|
|
ΣΕ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ τοῦ σύμπαντος, πολὺ μακριὰ
ἀπὸ ἐδῶ, ζοῦσε κάποτε ἕνα ἥσυχο ἀστέρι ποὺ κινοῦνταν ἥσυχα στὸ βάθος
τῆς ἀβύσσου, τριγυρισμένο ἀπὸ ἕνα πλῆθος ἥσυχων πλανητῶν γιὰ τοὺς ὁποίους
δὲν ἔχουμε τίποτα νὰ ποῦμε. Τὸ ἀστέρι αὐτὸ ἦταν πολὺ μεγάλο καὶ ζεστό,
τὸ βάρος του τεράστιο – κι ἐδῶ ἀρχίζουν οἱ δυσκολίες μας ὡς ἀφηγητές.
Γράψαμε «πολὺ μακριά», «μεγάλο», «ζεστό», «τεράστιο»: ἡ Αὐστραλία εἶναι
πολὺ μακριά, ἕνας ἐλέφαντας εἶναι μεγάλος κι ἕνα σπίτι ἀκόμη μεγαλύτερο,
σήμερα τὸ πρωὶ ἔκανα ἕνα ζεστὸ μπάνιο, τὸ Ἔβερεστ εἶναι τεράστιο.
Φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι κάτι στὸ λεξικό μας δὲν λειτουργεῖ.
Πραγματικά, ἂν εἶναι νὰ γράψουμε αὐτὸ τὸ διήγημα θὰ χρειαστοῦμε τὸ θάρρος νὰ σβήσουμε ὅλα τα ἐπίθετα ποὺ ἔχουν τὴν τάση νὰ δημιουργοῦν σαστιμάρα – θὰ προξενοῦσαν τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα, δηλαδὴ θὰ ὑποβάθμιζαν τὴν ἀφήγηση.
Γιὰ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὰ ἀστέρια ἡ γλώσσα μας εἶναι ἀνεπαρκὴς καὶ γιὰ γέλια, εἶναι σὰν νὰ θέλουμε νὰ ὀργώσουμε τὴ γῆ μὲ ἕνα φτερό. Πρόκειται γιὰ μιὰ γλώσσα ποὺ γεννήθηκε μαζί μας, κατάλληλη νὰ περιγράφει, πάνω-κάτω, ἀντικείμενα μὲ μέγεθος καὶ διάρκεια ὅσο κι ἐμεῖς· στὰ δικά μας μέτρα, ἀνθρώπινη. Δὲν πάει πιὸ πέρα ἀπὸ ὅσα μᾶς λένε οἱ αἰσθήσεις μας. Μέχρι καὶ διακόσια, τριακόσια χρόνια πρὶν μικρὸ ἦταν τὸ ἄκαρι τῆς ψώρας. Δὲν ὑπῆρχε τίποτα πιὸ μικρό, καὶ γιὰ αὐτό, δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἐπίθετο γιὰ νὰ τὸ περιγράψει. Μεγάλα, ἀπὸ τὴν ἄλλη —τὸ ἴδιο μεγάλα— ἦταν ἡ θάλασσα καὶ ὁ οὐρανός, ζεστὴ ἦταν ἡ φωτιά. Μόλις τὸ 1700 δημιουργήθηκε ἡ ἀνάγκη νὰ εἰσάγουμε στὴν καθημερινή μας γλώσσα ἕναν ὄρο κατάλληλο νὰ μετράει ‘’πολυ”-άριθμα ἀντικείμενα καὶ μὲ λίγη φαντασία ἐπινοήθηκε τὸ ἑκατομμύριο. Λίγο ἀργότερα, μὲ ἀκόμη λιγότερη φαντασία, ἐπινοήθηκε τὸ δισεκατομμύριο, χωρὶς κὰν νὰ μποῦμε στὸν κόπο νὰ ὁρίσουμε τὴν ἀκριβὴ του ἔννοια, ἔτσι ποὺ ὁ ὅρος ἔχει σήμερα διαφορετικὲς ἀξίες σὲ διάφορες χῶρες.
Οὔτε μὲ τὸν ὑπερθετικὸ βαθμὸ κάνουμε μεγάλη πρόοδο – πόσες φορὲς
ψηλότερος ἀπὸ ἕνα ψηλὸ πύργο εἶναι ἕνας πολὺ ψηλὸς πύργος; Οὔτε
μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε στὴν βοήθεια “μεταμφιεσμένων” ὑπερθετικῶν
ὅπως «τεράστιος, κολοσσιαῖος, ἐκπληκτικός». Γιὰ νὰ διηγηθοῦμε τὰ
πράγματα ποὺ θέλουμε νὰ διηγηθοῦμε ἐδῶ, τὰ ἐπίθετα αὐτὰ εἶναι ἀπελπιστικὰ
ἀκατάλληλα, γιατὶ τὸ ἀστέρι μὲ τὸ ὁποῖο ξεκινήσαμε ἦταν δέκα φορὲς
πιὸ μεγάλο ἀπὸ τὸν δικό μας Ἥλιο, καὶ ὁ Ἥλιος εἶναι «πολλὲς» φορὲς πιὸ
μεγάλος καὶ πιὸ βαρὺς ἀπὸ τὴ Γῆ μας, ἔτσι ποὺ τελικά τὸ μέγεθός του ὑπερβαίνει
τόσο πολύ τὰ δικά μας μέτρα ποὺ μποροῦμε νὰ τὸν παραστήσουμε μόνο μὲ
μιὰ βεβιασμένη προσπάθεια τῆς φαντασίας. Ὑπάρχει βέβαια ἡ γλώσσα
τῶν ἀριθμῶν —κομψὴ καὶ λεπτή— οἱ πίνακες τῶν δυνάμεων τοῦ δέκα, ἀλλὰ
τότε δὲν θὰ ἀφηγούμασταν αὐτὴν τὴν ἱστορία μὲ τὸ τρόπο ποὺ ἡ ἴδια θέλει
νὰ τὸ κάνει: σὰν ἕνα παραμύθι, δηλαδή, ποὺ θὰ ξυπνοῦσε ἀπόηχους καὶ
ποὺ μέσα της ὁ καθένας μας θὰ ἀναγνώριζε ἀλήθειες γιὰ τὸν ἑαυτό του
καὶ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Αὐτὸ τὸ ἥσυχο ἀστέρι, λοιπόν, δὲν πρέπει νὰ ἦταν καὶ τόσο ἥσυχο. Ἴσως
νὰ ἦταν ὑπερβολικὰ μεγάλο – στὴν μακρινὴ πρώτη πράξη, τότε ποὺ δημιουργήθηκαν
τὰ πάντα, τοῦ εἶχε τύχει μιὰ βαριὰ κληρονομιά. Ἴσως πάλι νὰ εἶχε στὴν
καρδιά του μιὰ δυσλειτουργία ἢ μιὰ μόλυνση ὅπως συμβαίνει σὲ μερικοὺς
ἀπὸ ἐμᾶς. Εἶναι συνηθισμένο μεταξύ τῶν ἀστεριῶν νὰ καῖνε ἥσυχα τὸ
ὑδρογόνο ἀπὸ τὸ ὁποῖο φτιάχτηκαν δωρίζοντας γενναιόδωρα ἐνέργεια
στὸ κενό, μέχρι ποὺ μετατρέπονται σὲ ἕνα ἀξιοπρεπὲς ὑπόλειμμα καὶ
τελειώνουν τὴν καριέρα τους ὡς ταπεινοὶ λευκοὶ νάνοι. Τὸ ὑπὸ συζήτηση
ἀστέρι, ὡστόσο, ὅταν πέρασαν μερικὰ δισεκατομμύρια χρόνια ἀπὸ τὴ
γέννησή του καὶ τὴ γέννηση τῶν συντρόφων του, ἄρχισε ν’ ἀραιώνει. Δὲν
ἦταν ἱκανοποιημένο μὲ τὴ μοίρα του κι ἔγινε νευρικό, ἀνήσυχο, ἀεικίνητο·
σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ἡ ἀνησυχία του αὐτὴ ἔγινε ὁρατὴ σὲ μᾶς, τοὺς
“πολὺ” μακρινοὺς καὶ συνάμα ἐγκλωβισμένους σὲ μιὰ “πολὺ” σύντομη ζωή.
Τὴν ἀνησυχία αὐτὴ τὴν ἀντιλήφθηκαν οἱ Ἄραβες καὶ οἱ Κινέζοι ἀστρονόμοι
– ὄχι οἱ Εὐρωπαῖοι. Οἱ Εὐρωπαῖοι ἐκείνων τῶν καιρῶν (δύσκολοι καιροί)
ἦσαν τόσο πεπεισμένοι ὅτι τὸ στερέωμα ἦταν ἀμετάβλητο —βασίλειο
καὶ ὑπόδειγμα τῆς μὴ μεταβλητότητας— ποὺ τὸ θεωροῦσαν μάταιο καὶ
βλάσφημο νὰ προσπαθοῦν νὰ καταλάβουν τὶς ἀλλαγές του· ἐξ ὁρισμοῦ δὲν
μποροῦσαν νὰ ὑπάρχουν. Ὅμως ἕνας Ἄραβας παρατηρητής, ὁπλισμένος
μόνον μὲ τὴν καλή του ὅραση, μὲ ὑπομονὴ καὶ μὲ ἀγάπη νὰ γνωρίσει τὰ
δημιουργήματα τοῦ θεοῦ κατάλαβε ὅτι ἐκεῖνο τὸ ἀστέρι, ποὺ τὸ εἶχε
ἀγαπήσει μὲ τὸν καιρό, δὲν ἦταν ἀκίνητο. Τὸ εἶχε προσέξει πρὶν τριάντα
χρόνια κι εἶχε παρατηρήσει ὅτι ἡ φωτεινότητά του κυμαινόταν ἀνάμεσα
στὰ μεγέθη τέσσερα καὶ ἕξι, ἀπὸ τοὺς ἕξι βαθμοὺς φωτεινότητας ἑνὸς
ἀστεριοῦ ποὺ εἶχαν καθοριστεῖ, πολλοὺς αἰῶνες πρίν, ἀπὸ ἕναν Ἕλληνα,
ὅμοια φιλόπονο ὅσο ὁ Ἄραβας, ποὺ πίστευε ὅτι τὸ νὰ κοιτᾶς τὰ ἀστέρια
εἶναι ἕνας δρόμος ποὺ σὲ πηγαίνει μακριά. Ὁ Ἄραβας αἰσθανόταν κάπως
ὅπως καὶ τὸ ἀστέρι του. Ἤθελε νὰ τοῦ ἐπιβάλλει τὸ δικό του σημάδι καὶ
στὶς σημειώσεις του τὸ εἶχε ὀνομάσει ἡ Al-Ludra, ποὺ στὴ διάλεκτό του
σημαίνει ἡ «Ἰδιότροπη». Ἡ Al-Ludra ταλαντευόταν ἀλλὰ ὄχι μὲ κανονικότητα,
ὄχι ὅπως ἕνα ἐκκρεμές, ἀλλὰ σὰν κάποιον ποὺ εἶναι μπερδεμένος ἀνάμεσα
σὲ δυὸ ἐπιλογές. Ὁλοκλήρωνε τὸν κύκλο της ἄλλοτε σὲ ἕνα χρόνο, ἄλλοτε
σὲ δύο, ἄλλοτε σὲ πέντε καὶ – ὄχι πάντα – στὸ λιγόστεμά της σταματοῦσε
στὴν φωτεινότητα μεγέθους 6 ποὺ εἶναι καὶ ἡ τελευταία ὁρατὴ μὲ γυμνὸ
μάτι – μὲ ἄλλα λόγια μερικὲς φορὲς ἐξαφανιζόταν ἐντελῶς. Ὁ ὑπομονετικὸς
Ἄραβας μέτρησε ἑπτὰ κύκλους πρὶν πεθάνει. Ἡ ζωή του ἦταν μακρόχρονη,
μὰ ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου εἶναι θλιβερὰ σύντομη σὲ σύγκριση μὲ κείνη ἑνὸς
ἀστεριοῦ, ἀκόμη κι ἂν αὐτὸ συμπεριφέρεται ἔτσι ὥστε νὰ δημιουργεῖ
ὑποψίες σχετικὰ μὲ τὴν αἰωνιότητά του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἄραβα,
ἡ Al-Ludra, ἂν καὶ εἶχε πιὰ ὄνομα, δὲν τραβοῦσε πλέον τὸ ἐνδιαφέρον,
γιατί τὰ εὐμετάβλητα ἀστέρια εἶναι πολλὰ κι ἐπειδή, ἀπὸ τὸ 1750, εἶχε
μετατραπεῖ σὲ ἕνα σημαδάκι μόλις ὁρατὸ καὶ μὲ τὰ καλύτερα τηλεσκόπια
τῆς ἐποχῆς. Μὰ τὸ 1950 (καὶ τὸ μήνυμα ἔφτασε μόλις τώρα) ἡ ἀρρώστια,
ποὺ πρέπει νὰ τὴν ἔτρωγε ἀπὸ μέσα, ἔφτασε σὲ ἕνα κρίσιμο σημεῖο, κι
ἐδῶ, γιὰ δεύτερη φορά, μπαίνει σὲ κρίση καὶ ἡ ἀφήγηση – τώρα δὲν εἶναι
μόνο τὰ ἐπίθετα ποὺ ἀποτυγχάνουν, μὰ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα. Δὲν γνωρίζουμε
ἀκόμη πολλὰ γιὰ τὴν ἀκανόνιστη νεκρανάσταση τῶν ἀστεριῶν. Γνωρίζουμε
ὅτι, ὄχι τόσο σπάνια, κάτι γίνεται στὸν ἀτομικὸ μηχανισμὸ μέσα
στοὺς πυρῆνες τῶν ἀστεριῶν καὶ ὅτι τότε τὰ ἀστέρια ἐκρήγνυνται, ὄχι
πλέον στὴν κλίμακα τῶν ἑκατομμυρίων καὶ δισεκατομμυρίων χρόνων, ἀλλὰ
στὴν κλίμακα τῶν ὡρῶν καὶ τῶν λεπτῶν. Ὅμως καταλαβαίνουμε κατὰ προσέγγιση
μόνο τὸ πῶς, ὄχι τὸ γιατί. Ἄς εἴμαστε, λοιπόν, εὐχαριστημένοι μὲ τὸ πῶς.
Ὁ παρατηρητής, ποὺ γιὰ κακή του τύχη, θὰ βρισκόταν στὶς 19 Ὀκτωβρίου
ἐκείνου τοῦ χρόνου —στὶς 10 ἡ ὥρα, μὲ τὰ δικά μας ρολόγια— πάνω σε ἕναν
ἀπὸ τοὺς πλανῆτες τῆς Al-Ludra, θὰ ἔβλεπε “μπροστὰ στὰ μάτια του”, ὅπως
λένε, τὸν ζωοδότη ἥλιο νὰ φουσκώνει, ὄχι λίγο μὰ “πολύ”, καὶ δὲν θὰ ἦταν
παρὼν γιὰ πολὺ ὥρα μπροστά σὲ αὐτὸ τὸ θέαμα. Σὲ ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας
θὰ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ ψάξει μάταια νὰ βρεῖ καταφύγιο γιὰ νὰ προφυλαχτεῖ
ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορη θερμότητα. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσουμε
ἀνεξάρτητα ἀπὸ κάθε ὑπόθεση σχετικὰ μὲ τὸ μέγεθος καὶ τὴ μορφὴ ἐκείνου
τοῦ παρατηρητῆ, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι αὐτός, ὅπως κι ἐμεῖς, θὰ ἦταν
φτιαγμένος ἀπὸ μόρια καὶ ἄτομα. Μέσα σὲ μισὴ ὥρα ἡ μαρτυρία του, ὅπως
κι οἱ μαρτυρίες τῶν συντρόφων του, θὰ ἔφταναν στὸ τέλος. Γιὰ αὐτὸ τὸ
λόγο, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουμε αὐτὴ τὴν περιγραφὴ πρέπει νὰ βασιστοῦμε
πάνω στὶς μαρτυρίες τῶν γήινων ἐργαλείων: σύμφωνα μὲ αὐτὰ τὸ συμβὰν
ἔγινε, μέσα στὸν ἐγγενή του τρόμο, μὲ “πολὺ” ἐξασθενημένο τρόπο,
κι ἐπιπλέον, καθυστέρησε ἐξαιτίας τοῦ μακρινοῦ του ταξιδιοῦ μέσα
στὴν ἄβυσσο τοῦ φωτὸς ποὺ τελικά μᾶς ἔφερε τὸ νέο.
Ὕστερα ἀπὸ μιὰ ὥρα, οἱ θάλασσες καὶ οἱ πάγοι (ἂν ὑπῆρχαν) τοῦ ὄχι πλέον
πιὸ ἥσυχου πλανήτη, ἄρχισαν νὰ βράζουν· ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ὧρες ὅλοι
του οἱ βράχοι ἔλιωσαν καὶ τὰ βουνὰ του κατέρρευσαν σχηματίζοντας πεδιάδες
λάβας· ὕστερα ἀπὸ δέκα ὁλόκληρος ὁ πλανήτης εἶχε μετατραπεῖ σὲ ἀτμό,
μαζὶ μὲ ὅλα τὰ κομψὰ καὶ λεπτά του δημιουργήματα ποὺ ἕνα συνονθύλευμα
τύχης καὶ ἀναγκαιότητας εἶχαν δημιουργήσει ἐκεῖ μέσω τῆς δοκιμασίας
δοκιμῆς καὶ σφάλματος· καὶ μαζὶ μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς ποιητὲς καὶ τοὺς
σοφοὺς ποὺ ἴσως εἶχαν μελετήσει τὸν οὐρανὸ κι εἶχαν ἀναρωτηθεῖ σὲ
τί χρησίμευαν ὅλες αὐτὲς οἱ φωτίτσες χωρὶς νὰ πάρουν ποτὲ μίαν ἀπάντηση.
Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀπάντηση.
Ὕστερα ἀπὸ μιὰ μέρα ὅμοια μὲ τὶς δικές μας, ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ἀστεριοῦ
εἶχε φτάσει μέχρι τὴν τροχιὰ τῶν πιὸ μακρινῶν πλανητῶν του, κατακλύζοντας
τὸν οὐρανὸ καὶ σκορπίζοντας πρὸς κάθε κατεύθυνση —μαζὶ μὲ τὰ συντρίμμια
τῆς ἠρεμίας του— κύματα ἐνέργειας καὶ τὴν εἴδηση τῆς μεταμόρφωσης
καὶ τῆς καταστροφῆς του.
Ὁ Ραμὸν Ἐσκοχίντα ἦταν τριάντα τεσσάρων χρόνων καὶ εἶχε δυὸ ἀξιαγάπητα
παιδιά. Μὲ τὴ σύζυγό του εἶχε μιὰ σχέση περίπλοκη καὶ τεταμένη. Ἐκεῖνος
ἦταν Περουβιανὸς κι ἐκείνη Αὐστριακῆς καταγωγῆς, ἐκεῖνος ἦταν μοναχικός,
μετριόφρων καὶ τεμπέλης, ἐκείνη φιλόδοξη κι ἀγαποῦσε τὴν κοινωνικὴ
ζωή. Ἀλλὰ τί κοινωνικὴ ζωὴ μπορεῖς νὰ ὀνειρεύεσαι ἂν κατοικεῖς σὲ ἕνα
παρατηρητήριο σὲ ὑψόμετρο χιλίων ἐννιακοσίων μέτρων, μιὰ ὥρα μὲ
τὸ ἀεροπλάνο ἀπὸ τὴν κοντινότερη πόλη καὶ τέσσερα χιλιόμετρα ἀπὸ
ἕνα χωριὸ ἰνδιάνων, γεμάτο σκόνη τὸ καλοκαίρι καὶ πάγο τὸ χειμώνα;
Ἡ Τζούντιθ ἀγαποῦσε καὶ μισοῦσε τὸ σύζυγό της, ἀνάλογα μὲ τὴ μέρα –
μερικὲς φορὲς καὶ τὰ δυὸ μαζί. Μισοῦσε τὴ σοφία του καὶ τὴ συλλογὴ
κοχυλιῶν του, ἀγαποῦσε τὸν πατέρα τῶν παιδιῶν της καὶ τὸν ἄνδρα ποὺ
βρισκόταν τὰ πρωινὰ κάτω ἀπὸ τὰ σκεπάσματα.
Εἶχαν καταλήξει σὲ μιὰ εὔθραυστη συμφωνία γιὰ ἐξόδους τὰ σαββατοκύριακα.
Μιὰ παρασκευὴ ἀπόγευμα προετοιμάζονταν μὲ θορυβώδη χαρὰ γιὰ τὴν ἐκδρομὴ
τῆς ἑπόμενης μέρας. Ἡ Τζούντιθ καὶ τὰ παιδιὰ ἀσχολοῦνταν μὲ τὶς προμήθειες.
Ὁ Ραμὸν ἀνέβηκε στὸ παρατηρητήριο γιὰ νὰ προετοιμάσει τὶς βραδινὲς
φωτογραφικὲς πλάκες. Τὸ πρωὶ ξεφορτώθηκε μὲ δυσκολία τὰ παιδιὰ ποὺ
τὸν κατέκλυζαν μὲ χαρούμενες ἐρωτήσεις. Πόσο μακριὰ ἦταν ἡ λίμνη;
Θὰ ἦταν ἀκόμη παγωμένη; Θὰ θυμόταν νὰ πάρει τὴν φουσκωτὴ βάρκα; Πῆγε
στὸ σκοτεινὸ θάλαμο νὰ ἐμφανίσει τὴν πλάκα· τὴν στέγνωσε καὶ τὴν τοποθέτησε
μαζὶ μὲ μιὰ παρόμοια πλάκα ποὺ τὴν εἶχε ἐμφανίσει ἑπτὰ μέρες νωρίτερα.
Τὶς ἐξέτασε καὶ τὶς δυὸ κάτω ἀπὸ τὸ μικροσκόπιο. Ὅλα καλά. Ἦταν ὅμοιες,
μποροῦσε νὰ φύγει ἥσυχος. Ἀλλὰ κάποια στιγμὴ εἶχε ἕναν ἐνδοιασμό.
Κοίταξε καλύτερα καὶ ἀντιλήφθηκε ὅτι ὑπῆρχε κάτι καινούργιο – ὄχι
τίποτα σημαντικό· ἕνα σημαδάκι ποὺ μόλις διακρινόταν, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε
στὴν παλιὰ πλάκα. Ὅταν συμβαίνουν τέτοια πράγματα ἐνενῆντα ἐννέα
στὰ ἑκατὸ πρόκειται γιὰ ἕναν κόκκο σκόνης —κανεὶς δὲν δουλεύει σὲ ἀποστειρωμένο
περιβάλλον— ἢ γιὰ ἕνα μικρὸ ἐλάττωμα τοῦ γαλακτώματος ποὺ χρησιμοποιεῖται
γιὰ τὴν ἐμφάνιση τῆς φωτογραφίας. Ὅμως ὑπάρχει ἐπίσης μιὰ ἐλάχιστη
πιθανότητα νὰ πρόκειται γιὰ ἕναν καινοφανὴ ἀστέρα καὶ χρειάζεται
νὰ κάνεις μιὰ ἀναφορὰ πρὸς ἐπιβεβαίωση. Ἀντίο ἐκδρομή, θὰ ἔπρεπε
νὰ ἐπαναλάβει τὴ φωτογράφιση τὶς δυὸ ἑπόμενες μέρες. Τί θὰ ἔλεγε
στὴν Τζούντιθ καὶ τὰ παιδιά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου