|
|
ΣΤΕΚΕΤΑΙ καταμεσῆς στὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου,
ἡ τηλεόραση ἀναμμένη, μόλις ἔχει βγεῖ ἀπὸ τὸ μπάνιο, τυλιγμένη στὴν
ἀγαπημένη της πράσινη πετσέτα. Ποτὲ δὲν χρησιμοποιεῖ τὶς πετσέτες
τῶν ξενοδοχείων, τὸ θεωρεῖ βρωμιά. Ἀρχίζει νὰ τινάζει τὰ βρεγμένα
της μαλλιά, νιώθοντας ἱκανοποίηση ἀπὸ τὴ μικρὴ βροχὴ τριγύρω.
Ἦρθε
σὲ αὐτὸ τὸ ξενοδοχεῖο γιὰ νὰ πεθάνει, ὅμως ἐδῶ καὶ δύο ὧρες ἀσχολεῖται
μὲ ἀναπόφευκτα ψιλοπράγματα. Δὲν εἶχε ὑποψιαστεῖ, ὅτι καὶ ὁ θάνατος
χρειάζεται χρόνο. Ὁ ἄντρας στὴ ρεσεψιόν, ἐκεῖνο τὸ πρωινό, ἔδειχνε
ἐλαφρῶς προβληματισμένος ἀπὸ τὴν ἐρώτησή της, γιὰ τὸ ἂν ἔχουν ἐλεύθερο
δωμάτιο στὸν τελευταῖο ὄροφο. Μήπως, πράγματι, γίνεται ὑπερβολικὰ
ξεκάθαρο; Ποιά εἶναι τὰ στατιστικά των αὐτοκτονιῶν σὲ τούτη τὴ σοβαρὴ
ἁλυσίδα; Ἄραγε οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν νὰ ριχτοῦνε ἀπὸ πολυτελῆ ξενοδοχεῖα,
ἢ μιᾶς καὶ τὸ ἀποφάσισαν τοὺς εἶναι πιὰ τὸ ἴδιο;
Προτιμῶ στὸν τελευταῖο ὄροφο, ἀκούστηκε νὰ λέει, ἐπειδὴ ἔχω ἐλαφρὰ φοβία ἀπὸ τὸ χαμηλὸ ὕψος, ἔεε, τὸ ἀντίθετό της ὑψοφοβίας, ἡ ὁποία, ἐννοεῖται, εἶναι πιὸ διαδεδομένη, κ.ο.κ. Τὸν διαπέρασε μὲ τὸ πιὸ ἀποθαρρυντικό της χαμόγελο (μισώντας τὸ ἴδιο, ἐκεῖνο, δευτερόλεπτο). Θεέ μου, γιατί πρέπει νὰ δικαιολογεῖται μπροστά σε κάποιον ἄγνωστο, καὶ μάλιστα ἐτούτη τὴ στιγμή.
Ὁ
ἄντρας ἀπέναντι συγκατάνεψε, περισσότερο γιὰ τοὺς τύπους παρὰ ἀπὸ
κατανόηση, δὲν εἶναι σίγουρος ὅτι ξέρει ἀκριβῶς τί εἶναι ἡ φοβία,
ἀλλὰ δὲν τοῦ πέφτει καὶ κανένας λόγος. Εἶχαν ἐλεύθερο δωμάτιο στὸν
τελευταῖο ὄροφο, ἔγραψε τὰ στοιχεῖα της, πρότεινε τὴ βοήθειά του
γιὰ τὴ βαλίτσα, αὐτὴ ἀρνήθηκε, τὴ ρώτησε ἂν χρειάζεται ὁτιδήποτε
ἄλλο, ὄχι, εὐχαριστῶ. Τῆς κάλεσε τὸ ἀσανσὲρ καὶ κράτησε τὴν πόρτα.
Εἶναι σίγουρη, ὅτι στιγμιαία γλίστρησε τὸ βλέμμα του ἐπάνω στὸ κορμί
της, ὁ καθρέφτης στὸν θάλαμο τὸ ἐπιβεβαίωνε, ὅμως, τώρα, δὲν μποροῦσε
νὰ κρίνει ἂν αὐτὸ περισσότερο τὴν ἐκνεύριζε, τὴν κολάκευε, ἢ ἂν πλέον
τῆς ἦταν ἐντελῶς ἀδιάφορο. Καὶ ἕως πότε, στὸ κάτω-κάτω τῆς γραφῆς,
θὰ ἀναλύει κάθε ἀνοησία. Πατάει τὸ κουμπὶ γιὰ τὸν τελευταῖο ὄροφο,
στηρίζεται στὸ τοίχωμα καὶ συνειδητοποιεῖ καθαρὰ (ἐνῶ δῆθεν προσπαθοῦσε
νὰ μὴ σκέφτεται γιὰ τίποτα), ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἄντρας ἀπὸ τὴ ρεσεψιὸν θὰ
γινόταν ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος τὸν ὁποῖο εἶδε, καὶ δὲν θυμᾶται τίποτα
ἀπ’ αὐτόν, μάτια, πρόσωπο, ἡλικία, τὸ κεφάλι του, τίποτα, τίποτα...
Ἕνας ἄντρας ἀπὸ τὴ ρεσεψιόν, ἀπρόσωπος ὅπως ὅλοι οἱ ἄντρες τῶν ξενοδοχείων.
Καὶ μήπως ἐκεῖνος νὰ θυμόταν κάτι ἀπ’ αὐτὴν (ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πισινό
της); Σὲ κάθε περίπτωση, ἐτοῦτο θὰ ἦταν σημαντικότερο, τουλάχιστον
γιὰ τοὺς μπάτσους οἱ ὁποῖοι θὰ ἔκαναν τὴν ἀνάκριση ἀργότερα. Φαινόταν
ἀναστατωμένη, τρομαγμένη ἢ κυνηγημένη, ποιές ἀκριβῶς κουβέντες
ἀντάλλαξαν. Θυμήσου, ἐπειδὴ μπορεῖ καὶ νὰ ἔκανε περισσότερη προσπάθεια
νὰ πετάξει κάποια φανταχτερὴ πρόταση, μὲ διπλὸ νόημα, ἡ ὁποία νά...
Ποτὲ δὲν ἔμαθε νὰ φτιάχνει τὸ ἐπιμύθιο. Δὲν ἤξερε τί λέγεται
στὸ τέλος. Ὅπως τότε, ποὺ κοιμήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ μὲ ἄντρα. Συνέβη
μετὰ τὸ δεύτερο ἑξάμηνο στὸ κολέγιο, σὲ κάποιο χωράφι πίσω ἀπὸ τὰ
γήπεδα. Ἦταν ἄβολο, ἀγχωτικό, κοιτοῦσε τριγύρω, ὅμως συνειδητοποιοῦσε
ὅτι σὲ αὐτὸ ὑπῆρχε καὶ κάτι τὸ ἀφυπνιστικό. Ὅταν τελείωσαν ὅλα (οὔτε
ὁ πόνος τόσο μεγάλος, οὔτε ἡ ἀπόλαυση), ἀποφάσισε ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε
νὰ πεῖ κάτι, μὰ οὔτε ποὺ ἤξερε τί. Καὶ ξεφούρνισε τὸ πιὸ χαζὸ ποὺ θὰ
μποροῦσε: Εὐχαριστῶ πολύ, χάρηκα ἰδιαίτερα. Ἀμέσως μετάνοιωσε
ποὺ τὸ ξεστόμισε, ὅμως ἦταν ἀργά. Τὸ ἀγόρι μετὰ βίας συγκράτησε τὸ
γέλιο του γιὰ νὰ μὴν τὴν θίξει. Ἀργότερα, προφανῶς, τὸ ἀφηγήθηκε σὲ ὅλους
στὴν παρέα καὶ αὐτὴ ἄκουγε τὴν ἀτάκα της νὰ ρίχνεται, δῆθεν ἀπρόσεκτα,
στὴ συζήτηση. Εὐχαριστῶ πολύ, χάρηκα ἰδιαίτερα. Μὰ σᾶς παρακαλῶ,
δὲν ὑπάρχει λόγος..., συμπλήρωνε κάποιος καὶ ἀκολουθοῦσε ἔκρηξη ἀπὸ
γέλια. Μιὰ φορά, ἕναν χρόνο ἀργότερα, σὲ μιὰ ἐντελῶς διαφορετικὴ
παρέα ὅπου κανεὶς δὲν τὴ γνώριζε, χρειάστηκε νὰ ὑπομείνει ὅλη αὐτὴ
τὴν ἱστορία ποὺ κατάντησε νὰ γίνει τοῦ εἴδους «ἕνας φίλος, ἔλεγε ὅτι...».
Τί πράγματα θυμᾶται ὁ ἄνθρωπος στὰ τελευταῖα λεπτά.
Τελευταῖο μπάνιο, εἶπε, ἐνῶ τίναζε τὸ βρεγμένο κεφάλι της. Τελευταῖο
σεσουάρ. Τελευταία κρέμα κατὰ τῆς... Τὰ κατέγραψε ὅλα αὐτοματικά,
ὅμως τώρα σταματᾶ, τὸ αὐτόματο ἔπαθε ἐμπλοκή. Ἡ κρέμα μένει στὴ
χούφτα της. Συνειδητοποιεῖ πὼς ὅλες οἱ κινήσεις της προορίζονται
γιὰ κάποιο μελλοντικὸ ἀποτέλεσμα, σὲ ἕνα χρονικὸ διάστημα τὸ ὁποῖο
πλέον δὲν τῆς ἀνήκει. Οἱ πόροι τοῦ δέρματός της, δὲν θὰ ἔχουν χρόνο νὰ ἀπορροφήσουν
καλὰ αὐτὴ τὴν κρέμα, τὸ ἐκχύλισμα ἀμυγδάλου καὶ τὸ ἀπόσταγμα τῆς ἀλόης
δὲν θὰ κατορθώσουν νὰ ξεδιπλώσουν τὶς δυνατότητές τους, τὰ μαλλιά
της, θὰ ξαναγίνουν βρεγμένα καὶ μπλεγμένα ἀπ’ τὸ αἷμα. Ἀνατρίχιασε
μὲ τὴν τελευταία λέξη καὶ ἀπαγόρευσε στὸν ἑαυτό της νὰ σκέπτεται πῶς
θὰ μοιάζει μετὰ ἀπὸ αὐτό. Τὸ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ δὲν ὑπῆρχε.
Ὡστόσο,
ξεκίνησε νὰ ἁπλώνει τὴν κρέμα σ’ ὁλόκληρό το σῶμα της. Τοῦ ἄξιζε, τὴν
εἶχε ὑπηρετήσει καλά, ἔκρυβε ἐπιδέξια στὶς πτυχὲς τοῦ κάθε ἕνα ἀπὸ
τὰ 40 χρόνια του. Τὸ ἄλοιφε ἀργά, μὲ ἀπόλαυση, σὰν γιὰ τελευταία φορά.
Ἡ κρέμα εἶναι περισσότερό το ἄλλοθι, γιὰ νὰ χαϊδέψει αὐτὸ τὸ σῶμα,
νὰ ἀποχαιρετιστοῦν. Κρέμα πάνω στὸν ἀριστερὸ ὦμο, ἀντίο ἀριστερὲ
ὦμε... Κρέμα στὸ δέρμα κάτω ἀπ’ τὸν λαιμό, ἀντίο λαιμέ... Πάνω στὰ στήθη,
θὰ λείψετε τουλάχιστον σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους, ἀντίο, ἀντίο...
Σὲ ὅλο αὐτὸ ὑπάρχει μιὰ τελετουργία καὶ ἡ τελετουργία γαληνεύει,
βάζει τὰ πράγματα στὴ θέση τους. Μοιάζει μὲ ἐπάλειψη μύρου, στὴν ὁποία
ὁ νεκρὸς μόνος του ἁπλώνει τὸ μύρο ἐπάνω στὸ σῶμα του.
Τὰ πράγματα θὰ μποροῦσαν καὶ νὰ μοιάζουν φαιδρά. Μιὰ γυναίκα ἀποφασίζει
νὰ αὐτοκτονήσει μὲ τὸν πιὸ παλιομοδίτικο τρόπο, πηδώντας ἀπὸ ψηλά,
ἀπ’ τὸν τελευταῖο ὄροφο τοῦ ξενοδοχείου, καὶ ἤδη μιὰ ὥρα καὶ κάτι,
κάνει ὅλα ἐκεῖνα τὰ χαζὰ καὶ μάταια γυναικεῖα πράγματα. Μαργαριταρένια
κρέμα γιὰ τὶς ρυτίδες κάτω ἀπὸ τὰ μάτια, μετὰ θὰ θέσει μήπως σὲ λειτουργία
καὶ τὸν ἀποτριχωτὴ (γιὰ κάθε περίπτωση τὸν πῆρε μαζί της), μετά...
Τί τῆς ἦρθε στὸ μυαλό, ποῦ νὰ πάρει ὁ διάολος; Θὰ βγεῖ νὰ πάει κάπου; Ἀκριβέστερα,
ἀπὸ τὴν πόρτα θὰ βγεῖ ἢ ἄραγε ἀπ’ τὸ παράθυρο;
Θυμήθηκε, πῶς πρὶν ἀπὸ καιρὸ ἀνακάλυψε ἐκείνη τὴν ἱστορία ἀπὸ
τὴ δεκαετία τοῦ ‘40 γιὰ τὸν ἀσκούμενο φωτογράφο σὲ μιὰ νεοϋορκέζικη
ἐφημερίδα καὶ τὴν τυχαία φωτογραφία του μὲ μιὰ γυναίκα ποὺ πήδηξε
ἀπ’ τὸ δωμάτιο ἑνὸς ξενοδοχείου. Τότε, ἔγραψε ἀκόμη καὶ ποίημα
γιὰ τὸ πῶς ἡ γυναίκα «παρέμενε ζωντανὴ ἀνάμεσα στὸν ἔνατο καὶ στὸν ὄγδοο
ὄροφο» καὶ πάντοτε θὰ ἔμενε ἐκεῖ νὰ αἰωρεῖται, πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια
τῶν δύο ἀπογευματινῶν ἐπισκεπτῶν στὴν καφετέρια τοῦ ξενοδοχείου.
«Οἱ λεκκέδες ἀπὸ τὸν καφὲ στὸ πεζοδρόμιο, εἶναι ἀκόμα μέσα στὴν κούπα»,
ἔτσι τελείωνε τὸ ποίημα. [1]
Ἀνεβάζει
τὴν κομψὴ βαλίτσα στὸ κρεβάτι, τὴν ἀνοίγει καὶ βγάζει προσεκτικὰ ἀπὸ
μέσα ἕνα πράσινο φόρεμα ρετρὸ μὲ χαμηλὴ τάλια, τὸ ἁπλώνει ἐπάνω
στὸ σεντόνι. Μιὰ φορά, τῆς εἶπαν ὅτι μὲ αὐτὸ μοιάζει στὴν Ταμάρα ντὲ
Λέμπιτσκα. Τρελαινόταν γιὰ τὸ πράσινο.
Ἃς κρατήσουμε τὸ κάδρο,
στὸ ὁποῖο αὐτὴ πάτησε μὲ τὰ δυὸ πόδια στὸ περβάζι, κάπως ἀνήσυχα,
εἶναι ὄμορφη, ἀπὸ κάτω ἀρχίζουν ἄνθρωποι νὰ συστρέφονται, νὰ συγκεντρώνονται,
νὰ ψιθυρίζουν καὶ νὰ κοιτάζουν πρὸς τὰ πάνω. Ἀκόμα ἀποροῦν ἂν γυρίζεται
ταινία, ἢ ἂν ἡ αὐτοκτονία θὰ πραγματοποιηθεῖ στ’ ἀλήθεια. Ὁ πρώιμος
Σεπτέμβρης, ἄρχισε νὰ βάφει ποικιλόχρωμα τὶς κορυφὲς τῶν δέντρων. Ἀπὸ
κάτω, ποτὲ δὲν παρατηρεῖς. Σὲ λίγο κάποιος θὰ τηλεφωνήσει στὴν ἀστυνομία,
στὴν πυροσβεστικὴ ἢ στὶς «Πρῶτες βοήθειες». Ποιά ὑπηρεσία εἶναι ἁρμόδια
γιὰ τὶς αὐτοκτονίες σ’ αὐτὴ τὴν πόλη; Δὲν τὸ φαντάστηκε ἀκριβῶς ἔτσι...
Θέλει ἁπλῶς νὰ μὴν τὴν ἐνοχλοῦν. Νὰ προσποιηθεῖ, ἄραγε, ὅτι σκαρφάλωσε
στὸ παράθυρο γιὰ νὰ καθαρίσει κάποιον λεκκὲ ποὺ δὲν φαινόταν ἀπ’ τὴ
μέσα μεριά. Κουταμάρες, ποιὸς καθαρίζει τὰ παράθυρα στὸ δωμάτιο
τοῦ ξενοδοχείου ὅπου μένει...
Ἐκείνη
τὴ στιγμή, ἡ τηλεόραση ποὺ βουίζει ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα, βγάζει ξαφνικὰ
ἀσυνήθιστους καὶ ἀνάστατους θορύβους, ἀκούγονται οὐρλιαχτά, ἡ τρομαγμένη
φωνὴ τοῦ ὁμιλητή, κάτι φρικτὸ θὰ πρέπει νὰ συνέβη, ἀπὸ τὸ παράθυρο
φαίνεται μόνο ἕνα μέρος τῆς ὀθόνης, ἀλλοπαρμένοι ἄνθρωποι στοὺς
δρόμους, ἀεροπλάνο, τὸ ὁποῖο συντρίβεται πάνω... δὲν εἶναι δυνατόν...
Αὐτὸ συμβαίνει στὴν ἴδια πόλη. Κατεβαίνει ἀπ’ τὸ περβάζι (πρὸς τὴ μεριὰ
τοῦ δωματίου). Ἀνοίγει τὴν πόρτα, ἀπ’ τὸ παράθυρο τοῦ διαδρόμου
φαίνεται ὁ καπνὸς ποὺ ὑψώνεται στὰ δυτικά, ἀπὸ τοὺς πύργους τοῦ Κέντρου
Ἐμπορίου, σὲ λίγο ἀκούγεται τὸ ἔξαλλο οὐρλιαχτὸ τῶν ἀσθενοφόρων,
πυροσβεστικῶν, περιπολικῶν, δὲν εἶναι γιὰ ‘κείνη... Ἐπιστρέφει στὸ
δωμάτιο.
Δύο μέρες ἀργότερα, ἐξακολουθεῖ νὰ κάθεται μπροστὰ στὴν τηλεόραση,
πλέον στὸ σπίτι της, ξαναβλέπει τὰ ἴδια κάδρα καὶ μετράει αὐτοὺς ποὺ
πηδοῦν ἀπ’ τὰ παράθυρα τῶν φλεγόμενων πύργων. Δὲν μπορεῖ νὰ ξεκολλήσει
τὸ βλέμμα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ περιστρεφόμενα κορμιά. Ἡ αἴσθηση εἶναι σχεδὸν
φυσική, θαρρεῖς καὶ κάθε φορᾶ πηδοῦν μὲ τὸ δικό της σῶμα, ἡ τριβὴ τοῦ ἀέρα,
τὸ τίναγμα τῶν ἄκρων...
Ἔτσι
ἀρχίζει ἡ δεύτερη ζωὴ τῆς Μ.Κ. Κατὰ μιὰ ἔννοια, γεννιέται μέσα ἀπὸ
μιὰ μαζικὴ αὐτοκτονία. Καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ ἕναν χρόνο μετά,
θὰ ζήσει ἐμφανῶς κανονικά, αὐτὴ ἡ εἰκόνα ποτὲ δὲν τὴν ἐγκαταλείπει.
Ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ κατανοήσει τί ἦταν αὐτὸ τὸ σημάδι – κάποιες ἑκατοντάδες
ἀνθρώπων ποὺ πηδοῦν ξαφνικὰ ἀπ’ τὰ παράθυρα, γιὰ νὰ σταματήσουν τὸ
μεμονωμένο δικό της, ἤδη ἀποφασισμένο, πήδημα.
Θὰ αὐτοκτονήσει (ἀπὸ τὸ παράθυρο ἑνὸς ἄλλου ξενοδοχείου) περίπου
δύο χρόνια ἀργότερα, ἀτάραχη, στὰ μέσα του Ἰουλίου. Σὲ μέρα, ὅπου
τίποτα τὸ ἀσυνήθιστο δὲν θὰ ἔχει συμβεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου