Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Νατάσα Κεσμέτη : Ἀ­να­γνω­στι­κή Δι­α­με­σο­λά­βη­ση

 




ΕΙΤΕ ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΙ ἀ­πο­ρη­μέ­να εἴ­τε μᾶς ρω­τοῦν εὐ­θέ­ως: Για­τί τή λέ­τε ἔ­τσι; Τί ἐν­νο­εῖ­τε; Το­ύς ἐ­ξη­γοῦ­με, καί μᾶλ­λον μᾶς περ­νᾶ­νε γιά μι­σό­τρελ­λους, ἐ­κτός κι ἄν ἀ­νή­κουν σ' αὐ­το­ύς πού ἔ­χουν πα­ρό­μοι­α σχέ­ση μέ τίς ἀ­να­γνώ­σεις, το­ύς ἥ­ρω­ες τῶν βι­βλί­ων ἤ κά­ποι­α ἀ­πό τά πε­ρι­γρα­φό­με­να ἐ­κεῖ πράγ­μα­τα.

        Ἀ­να­φέ­ρο­μαι σέ μι­άν ἐ­ρώ­τη­ση πού κα­τ' ἐ­πα­νά­λη­ψη μᾶς ἔ­χουν κά­μει γνω­στοί ἤ φί­λοι, ἄν ἡ πε­ρί­στα­ση ἤ ὁ λό­γος τό ἔ­χει φέ­ρει στίς λάμ­πες θυ­έλ­λης ὁ­πό­τε μᾶς ἀ­κοῦ­νε νά λέ­με π.χ. Ποῦ εἶ­ναι ἡ Νόμιμη; Νά κρε­μά­σου­με μιά Νόμιμη!, Μήν ξε­χά­σου­με νά βά­λου­με στή βάρ­κα τή Νόμιμη... Ἡ ὀ­νο­μα­σί­α σχε­τί­ζε­ται μέ τό σχε­τι­κό δι­ή­γη­μα γνω­στοῦ συγ­γρα­φέ­ως, ὅ­που πρω­τα­γω­νι­στεῖ μιά λάμ­πα θυ­έλ­λης, τήν ὁ­πο­ί­α τό­σο ἔ­χου­με οἰ­κει­ω­θεῖ ὡς Νόμιμη, ὥ­στε νά ὀ­νο­μά­ζου­με ἔ­τσι κά­θε ἄλ­λο πα­ρό­μοι­ο φα­νό !

        Ὑ­πο­θέ­τω πώς ἕ­να δά­νει­ο, ὅ­πως τό πα­ρα­πά­νω γιά τόν κό­σμο τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας ἀ­πό τόν κό­σμο τῆς ἀ­νά­γνω­σης λο­γο­τε­χνι­κῶν βι­βλί­ων, δέν εἶ­ναι κά­τι και­νο­φα­νές οὔ­τε συμ­βα­ί­νει μό­νο στήν οἰ­κο­γέ­νειά μας. Ὅ­πως ἐ­πί­σης ὑ­πο­θέ­τω πώς ἡ ὀ­νο­μα­το­δο­σί­α αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους ση­μα­το­δο­τεῖ (ἄν δέν συ­νι­στᾶ) τήν ὕ­παρ­ξη γνω­ρι­μί­ας καί φι­λί­ας, σέ ἀμ­φί­δρο­μη λει­τουρ­γί­α, ἀ­νά­με­σα στο­ύς δυό κό­σμους.

       

Ἐ­κεῖ­νο πού δέν φαν­τα­ζό­μου­να ὥς πο­λύ πρό­σφα­τα, εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἀ­να­γνω­στι­κή γνω­ρι­μί­α μπο­ρεῖ νά λει­τουρ­γεῖ κα­τά τρό­πο ἀ­κα­ρια­ῖο σέ μιά πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­νη στιγμή. Ἐ­ξη­γοῦ­μαι ἀ­μέ­σως:

        Στό σπί­τι τῆς ποι­ή­τριας Α.Σ. δέν εἶ­χε τύ­χει νά μπῶ σέ δω­μά­τιο ὅ­που βρί­σκε­ται μιά ἐ­ξαι­ρε­τι­κή τρί­πτυ­χη φω­το­γρα­φί­α. Πρό­κει­ται γιά μιά πό­ζα ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη ἡ ἴ­δια, σέ τρεῖς δι­α­φο­ρε­τι­κές ἡ­λι­κια­κά ἐ­πο­χές, πέν­τε φι­λη­νά­δων. Στήν πρώ­τη οἱ εἰ­κο­νι­ζό­με­νες εἶ­ναι κο­πε­λοῦ­δες, στή δε­ύ­τε­ρη ἔ­χουν φτά­σει πε­ρί­που στή μέ­ση ἡ­λι­κί­α καί στήν τρί­τη βρί­σκον­ται πιά στό γῆ­ρας.

        Μόλις τήν ἀν­τί­κρυ­σα, ἡ φω­το­γρα­φί­α κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά μέ μα­γνή­τι­σε καί γιά ἀρ­κε­τή ὥ­ρα προ­σπα­θοῦ­σα νά ἐν­το­πί­σω ποιά νά εἶ­ναι ἡ μη­τέ­ρα τῆς φί­λης μου πού εἶ­χε ἤ­δη ἀ­πέλ­θει τοῦ κό­σμου, ὅ­ταν ἐ­μεῖς γνω­ρι­στή­κα­με. Ἡ Α.Σ. στό με­τα­ξύ γύ­ρι­σε στό δω­μά­τιο καί ξαφ­νι­κά μέ ρώ­τη­σε ἄν ἀ­να­γνω­ρί­ζω ὄ­χι τή μη­τέ­ρα της, ἀλ­λά τή θεί­α της Περ­σε­φό­νη.

        – Αὐ­τή, ἀ­πάν­τη­σα χω­ρίς τόν πα­ρα­μι­κρό δι­σταγμό καί ἔ­δει­ξα μι­άν ἀ­πό τίς εἰ­κο­νι­ζό­με­νες.

        Ἡ φί­λη μου μέ κο­ί­τα­ξε ἐμ­βρόν­τη­τη:

        – Κα­λά πῶς τή βρῆ­κες ἀ­μέ­σως; μέ ρώ­τη­σε.

        – Ἀ­πό τό πο­ί­η­μά σου καί ὅ­σα ἔ­χεις γρά­ψει γι αὐ­τήν, ἀ­πάν­τη­σα αὐ­θόρ­μη­τα, μέ μιά φυ­σι­κό­τη­τα πού τήν ξάφ­νια­σε ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο καί μᾶλ­λον τήν ἔ­κα­νε νά προ­σθέ­σει ὅ­τι αἰ­σθά­νε­ται συγ­κλο­νι­σμέ­νη.

        – Δέν θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι κα­μιά ἄλ­λη ! – αὐ­τό ἔ­νι­ω­σα, εἶ­πα ἐ­ξα­κο­λου­θών­τας νά τά βρί­σκω ὅ­λα φυ­σι­κά καί ἐ­ξαι­ρε­τι­κά οἰ­κεῖ­α.

        Μόνον ὅ­ταν ἔ­φυ­γα ἄρ­χι­σα νά σκέ­πτο­μαι τό πε­ρί­ερ­γο τοῦ πράγ­μα­τος: πῶς ἀ­νά­με­σα σέ δε­κα­πέν­τε παν­τε­λῶς ἄ­γνω­στές μου μορ­φές μό­νο μί­α ξε­χώ­ρι­σε ἀ­μέ­σως στά μά­τια μου ὡς ἡ θε­ί­α Περ­σε­φό­νη – πού βέ­βαι­α οὔ­τε δι­κή μου συγ­γε­νής ἦ­ταν οὔ­τε τή συ­νάν­τη­σα πο­τέ. Ἀ­νέ­τρε­ξα λοι­πόν στά γρα­φό­με­να τῆς Α.Σ. τά ὁ­πο­ῖ­α εἶ­χα ἀ­να­γνώ­σει πρίν ἀρ­κε­τό και­ρό, καί γιά νά εἶ­μαι εἰ­λι­κρι­νής τά εἶ­χα μι­σο­ξε­χα­σμέ­να, γιά νά ἀ­να­κα­λύ­ψω πρός δι­κή μου, αὐ­τή τή φο­ρά, κα­τά­πλη­ξη πώς που­θε­νά δέν πε­ρι­γρά­φε­ται οὔ­τε ἡ κορ­μο­στα­σιά οὔ­τε τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ προ­σώ­που τῆς Περ­σε­φό­νης! Στή φω­το­γρα­φί­α εἶ­ναι με­γα­λό­σχη­μη, ἐ­πι­βλη­τι­κή καί ἡ μορφή της ξε­χει­λί­ζει ζωή.

        Τώρα αἰ­σθά­νο­μαι πώς νο­μι­μο­ποι­οῦ­μαι νά δι­α­με­σο­λα­βή­σω, κα­τά τό ρό­λο πού ἀ­να­λαμ­βά­νουν εἴ­τε τό θέ­λουν εἴ­τε ὄ­χι οἱ ἀ­να­γνώ­σεις, τά κε­ί­με­να καί τά βι­βλί­α, ἀ­νά­με­σα στήν φω­το­γρα­φί­α της καί στήν Α.Σ. γιά νά σᾶς τήν γνω­ρί­σω:

        Ἡ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­νη θε­ί­α Φώνη, τό­σο θα­λε­ρή, δρα­στή­ρια, ἀ­ει­κί­νη­τη – τή θυ­μᾶ­μαι νά δι­δά­σκει μέ τίς ὧ­ρες πι­ά­νο δί­χως ἀ­μοι­βή σ' ὅ­λα τά γει­το­νό­που­λα, στά παι­διά ἀ­κό­μα καί τῶν πιό μα­κρι­νῶν συγ­γε­νῶν, στά κα­τη­χη­τό­που­λα, καί του­λά­χι­στον μιά φο­ρά τήν ἑ­βδο­μά­δα νά πη­γα­ί­νει στό γη­ρο­κο­μεῖ­ο καί μέ τίς νο­σταλ­γι­κές νό­τες της νά ξε­ση­κώ­νει το­ύς γέ­ρους μέ ξε­χα­σμέ­να βάλς.

        Ἦ­ταν τό­σο δη­μο­φι­λής καί γνω­στή στό Ἄ­στρο τῆς Κυ­νου­ρί­ας (ἀ­π' ὅ­που ἡ κα­τα­γω­γή μας) πού ὅ­ταν κά­ποι­ος ἤ­θε­λε νά συ­στη­θεῖ, πλά­ι στ' ­ὄ­νο­μά του σάν ἀ­ξί­ω­μα προ­σέ­θε­τε: Τάδε...τά­δε.., συγ­γε­νής Φώνη .

                    Καί λί­γο πα­ρα­κά­τω:

                    Σάν τ' ὄ­νο­μά της

                    μι­σό στόν Ἅ­δη

                    καί τ' ἄλ­λο στέ­ρε­ο στή γῆ

                    χω­ρί­στη­κε στά δύ­ο

                    Ἡ μιά πλευ­ρά πα­ρα­δο­μέ­νη

                    κι­ό­λας στή λη­σμο­νιά,

                    ἡ ἄλ­λη μι­σή τήν δι­α­ψε­ύ­δει....

                    ..............................................................

        Ἐ­λά­χι­στες πα­ρά­γρα­φοι καί ἕ­να πο­ί­η­μα στά­θη­καν ἀρ­κε­τά γιά νά μοῦ τή φα­νε­ρώ­σουν σέ μιά στιγμή καί, θά τολ­μοῦ­σα πιά νά πῶ, ἀρ­κε­τά γιά νά μοῦ τή συ­στή­σουν ὡς μιά με­τα­θα­νά­τια φί­λη μου .

        Ἡ ἀ­νά­γνω­ση εἶ­ναι τό­πος προ­βλε­πτῶν ἀλ­λά πρω­τί­στως ἀ­πρό­βλε­πτων συ­ναν­τή­σε­ων καί γνω­ρι­μι­ῶν μέ­σα στό γνω­στό χρό­νο καί πέ­ρα... στόν ἄ­γνω­στο.

        Πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, ἡ Α.Σ. λέ­ει πώς ἡ Περ­σε­φό­νη ἦ­ταν ὁ μό­νος ἄν­θρω­πος πού γνώ­ρι­σε χω­ρίς κα­νέ­να φό­βο θα­νά­του. Κι ἀ­κό­μα πώς ὥς τό τέ­λος της πε­ρί­με­νε μέ με­γά­λη χα­ρά τό βρά­δυ, για­τί τό­τε ἐρ­χό­ταν ἡ ὁ­ρι­σμέ­νη της ὥ­ρα γιά νά προ­σευ­χη­θεῖ.

Τήν πα­ρα­κα­λῶ τώ­ρα νά εὔ­χε­ται καί γιά μᾶς. Πρέ­πει νά μέ ἀ­κο­ύ­σει, ἡ φί­λη μου. Κι ἐ­γώ θά ἀ­νά­ψω στό ὄ­νο­μά της, νά λάμ­πει, τή Νόμιμη.

6/3/2003


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μὲ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταία της βι­βλί­α: Ἐξόριστες φωνές. Στοχασμοὶ καὶ ἱστορίες 2006-2012 καὶ IVA. Ἔ­σοπ­τρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης, Ἁρμός, 2017.

Εἰ­κό­να: Μα­ται­ό­της. Νε­κρὴ φύ­ση μὲ Βι­βλί­α, Χει­ρό­γρα­φα καὶ Κρα­νί­ο (1663). Ἔρ­γο τοῦ Ὀλ­λαν­δοῦ ζω­γρά­φου Evert Collier per. 1640-1708).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου