|
|
Στὸν γιό μου Ἀντρέα
ΔΕΚΑΕΤΙΑ τοῦ 1970, μετὰ τὴ Χούντα, στὴ Σκήτη
τῶν Δανιηλαίων στὸ Ἅγιον Ὅρος. Γλυκὸ ἀπόγευμα Αὐγούστου μετὰ τὸν ἑσπερινό.
Παρακολουθοῦσα τὸν ἡγούμενο, τὸν γέροντα Μόδεστο πού, σπρώχνοντας ἕνα
ἀναπηρικὸ καροτσάκι, πήγαινε βόλτα τὸν πατέρα Νήφωνα, ὁ ὁποῖος
εἶχε πάθει συμφόρηση. Παρότι ἡ Σκήτη εἶναι ψηλὰ καὶ ἕνα χαϊδευτικὸ
ἀεράκι δρόσιζε κάπως τὸ πρόσωπό μου, ἡ ζέστη εἶναι ἀκόμα βασανιστική.
Ὁ γέροντας ὁδήγησε τὸ καροτσάκι στὴ σκιὰ μιᾶς δασύφυλλης μουριᾶς. Ὁ
Νήφων εἶχε γερμένο τὸ κεφάλι του πλάγια, κάθιδρος, μὲ τὰ σάλια του νὰ
τρέχουν, τὸ βλέμμα ἀπλανές, σὰν νὰ κοίταζε τὸ ἐπουράνιο ἄπειρο. Ὁ γέροντας
ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του μιὰ βρεμένη μικρὴ πετσέτα, τὸν σκούπισε εὐλαβικά,
τὸν καθάρισε. Ὕστερα ἔσκυψε καὶ φίλησε τὸ μέτωπο τοῦ Νήφωνα κι ἄρχισε
νὰ τοῦ μιλάει. Ἀπὸ περιέργεια πλησίασα στὴ μουριὰ ν’ ἀκούσω. Στάθηκα
λίγο ἀπόμακρα, ὁ γέροντας τσέβδιζε, τὸ μόνο ποὺ ἔπιασα ἦταν ἕνα
«Συγχώρα με, ἀδελφέ μου...»
Τὴ Σκήτη αὐτὴ ἵδρυσε τὸ 1881 ὁ γέρων Δανιὴλ Κατουνακιώτης. Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Εἶχε παραγιὸ τὸν πατέρα Γερόντιο ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλί. Ὅταν κοιμήθηκε τὸ 1929, ἡγούμενος ἔγινε ὁ Γερόντιος. Ἀπέκτησε δύο ὑποτακτικούς: Τὸν ἱερομόναχο πατέρα Νήφωνα, Κρητικὸ ἀπὸ τὰ Χανιά, καὶ τὸν πατέρα Μόδεστο ἀπὸ τὴν Ἀττάλεια, Μικρασιάτη. Καὶ οἱ δύο πῆγαν ἔφηβοι στὴ Σκήτη, ὅπου ὁ Γερόντιος τοὺς δίδαξε τὴν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας βυζαντινῶν εἰκόνων. Ἑπτὰ χρόνια μεγαλύτερος ἦταν στὴν ἡλικία ὁ Νήφωνας ἀπὸ τὸν Μόδεστο καὶ —ὅπως ἔλεγαν— πιὸ μορφωμένος. Ὁ μόνος ποὺ στὴν ἁγιογραφία χρησιμοποιοῦσε λάδια κι ὄχι αὐγοτέμπερες. Ταπεινὸς ὁ Μόδεστος, χαμηλόφωνος καὶ ὀλίγον τσεβδός, γι’ αὐτὸ τὸ διακόνημά του ἦταν μάγειρας στὴν κουζίνα. Ἀργότερα στὴ συνοδεία προστέθηκαν καὶ τέσσερις νέοι ἀπὸ τὸ Παγγαῖο τῆς Καβάλας, παιδιὰ ἀκόμα πές, οἱ πατέρες Δανιήλ, Ἀκάκιος καὶ Γρηγόριος μὲ τὸν ἐν ζωῇ μικρὸ ἀδελφό του Στέφανο. Ἐξελίχτηκαν σὲ σπουδαίους ἁγιογράφους καὶ ψαλτάδες· φημισμένοι σ’ ὅλη τὴ μοναστικὴ κοινότητα καὶ ἐκτὸς αὐτῆς. Ἔτσι μεγάλωσε ἡ Σκήτη τῶν Δανιηλαίων, μακρουλὴ ὡς κτήριο, μὲ τὸ καθολικὸ στὴ μέση νὰ τὴ χωρίζει στὰ δύο, καὶ τὸ ἐργαστήριο ἁγιογραφίας τους, ποὺ ἔβλεπε ἀπὸ ψηλὰ τὸ Αἰγαῖο, εἶναι ἴσως τὸ ὡραιότερο ἀτελιὲ ζωγραφικῆς ποὺ ἔχω δεῖ.
Τὸ 1973, ποὺ ἐκοιμήθη ὁ γέρων Γερόντιος, ὅλοι πίστευαν ὅτι θὰ ἔχριζε
ἡγούμενο τὸν Νήφωνα, ἀλλὰ ἐκεῖνος προτίμησε τὸν Μόδεστο. Ὁ Νήφων ἔπνιξε
τὴ λύπη ἐντός του, μὰ ἕνα βαρὺ ἐγκεφαλικὸ τὸν ἄφησε ἀνάπηρο σὲ ἀφασία.
Ὁ ἡγούμενος πλέον Μόδεστος παρέδωσε τὴν διαχείριση τῆς Σκήτης στὸν
πατέρα Γρηγόριο καί, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψει τὸ διακόνημά του στὴν
κουζίνα, ἀφοσιώθηκε στὸν Νήφωνα· τὸν ἔπλενε, τὸν καθάριζε, τὸν τάϊζε,
τοῦ διάβαζε Πηδάλιο, τὸν Μικρὸ Εὐεργετινό, βιογραφίες ἁγίων καὶ
συγγράμματα πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἐνῶ, φαντάζομαι, δὲν ἤξερε ἂν
ὁ Νήφωνας τὸν ἄκουε ἤ καταλάβαινε. Προσευχόταν πάντως ν’ ἀκούει καὶ
νὰ καταλαβαίνει – μᾶλλον τὸ πίστευε. Καὶ κάθε μέρα, πρωῒ κι ἀπόγευμα,
ὅταν ὁ καιρὸς ἦταν καλός, τὸν ἔβαζε στὸ ἀναπηρικὸ καροτσάκι καὶ τὸν
σεργιανοῦσε στὸ μοναστήρι. Τὸν πήγαινε στὴ σκιὰ ἑνὸς μεγάλου δέντρου,
μουριὰ θαρρῶ πὼς ἦταν, κι ἄλλοτε κάτω ἀπὸ τὴ σκιερὴ πέργουλα τῆς κληματαριᾶς
τοῦ κήπου. Καλοκαίρι ἦταν καὶ κάθε τόσο τοῦ σκούπιζε τὸν ἵδρωτα μ’ ἕνα
λευκὸ προσόψι. Ὕστερα, ὅταν δροσιζόταν ὁ ἄρρωστος, τοῦ ψιθύριζε
πάντα κάτι στ’ αὐτί, σιγὰ κι εὐλαβικά, καὶ τὸν πήγαινε πάλι στὸ κελί
του. Ἀναρωτιόμουν τί νὰ τοῦ ἔλεγε ἄραγε. Κάποτε ἡ περιέργεια ὑπερνίκησε
τὸν δισταγμό μου κι ἀθόρυβα στάθηκα πίσω του ν’ ἀκούσω. «Εὐλόγησον»,
τοῦ ἔλεγε, μόνο αὐτό, πολλὲς ὅμως φορές. Δὲν ἦταν ὁ συνηθισμένος
χαιρετισμὸς ποὺ ἀκοῦμε ὅλοι στὸ 'Ἅγιον Ὅρος, «εὐλόγησον» ὁ ἕνας, «ὁ
Κύριος», ὁ ἄλλος. Αὐτὸ τὸ «εὐλόγησον» τοῦ γέροντα ἦταν κάτι πιὸ βαθὺ·
ἔβγαινε ἀπὸ τὰ σπλάχνα του. Αὐτὸ κράτησε μέχρι τὸ 1977 ποὺ ὁ Νήφωνας ἐκοιμήθη
κι ὁ ἡγούμενος ἀφοσιώθηκε ἀποκλειστικὰ στὴν κουζίνα του μέχρι τὸ
2001, ὅταν κι αὐτὸς ἀναπαύτηκε.
Γιατὶ τὰ θυμήθηκα ὅλα αὐτὰ ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια; Ἴσως γιατὶ ὁ Βασίλης
με παρότρυνε νὰ γράψω καὶ μιὰ ἱστορία-μπονζάϊ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος.
«Γράψε», μοῦ εἶπε, «καὶ μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες, τὶς Γιορτές, θέλω νὰ κάνω ἕνα ὀκτασέλιδο.
Ἐσὺ ἔχεις γυρίσει ὅλο τὸ Ἅγιον Ὅρος κι ὁ δεσμός σου μὲ τοὺς Δανιηλαίους ὑπῆρξε
μακρόχρονος.» «Σωστά», ἀπάντησα, «γιατί ἀγαπῶ τὴ θρησκευτική μας
παράδοση, ἀλλὰ πιστὸς σὰν ἐσένα δὲν ἤμουν ποτέ». «Θὰ βρεῖς ἐσύ», ἐπέμενε,
«τὸν τρόπο».
Ἔτσι ἀπὸ τὸ πηγάδι τῆς μνήμης ἀναδύθηκε τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἀπὸ
τὴ Σκήτη τῶν Δανιηλαίων. Αὐτὴ ἡ «εἰκόνα» τῶν δύο γερόντων, κι ὄχι
μιὰ μικρὴ ἱστορία, ποὺ συνηθίσαμε νὰ τὴν ἀποκαλοῦμε «μπονζάϊ», ὡς
μιὰ ἀκόμα ἐπιρροή, ὄχι ὅπως εἴθισται ἀπὸ τὴν Εὐρώπη ἢ τὴν Ἀμερική,
ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴ μακρινὴ Ἰαπωνία. Κοιτάζοντας προσεκτικὰ τὴν
«εἰκόνα», συνειδητοποίησα τώρα στὰ γεράματα, ὅτι ἡ συμπεριφορὰ
τοῦ ἡγούμενου δὲν ὀφείλονταν σὲ τύψεις —τί ἔφταιγε αὐτὸς γιὰ τὴν ἐπιλογὴ
τοῦ γέροντά τους;— ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ «εὐλόγησον» ἦταν ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης
τοῦ γέροντα Μόδεστου, σὲ συνδυασμὸ μὲ μίαν ἄκρα ταπείνωση. Καὶ σκέφτηκα:
μήπως αὐτὸ εἶχε διαισθανθεῖ ὁ γέρων Γερόντιος καὶ λίγο πρὶν πεθάνει
ἔκανε τὴν ἐπιλογή του; Φίλησα τὴν εἰκόνα καί, πρὶν τὴν ἐναποθέσω
ξανὰ στὸ εἰκονοστάσι τῆς μνήμης, τὴν ἁγιογράφησα μὲ τὸν μόνο τρόπο
ποὺ ἐγὼ ἔχω μάθει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου