «Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ γαλάζια κιθάρα» (1937), «Σημειώσεις γιὰ ἕναν ὑπέρτατο μύθο» (1942), «Καταφάσεις τοῦ καλοκαιριοῦ» (1946), «Σελαγισμοὶ τοῦ Φθινοπώρου» (1947), «Μιὰ συνηθισμένη βραδιὰ στὸ Νιοῦ Χέηβεν» (1949) καθὼς καὶ μιὰ σειρὰ δοκιμίων ἀπὸ τὴ θεωρία τῆς ποίησης ποὺ συγκεντρώθηκαν σ’ ἕναν τόμο μὲ τίτλο Ὁ ἀναγκαῖος Ἄγγελος (1951). Τιμήθηκε μὲ τὰ βραβεῖα Μπόλιντζερ (1950) καὶ Πούλιτζερ (1955).
⸙
Τζαίημς Ἐλρόϋ Φλέκερ (James Elroy Flecker)
(1884-1915 )
Βραδιὲς Νοέμβρη
(November Eves)
Βραδιὲς Νοέμβρη! Κρύες, ἀκίνητες κι ὑγρὲς
Τότε τοῦ Λέκαμπτον τυλίγαν τὶς κορφές·
Στὸν γκρίζο τόπο ἁπλωνόνταν χαμηλὰ
Τὰ τζάμια ποὺ ἔσταζαν θολώνοντας τὰ ὑγρά,
Μ’ ἀνέμους ξένους, Ἀρλεκίνους ποὺ τρελλὰ
Μὲ βιὰ ἀγκαλιάζαν τὶς φτελιές μας σὰν βιολιά,
Καὶ βγάζαν ἦχο τόσο κρύο καὶ σκληρὸ
Ποὺ καὶ παιδὶ βαθιὰ νὰ ζεῖ τὸ βογγητό.
Νά, τώρα τά ‘βάλε ἡ φωτιὰ μὲ τὶς σκιὲς
Στὸ θάμπος δείχνει τὶς καρέκλες τρομερές:
Κι ὁρμᾶμε μεῖς ἐδῶθε ἐκεῖ σὰν ποντικοί,
Στὴν Βάγια πλάι – μιὰ νεκροφόρα ἱερή,
Ἔχοντας μάτια, ἂν καὶ δὲν ξέραν ἀπ’ αὐτές,
Μισοκλεισμένα ἀπὸ μνῆμες πνιγηρές.
Νὰ φταίει ἡ ὁμίχλη ἢ τὰ φύλλα τὰ νεκρά,
Ἢ μήπως οἱ νεκροί – Νοέμβρη βραδινά;
Τζαίημς Ἐλρόϋ Φλέκερ (James Elroy Flecker) (1884-1915). Ἄγγλος μυθιστοριογράφος καὶ θεατρικὸς συγγραφέας. Γόνος πεπαιδευμένης οἰκογένειας. Εἴτε γιατὶ ἀντιπαθοῦσε τὸ μικρό του ὄνομα, εἴτε γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸν μπερδεύουν μὲ τὸν πατέρα τοῦ Roy, ὡς μαθητὴς στὰ σχολεῖα ὅπου ἐκεῖνος ἦταν διευθυντής, ἄλλαξε τὸ ὄνομά του σὲ James. Ξεκίνησε νὰ γράφει ποίηση στὰ δεκατρία του χρόνια. Σπούδασε στὸ Trinity College τῆς Ὀξφόρδης μὲ μέτριους βαθμούς, ἐπειδὴ ἔδινε ὅλο του τὸ χρόνο στὴν Γαλλικὴ ποίηση καὶ ἰδιαίτερα στὰ ἔργα τοῦ Αἰσθητισμοῦ, ἀντὶ γιὰ τὰ κλασικὰ ἔργα τοῦ προγράμματος. Στὴν Ὀξφόρδη ἐπίσης ἀποκήρυξε τὴν αὐστηρὴ πουριτανικὴ ἀγωγὴ ἀπὸ τὸν πατέρα του, καὶ ἔγινε ἀγνωστικιστής. Μιλοῦσε γαλλικά, γερμανικά, ἰταλικά, ἱσπανικὰ καὶ διδάχτηκε νέα ἑλληνικὰ στὸ Καίημπριτζ. Τὸ 1910 μετὰ ἀπὸ ἐπιτυχεῖς ἐξετάσεις διορίστηκε πρόξενος στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶχε ἤδη ἐκδώσει τὶς ποιητικὲς συλλογὲς The Bridge of Fire καὶ Thirty-Six Poems. Ὅμως ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει σὲ σανατόριο στὴν Ἀγγλία ἐπειδὴ διαγνώστηκε μὲ φυματίωση. Στὸ σανατόριο ἔγραψε τὸ θεατρικὸ Δὸν Ζουάν. Ὅταν ἀνέρρωσε, ἔκανε πολλὰ ταξίδια, καὶ σὲ ἕνα πρὸς τὴν Ἀθήνα γνώρισε τὴν Ἑλληνίδα Ἕλλη Σκιαδαρέση, μὲ τὴν ὁποία παντρεύτηκαν ἕνα χρόνο ἀργότερα. Ἡ ὑγεία του, ὅμως, χειροτέρεψε καὶ μέχρι τὸν θάνατό του πέρασε ἀπὸ σανατόριο σὲ σανατόριο. Τότε ἦταν ποὺ μεταστράφηκε ἐκ νέου στὴν χριστιανική του πίστη. Πέθανε τὸ 1915 μόλις 30 ἐτῶν στὸ Νταβὸς τῆς Ἐλβετίας. Ὁ τόσο πρώϊμος θάνατός του χαρακτηρίστηκε ὡς «ἡ μεγαλύτερη ἀπώλεια τῆς ἀγγλικῆς λογοτεχνίας ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Κήτς».
⸙
Ρίτα Ντάβ (Rita Dove)
(1952)
Νοέμβρης γιὰ ἀρχάριους
(November for beginners)
Τὸ χιόνι θὰ ἦταν ἡ εὔκολη
διέξοδος ἐκεῖνο τὸ μαλάκωμα
τοῦ οὐρανοῦ σὰν στεναγμὸς μιᾶς ἀνακούφισης
ποὺ τελικὰ ἐπιτράπηκε
νὰ ἐνδώσει. Ἀλλὰ μὲ τίποτα δὲν πέφτει.
Στοιβάζουμε κλαριὰ γιὰ τὴ φωτιὰ
σ’ ἀστραφτερὲς κηλίδες
μὰ ἡ βροχὴ δὲν λέει νὰ σταματήσει.
Καὶ περιμένουμε λοιπόν, μὲ μιὰ διάθεση
κρυφή, καὶ μουσικὲς
μιᾶς παρακμῆς. Κουρνιάζουμε
στὴ μυρωδιὰ τοῦ παρελθόντος
καὶ σηκωνόμαστε σὲ φῶς
ποὺ ἤδη ἀποχωρεῖ.
Πονᾶμε μυστικά,
ἀποστηθίζοντας
ἕνα δυὸ στίχους μαύρους
στὰ Γερμανικά.
Σὰν ἔρθει ἡ Ἄνοιξη
λέμε νὰ τὸ παίξουμε
τρελλοί. Ἄνοιχτε οὐρανοί,
νεροποντή! Ἄνεμε στὰ πανιά,
μὲ ἕνα φορτίο σαντούρια!
Νοέμβριος 1981
Ρίτα Ντὰβ (Rita Dove) (1952). Ἀμερικανίδα ποιήτρια καὶ δοκιμιογράφος ἀπὸ τὸ Ἄκρον τοῦ Ὀχάϊο. Σπούδασε Γερμανικὰ στὸ Τύμπιγκεν καὶ παντρεύτηκε Γερμανό. Εἶναι ἡ πρώτη Ἀφροαμερικανίδα ποὺ ἔλαβε τὸν τίτλο τοῦ Poet Laureate, καὶ ἡ δεύτερη Ἀφροαμερικανίδα ποὺ κέρδισε τὸ βραβεῖο Πούλιτζερ γιὰ τὴν ποίηση τὸ 1987. Στὴν ποιητικὴ γλώσσα της συνδυάζει καθημερινὲς ἢ καὶ ἀργκὼ ἐκφράσεις μὲ λόγιες.
⸙
Σάϊμον Ἄρμιτέητζ (Simon Armitage)
(1963)
Νοέμβρης
(November)
Προχωροῦμε ἀπ’ τὸ κακοπαρκαρισμένο ἁμάξι στὸ θάλαμο,
μὲ τὴ γιαγιά σου νὰ κάνει τέσσερα βήματα στὰ δυὸ δικά μας.
Τὴν φέραμε ἐδῶ νὰ πεθάνει καὶ τὸ γνωρίζουμε.
Ἐλέγχεις τὸ πεσκίρι, τὸ σαπούνι της καὶ οἰκογενειακὰ λιλιά,
ψαλιδίζεις τὰ νύχια της, τὴν ἀμπαλάρεις στὶς σκληρὲς κουβέρτες
κι αὐτὴ βουλιάζει μέσα στὴν ἀκράτειά της.
Ἦρθε ἡ ὥρα, ἀδερφέ. Μέσα στὰ κιτρινιάρικα ἀναιμικὰ χαμόγελά τους,
τὰ κρεμασμένα στήθη, τοὺς σαλεμένους ἐγκεφάλους τὴ φαλάκρα τους
καὶ μέσα μας, ἀδερφέ: παραλίγο κι εἴμαστε ἐτοῦτα τὰ φρικιὰ κι ἐμεῖς.
Εἶσαι κομμάτια. Μοῦ δίνεις τὰ κλειδιὰ καὶ ὁδηγῶ
Στὴ ζώνη τοῦ λυκόφωτος, πέρ’ ἀπ’ τὸν περίφημο σταθμὸ
ὣς τό σπίτι σου, νὰ μᾶς ναρκώσει τὸ ἀλκοόλ.
Μέσα μας, νιώθουμε νὰ ξεκινᾶ τοῦ σούρουπου ὁ τρόμος.
Ἔξω ἀπὸ μᾶς κοιτάζουμε τὸ ἀπόγευμα, μιὰ ἀκόμη ἀποτυχία,
καὶ τὸ ἀφήνουμε ἔτσι. Τίποτα δὲ μποροῦμε πιὰ νά ξεστομίσουμε.
Κάποτε ὁ ἥλιος πούλιες παιχνιδίζει καὶ ζωντανοὺς μᾶς νιώθουμε.
Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται νὰ βγάλουμε, ἀδερφέ, ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζήση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου