|
|
ΓΕΝΝΗΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ δεκαετία τοῦ εἰκοστοῦ
αἰώνα, ἡ Μίνα δὲν εἶχε χρόνο, οὔτε νὰ γνωρίσει σχολεῖο οὔτε νὰ βιώσει
κανένα ἀπὸ τὰ μεγάλα ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν.
Παιδούλα
ἀκόμη, πρὶν τὴ Μικρασία, ἐπιχείρησαν νὰ τὴν δώσουν γιὰ δουλάκι σὲ
μιὰ μικροαστικὴ οἰκογένεια τοῦ Πειραιᾶ, ὅπως ἦταν τὸ συνήθειο γιὰ
τὶς πολυμελεῖς φτωχὲς οἰκογένειες τῶν νησιῶν μὲ πολλὲς θυγατέρες.
Τὴν ἔφερε
μὲ ἕνα καΐκι ὁ μεγάλος καὶ μοναδικὸς ἀδελφός της ἀπὸ τὶς Σπέτσες, ἀφηγοῦνταν
ἀργότερα, καὶ τὴν παράδωσε στὴν Πειραιώτικη οἰκογένεια.
Μόλις
τὴν παράτησε ἐκεῖ ἀνακουφισμένος, ξένη ἀνάμεσα σὲ ξένους, ἄρχισε
νὰ κλαίει σπαρακτικά, ποῦ εἶσαι μάνα νὰ φωνάζει, καὶ δὲν σταμάτησε τὸ
κλάμα ὁλόκληρα μερόνυχτα. Στὴν ἀρχή, τὴν ἔπιασαν μὲ τὸ καλό, τῆς εἶπαν
θὰ περνάει καλύτερα ἐδῶ ἀπὸ τὸ νησί της, θὰ τρώει κανονικά, θὰ ντύνεται
κι ὅταν θὰ μεγάλωνε, θὰ τῆς ἔβρισκαν ἕνα καλὸ παλληκάρι νὰ παντρευτεῖ.
Μετὰ τὴν φοβέρισαν, τῆς εἶπαν θὰ τὴν πετάξουν στὸ δρόμο μόνη κι ἔρημη,
λίγο ἀκόμη καὶ θ’ ἄρχιζαν νὰ τὴν ξυλοφορτώνουν. Τίποτε αὐτή. Νὰ
κλαίει ὑστερικά. Εἶδαν κι ἀποεῖδαν οἱ ἄνθρωποι, ἔστειλαν μήνυμα
στὶς Σπέτσες, νὰ ἔλθουν νὰ τὴν πάρουν πίσω.
Σταμάτησε νὰ κλαίει μόνο ὅταν ξαναεῖδε τὸν ἀδελφό της, ἕνα μήνα μετά, νὰ χτυπάει τὸ ρόπτρο τῆς ἐξώπορτας καὶ νὰ τὴν παίρνει μαζὶ μὲ τὸ μπογαλάκι της. Πίσω στὶς Σπέτσες!
Ἔγινε
ἡ Μικρασία, μετανάστευσε ὁ ἀδελφὸς στὴν Ἀμερική, νὰ τὰ φέρει βόλτα
ἡ οἰκογένεια, νὰ προικιστοῦν οἱ πέντε ἀδελφὲς ποὺ τοῦ ἔλαχαν καί, τὸ
κυριότερο, νὰ βρεῖ γαμπροὺς νὰ τὶς παντρέψει.
Βρῆκε
καὶ γιὰ τὴ Μίνα τὸν Μιχάλη. Λυγερόκορμο παλικάρι, νησιώτης, ἀπὸ τὴ
Σύμη, ναυτικὸς στὰ βαπόρια, παντρεύτηκαν καὶ μετακόμισαν σὲ μιὰ κάμαρα
στὸν Πειραιά. Σὲ λίγες μέρες ὁ Μιχάλης μπαρκάρει, ἀφήνοντας ἔγκυο
τὴ Μίνα.
Λίγο
πρίν, λίγο μετὰ τὴ γέννα, τῆς ἦλθε μήνυμα, ἀρρώστησε ὁ Μιχάλης στὸ
βαπόρι καὶ πέθανε, τὸν ἔθαψαν στὴν Ἀμερική. Πόσα βράδια εἶχαν κοιμηθεῖ
μαζί; Τέσσερα; Πέντε; Οὔτε τὰ χαρακτηριστικά του δὲν ἔχει συγκρατήσει
καλὰ-καλά. Γεννιέται τὸ παιδί, κορίτσι, καὶ σὲ λίγες μέρες πεθαίνει
κι αὐτό. Χωρὶς ὄνομα.
Ἔκτοτε
ἡ Μίνα παραδέχτηκε τὸ ἀμετάκλητο τῶν γεγονότων. Μιὰ ζωὴ πένθος.
Τουλάχιστον, ἀφοῦ παντρεύτηκαν ὅλες οἱ ἄλλες ἀδελφὲς κι ἔκαναν μεγάλες
οἰκογένειες, ὑπῆρχε πάντα ὁ ἀδελφὸς ποὺ ἔμεινε γεροντοπαλίκαρο
ἐξαιτίας της, γιὰ νὰ τὴν φροντίζει, νὰ τὴν προστατεύει καὶ νὰ τῆς ἐξασφαλίσει
ἕνα σπίτι γιὰ νὰ μένουν.
Ἐκεῖ
ξαναβρῆκε ἀργότερα τὴ φωνή της. Μποροῦσε πιὰ νὰ τραγουδάει μόνη μὲ
τὴ γάργαρη φωνὴ της τὸν «Καπετὰν-Ἀντρέα Ζέπο» καὶ τὴν «Μπρατσέρα», καθαρίζοντας
ὅλη τὴν ὥρα καὶ μετὰ μανίας τὸ σπιτικὸ καὶ τὰ μουτζούρικα ροῦχα τῆς
δουλειᾶς τοῦ ἀδελφοῦ. Τὶς ὧρες τῆς σχόλης, καθισμένη στὴν αὐλὴ τοῦ Πειραιώτικου
σπιτιοῦ, στὴ σκιὰ τῆς πελώριας λεμονιᾶς ποὺ κάλυπτε μέχρι καὶ τὰ κεραμίδια,
ἔβαζε νὰ τὶς διαβάζουν τὶς κοινωνικὲς εἰδήσεις ἀπὸ τὸ νησί της σὲ
τοπικὰ περιοδικὰ ποὺ λάβαινε ἀνελλιπῶς, νὰ ἀναγνωρίζει ἐκεῖ μέσα
παλιὲς φωτογραφίες συμπατριωτῶν καὶ συνοικιῶν τοῦ τόπου της, νὰ
διηγεῖται ἱστορίες γιὰ τὶς νεράιδες τῶν πηγαδιῶν τοῦ νησιοῦ ποὺ παραφυλᾶνε
νὰ ξελογιάσουν τοὺς ἄντρες, ὅταν ξεμένουν ἐκτὸς σπιτιοῦ τὰ βράδια, νὰ
διαβάζει τὰ ἄστρα καὶ τοὺς καιρούς, νὰ ὑπολογίζει τοὺς μῆνες καὶ τὰ
δίσεκτα χρόνια, νὰ ἱστορεῖ τὸν Τάσο καὶ τὴν Παγώνα σὲ κεντήματα καὶ
σὲ κουρτινάκια παραθύρων.
Μὲ τὸν
καιρό, ἡ Μίνα ἀποδέχτηκε τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια τοῦ ἄντρα-συζύγου
καὶ τὸν ἀντικατέστησε μὲ τὸν ἄντρα-ἀδελφό, μὲ τὸν ὁποῖο ζήσανε μαζὶ
μέχρι θανάτου. Εὐνουχισμένοι καὶ οἱ δύο, γκρινιάζοντας συνεχῶς μεταξύ
τους γιὰ τὸ παραμικρό, ὡς σύζυγοι σὲ χωριστὰ κρεβάτια. Ἐκείνη στὴν
καμαρούλα της, δίπλα στὴν κουζίνα, μιὰ παραγκούλα στὴν αὐλὴ κι ἐκεῖνος
στὸ δωμάτιό του. Τὰ ὑπόλοιπα δωμάτια, γιὰ νοίκιασμα, γιὰ ἕνα πενιχρὸ
πρόσθετο εἰσόδημα στὶς πενιχρὲς ἀπολαβὲς τοῦ μαουνιέρη ἀδελφοῦ,
καὶ κανένας νοικάρης νὰ μὴν στεριώνει. Μιὰ ζωὴ ὅμως μαζί, σχεδὸν ἕνας
αἰώνας, μέχρι καὶ τὴ δεκαετία τοῦ ’80.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου