Την έκθεση του Κωστή Τριανταφύλλου (Γκαλερί Roma, οδός Ρώμα 5, 5 Μαρτίου με 5 Απριλίου) «Ο κόκκινος τρελός του Ονειροδρόμιου και άλλα έργα της περιόδου 1968-1975» προλογίζει ο Θανάσης Μουτσόπουλος :
Η πρόσφατη
γερμανική ταινία Werk Ohne Autor (ελληνικός τίτλος: Μη Χαμηλώνεις το Βλέμμα) μας
παρουσιάζει τη μετάβαση του ζωγράφου Hans Richter από τον
Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό στην Αφαίρεση κι από εκεί σε μια ζωγραφική μεταγραφή της
φωτογραφίας. Είναι κοινός τόπος στη μεταπολεμική ιστορία της τέχνης ο
διαχωρισμός μεταξύ αναπαραστατικων και αφαιρετικών ζωγράφων. Είναι επίσης
γνωστό πως αυτός ο διαχωρισμός αντανακλούσε και μια γεωγραφική διαίρεση του
Ψυχρού Πολέμου. Γνωρίζουμε την «ενηλικίωση» των πρώτων γενεών της αφαιρετικής
ζωγραφικής από την αναπαράσταση στην ανεικονικότητα (με περιπτώσεις όπως ο Jackson Pollock ή οι εγχώριοι Βλάσης Κανιάρης και Νίκος Κεσσανλής) και
έχει πάντα ενδιαφέρον το σοκ που φαίνεται να διαπερνάει αυτή τη μετάβαση. Η
περίπτωση του Κωστή είναι αρκετά διαφορετική και μορφολογικά αλλά και
ιδεολογικά. Αν παρακολουθήσει κανείς την καλλιτεχνική πορεία του Κωστή
Τριανταφύλλου από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως σήμερα θα έρθει αντιμέτωπος,
έχω την εντύπωση, με μερικές από τις πιο ριζοσπαστικές αλλαγές πορείας στα
χρονικά αυτής της χώρας. Η δεκαετία του ’60 αποτελεί για τον Κωστή κυρίως μια
ενασχόληση με την ποίηση και τη θεωρία, ενώ ταυτόχρονα θα εμπλακεί με το αναδυόμενο
ελλαδικό underground και την Αυτονομία.
Το Ονειροδρόμιο
και το Τέλος της Underground περιόδου
Ο Κωστής Τριανταφύλλου είναι, αναμφισβήτητα, ο
διανοούμενος της γενιάς του underground, όπως παρατηρεί και ο Τέος Ρόμβος. «Αυτά τα καλλιγραφικά
πραγματοποιημένα ή σχεδιασμένα πρόσωπα δεν κοιτάνε, περιμένουν», γράφει για τη
δουλειά του ο Pierre Restany. «Είναι βουβά σαν την επιθυμία. Είναι η ενέργεια αυτού που
τα κοιτάζει που τους ξαναδίνει ζωή, μια ζωή που δεν υπάρχει ολοκληρωτικά παρά
μέσα στο βλέμμα του άλλου».[1] Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο Κωστής
Τριανταφύλλου θα αναπτύξει μια πολυδιάστατη δράση σε μια σειρά από
καλλιτεχνικές περιοχές, από τους σχεδιαστικούς πειραματισμούς ως την ποίηση, την
αρθρογραφία, την έκδοση περιοδικών, τη διοργάνωση εκδηλώσεων. Ιδρυτής και
εκδότης του πολύ επιδραστικού περιοδικού Λωτός (στην πρώτη του φάση), στη
συνέχεια θα εμπλακεί στην όλο και πιο άμεση υποστήριξη ενός εναλλακτικού δρόμου,
δηλαδή του underground. Magnumopus αυτής της τρελής εποχής για τον Κωστή Τριανταφύλλου θα
είναι η έκδοση Ονειροδρόμιο[2] (σχεδιασμένο την περίοδο 1970-4). O καλλιτέχνης
συνήθως δίνει δευτερεύουσα βαρύτητα στις εκθέσεις σε σχέση με τη μηχανική
αναπαραγωγή, που τον φέρνει σε επαφή με ένα διαφορετικό κοινό, παρόλα αυτά
παρουσιάζει τα σχέδια του βιβλίου στο Πολυπλάνο του Νίκου Παπαδάκη. Τα σχέδια και η ζωγραφική του Κωστή αυτής της εποχής
αναμιγνύουν σε ένα απίστευτα δημιουργικό σύνολο έργων στοιχεία από την πιο
ακραία σεξουαλική ελευθεριότητα και την κοινωνική κριτική. Φυσικά επίμονο στοιχείο που διαπερνάει όλη τη δουλειά του
(αλλά και τα κολλάζ που θα κάνει αργότερα στη δεκαετία του ’80) ένα χιούμορ
σαρκαστικό κι ελευθεριακό, ένας χλευασμός για την εξουσία και τις συμβάσεις
κάθε είδους, την αστική ζωή, την πολιτική και στρατιωτική εξουσία, την
αμερικανική επιρροή στη ζωή της χώρας.[3] «Ένα σημείωμα
τσάκα-τσάκα γαμώ την κοινωνία σας (Όποιος επαγγελματίας τα διαβάσει, σαν
επαγγελματίας ή όποιος κριτικός τα κρίνει να ξέρει πως γράφω κι αυτούς και τη
δύναμή τους εις τους εξαίσιους όρχεις μου)», γράφει κάπου. Σημεία
των καιρών. Αλλού δείχνει κυνισμό και σαρκασμό για το «επαναστατικό» κλίμα των
ημερών του: «Παιδιά, επιτέλους έχουμε 40.000 λίρες, θα κτίσουμε το επαναστατικό
κόμμα».[4]
Η έκδοση Ονειροδρόμιο
θα εκδοθεί το 1977 και στο τέλος της ίδιας χρονιάς τα σχέδια που
περιλαμβάνονται στις σελίδες θα εκτεθούν στη γκαλερί Πολύπλανο του Νίκου
Παπαδάκι. Τα σχέδια αυτά είχαν πραγματοποιηθεί κατά το διάστημα 1968-1975 και, ως
εκ τούτου, ο Κωστής ήταν πλέον σε διαφορετική φάση της καλλιτεχνικής του
αναζήτησης. Ο ίδιος γράφει αργότερα γι’ αυτό: «Στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, τέλος
της δεκαετίας του ’60, τότε που έκανα
αυτά τα σχέδια στα πλαίσια της διεθνούς κοινωνικής κατάστασης, το ίδιο το
σύστημα δηλαδή, αλλά και της τοπικής πολιτικής κατάστασης, τη στρατιωτική
δικτατορία σαν ένα παρακλάδι αυτού του συστήματος, οι δημιουργίες μου είχαν να κάνουν όσο με την
συνειδητοποίηση των συνθηκών τόσο και με την επικοινωνία. Έτσι λοιπόν τόσο
η σχέση μου με την επαναστατική θεώρηση
των πραγμάτων όσο και η προσπάθεια για άμεση επικοινωνία με τους συνανθρώπους
μου με τους οποίους ήθελα να συνομιλήσω,
να συμπορευτώ, να συνδημιουργήσω και να έρθουνε σε επαφή με τις σκέψεις μου και
τις εικαστικές προτάσεις μου… Ο άνθρωπος στην καθημερινή του περιπέτεια ανάμεσα σε μια
πόλη ασφυκτική και σε καταπιεστικές συνθήκες διαβίωσης έχει δικαίωμα στο όνειρο.
Μια ερωτική ονειροδιαδρομή που
αμφισβητεί και κοροϊδεύει τις κατεστημένες αξίες.
Εκείνη την περίοδο ακόμη και τα
περιοδικά μικρής κυκλοφορίας κρεμόντουσαν έξω από τα περίπτερα και ο περαστικός
τα συναντούσε στο δρόμο του μαζί με τις βασικές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας.
Τα εξώφυλλα με τον τρελό μου σχολίαζαν και θέτανε ένα εικαστικό γεγονός δίπλα
από τις κατεστημένες εφημερίδες. Πολλά από αυτά τα σχέδια ενσωματώθηκαν στο Ονειροδρόμιο. Ο “παράλληλος”
ευρωπαϊκός τύπος ακόμη και δυο δεκαετίες μετά χρησιμοποίησε σχέδια αυτού του
βιβλίου. Η δεύτερη έκδοσή του έγινε στο διαδίκτυο και υπάρχει ακόμη και βέβαια
διαδραστική και εμπλουτισμένη. Η δε τρίτη έκδοση είναι αυτή που κυκλοφόρησε το 2019
στη πόλη του Αγίου Πέτρου, στη Ρωσία σε
επιμέλεια του Павел Заруцкий. Η γκρίζα πραγματικότητα εκείνης της
εποχής ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την τότε εξουθενωτική καθημερινότητα, οι
άνθρωποι καθημερινά περιθωριοποιόντουσαν, υπήρχαν οι νεκροί της δικτατορίας, οι
φυλακισμένοι , οι βασανισμένοι, οι εξορισμένοι , οι τρελαμένοι, αυτοί που
χάσανε τον εαυτό τους, που σταμάτησαν να είναι … Υπήρξαν αυτοί που αντιστάθηκαν. Υπήρξαν
καλλιτέχνες, ποιητές, μουσικοί, δράσεις συλλογικές καλλιτεχνών [...] Το σχέδιο του Ονειροδρόμιου, αυτό το λευκό
σχέδιο ή το περιγραμματικό ή με
καμένο από το φως το περιεχόμενό του, το
δισδιάστατο χωρίς φωτοσκιάσεις - ήτανε
μια γραφή ολοκληρωμένη για μια μεγάλη
περίοδο. Από έφηβος έως και τα μέσα της δεκαετίας του ‘ 70. Όσο προσχέδια τόσο
και καταγραφή σκέψεων. Σαν βάση για κάθε ζωγραφικό ή γλυπτικό έργο, αλλά και
σαν αυτοσκοπό σαν να είναι το τελικό έργο. Πιστεύω πως τα σχέδια αυτά λειτουργούν αυτόνομα και η αυθυπαρξία του ενισχύεται όταν χρησιμοποιήσω την ιδέα που εμπεριέχουν για να γίνει κάποιο άλλο έργο. Έγινε
αφαίρεση του χρώματος ή αποτυπώθηκε
τυχαία και δημιουργικά η παρουσία εκείνη που κεντρίζει το ενδιαφέρον και βέβαια
χωρίς προσχέδιο. Μπορούμε
ασπρόμαυρα έργα να τα διαβάσουμε πολύχρωμα; Η χρήση του μαυρόασπρου
γίνεται έτσι που το χρώμα να εκδιωχθεί από τα μάτια μας και να
εστιάσουμε στους μαυρόασπρους όγκους
καλύτερα ή για να καθηλωθούμε στην έννοια που θέλει να περάσει το ίδιο το έργο ;»
Το 2004 ο Νάνος Βαλαωρίτης γράφει ένα
ποίημα αφιερωμένο στο Ονειροδρόμιο και στον Κωστή:
Το Ονειροδρόμιο
Το Ονειροδρόμιο
Στο αιχμηρό διψασμένο θέρος
που θερίζει
του Κωστή
κι όπου παραθερίζει χαράζοντας άξονες
στον καθαρό αέρα ενός πρωινού
όταν φαινόταν ακόμα η Ανδρομέδα
με γυμνό μάτι.
Τώρα που μόνο με τηλεσκόπιο φαίνεται
ας του ευχηθούμε καλή γειτονιά και εύγε
τρισάξιε Κωστή!
Η Ανδρομέδα σίγουρα μας πλησιάζει
με ταχύτητα 8 χιλιομέτρων το
δευτερόλεπτο,
να μας καταβροχθίσει.
Σε λίγο θα γεμίσει ολόκληρος ο ουρανός
με τ' άστρα της καπάκι...
Από δεξιά του Πολικού Αστέρος και της
διψασμένης ΄Άρκτου.
‘Όλα αυτά στο Ονειροδρόμιο του Κωστή,
στον εκθαμβωτικό ουρανό της Ακροστιχίδας
Ανδρομέδας
και του δικού μας Γαλαξία – όταν
ένας αλχημικός γάμος
θα λάβει χώραν με ανθρωπόγριφους
έτοιμους να φάνε ο ένας τον άλλον με
κανιβαλική – καρναβαλική όρεξη και
«γλωσσική» διάθεση κυριολεκτικά.
O Τρελός του Τρελού
Κωστή
Ο «τρελός» – πρωταγωνιστής και Leitmotiv σε πολλά έργα
του Κωστή αυτής της περιόδου θα αποτελέσει για τα ελληνικά 70s, ό,τι η Κραυγή
του Munch για το νορβηγικό fin-de-siècle : ένα απελπισμένο ξέσπασμα όταν τα πράγματα δεν πάνε άλλο. O ίδιος σημειώνει: “Πως λοιπόν «θα απελευθερώσουμε» την τρέλα από τις
ιδεολογικές ασθένειες; Εδώ θεώρησα την τρέλα σαν την
εκρηκτική δημιουργική εκείνη δύναμη που δεν σταματάει μπροστά σε τίποτα – ούτε
καν στις ιδεοληψίες και τα ιδεολογήματα! Κάθε λογικός φορέας παρωπίδων κάπου
σταματάει. Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρει τίποτα για το τι γίνεται πέρα από τις
παρωπίδες του…”
Ο Τρελός του Κωστή δεν είναι ένας ψυχικά ασθενής, αλλά
ένας Ουτοπιστής/Επαναστάτης που αρνείται να συμβιβαστεί με τον Κομφορμισμό της
περιρρέουσας κατάστασης. Στο μανιφέστο της φουτουριστικής ζωγραφικής γράφει: “…..είναι
τιμή μας να μας θεωρούν τρελούς.” «Είναι έργα που με άλλα λόγια δεν είναι
προκατασκευασμένα, αλλά αναπηδούν χωρίς υπολογισμό άλλο, παρά αυτόν που τους
ωθεί το πάθος της επιθυμίας», γράφει ο Νάνος Βαλαωρίτης σχετικά με την
οραματική τέχνη. «Τα έργα αυτά πάνε σε όλες τις κατευθύνσεις κι αφορούν όλες
τις αισθήσεις και τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλέσουν. Έτσι τα έργα της
οραματικής τέχνης, όπου μετέχουν λίγοι αποκλειστικά, δεν απεικονίζουν αλλά
ανακαλύπτουν ένα χώρο όπου ορισμένοι προτιμούν να κατοικούνε χωρίς κανόνες ή
μέτρα και σταθμά, ή συγκεκριμένα θέματα, αλλά με μια εμφάνιση που τα
εγκαθιδρύει εκεί που βρίσκονται ως απόλυτες κι αποκλειστικές
παρουσίες, που κυμαίνονται συνεχώς ανάμεσα στο πραγματικό και το μη πραγματικό,
επεκτείνοντας έτσι και πλουτίζοντας την εμπειρία της ζωής μας».[5]Η άρνηση των κατεστημένων μορφών της τέχνης και η
αντικατάστασή τους από το άγριο σχέδιο-σκίτσο (αντί της ζωγραφικής-γλυπτικής) θα
χαρακτηρίσει τα έργα του Κωστή της δεκαετίας του ’70. Κυρίαρχος
σ' αυτά
τα έργα, ο Τρελός. Και μαζί με αυτά έρχεται η ποίηση και όλη η κουλτούρα
του Dada και των Καταστασιακών. Αργότερα το προϋπάρχον υλικό (ready
made) θα πάρει τον κύριο ρόλο στα mediassemblages της επόμενης δεκαετίας. Στα μέσα των ‘80s προχωράει σε
σταδιακή κατάργηση των υλικών μορφών. Εισάγει το στοιχείο του «Κεραυνού». Οι τεχνολογίες
ως η νέα ουτοπία, το τυχαίο...
Κάνοντας μια
ανασκόπηση σήμερα, τα χρόνια στο Παρίσι πρέπει να ήταν εξαιρετικά σημαντικά. Η
σχέση του με τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Pierre Restany έπαιξαν ίσως έναν
καίριο ρόλο. Η μετεξέλιξή του από underground καλλιτέχνη και
ποιητή στη στρατοκρατούμενη Αθήνα σε έναν Ευρωπαίο τεχνολογικό εικαστικό με
παρεμβάσεις στα θεσμικά πολιτισμικά πράγματα της Γαλλίας και μείζονες
εκθεσιακές παρουσίες θα είναι η κυριότερη εικόνα των μεγάλων αλλαγών στο έργο
του. Από τότε ο Κωστής συμμετέχει στις εξελίξεις, παρακολουθεί, καταγράφει και
δημιουργεί μια νέου τύπου τέχνη...
Είναι περίεργο
πως ένας καλλιτέχνης, ως προσωπικότητα, μπορεί να μοιάζει πολύ διαφορετικός από
την εικόνα του έργου του. Η δουλειά του Κωστή της δεκαετίας του ’70 είναι από
τα πιο «βάρβαρα», «άγρια», «ωμά» έργα αμφισβήτησης που παράχθηκαν επί ελλαδικού
εδάφους. Τα έργα του, του ’80 (μέχρι το ’86 περίπου) κρατάνε τον σαρκασμό και
τον μπολιάζουν με μια πανδαισία χρωμάτων και σχημάτων παρμένων από τα media και την
καταναλωτική εικονογραφία. Και μετά η περίοδος του Κεραυνού... Ένας ευρωπαίος
καλλιτέχνης, πλέον, που συνομιλεί με τις μεγάλες καλλιτεχνικές ουτοπίες του 20ου
αιώνα, τον Φουτουρισμό βεβαίως, τους μεγάλους «τεχνολογικούς» καλλιτέχνες του ’60
και (αργότερα) με νεότερους βιο-καλλιτέχνες. Σε καμία από τις παραπάνω περσόνες
δεν μου κολλάει ο άνθρωπος-Κωστής: ούτε σε αυτή του νεο-άγριου, ούτε σ’ αυτή
του μισάνθρωπου «επιστήμονα-καλλιτέχνη». Ο ίδιος θα μπορούσε να είναι το
αρχέτυπο του εικαστικού-διανοούμενου: γράφει ποίηση, γράφει γενικά, διαβάζει
πολύ, εκδίδει έντυπα ή συμμετέχει σε ομάδες έκδοσης, παραμένει βαθιά πολιτικό
άτομο με συνεχή συμμετοχή στις τρέχουσες εξελίξεις. Ίσως η περσόνα που επιλέγει
ο ίδιος για το (στο) έργο του, αυτή του Τρελού, να είναι η καταλληλότερη.
Ούτε άγριος, ούτε διανοούμενος, απλά Τρελός και ακαταχώρητος...
Ο ίδιος γράφει: «Ο τρελός βρήκε το
χρώμα του στο κόκκινο. Παράλληλα λοιπόν με τα “άσπρα σχέδια” υπήρξανε έγχρωμοι
πίνακες όπως και αποτυπώσεις με σπρέι του κόκκινου τρελού σε δρόμους. Σημείωσα
στο Παρίσι το 1975 το εξής:… που και που ο τρελός επανέρχεται, τον έχω κάπου
μέσα μου, φύλακας άγγελος, κάτω απ΄ το πετσί μου ή όταν πλένω το πρόσωπό μου
φεύγει ένας τρελός, σαν όνειρο στον νεροχύτη ή ένας τρελός μετά από την
προσέγγιση με το θείο – δηλαδή νυκτερινός
οργιακός διαμελισμός …
επανέρχεται σαν φάντασμα … επανέρχεται σαν αίσθηση ενάντια … και βέβαια φτάνει εικαστικά η τρύπα μέσα στο κεφάλι του,
πηγάδι να χαθώ, μάτι για να δω ή σύννεφο
να φύγω να πετάξω …»
Η Μετάβαση στην
Αφαίρεση
Όπως γράφαμε
παραπάνω, η έκδοση Ονειροδρόμιο περιλαμβάνει σχέδια της περιόδου 1968-1975,
θα εκδοθεί όμως το 1977 και στο τέλος της ίδιας χρονιάς ο Κωστής θα εκθέσει τα
έργα αυτά στη γκαλερί Πολυπλάνο. Ήδη για
τον καλλιτέχνη η δουλειά αυτή είναι πια πίσω του αφού αυτός έχει αφήσει το
σχέδιο και, ακόμη, την περσόνα του Τρελού και έχει περάσει στην Αφαίρεση. Η
αγριότητα των έργων ανακαλεί ακόμη τα άγρια χρόνια του underground όμως η φόρμα
είναι πλέον απόλυτα ανεικονική. Το «εξεγερσιακό» κόκκινο θα συνεχίσει να
πρωταγωνιστεί στα έργα, τα οποία φτιάχνονται συχνά με σειρές επιστρώσεων και
κολάζ, και μαζί του τα μωβ και τα σκούρα μπλε. Σε κάποια ο «ψυχεδελικός»
χαρακτήρας των έργων των προηγούμενων χρόνων διατηρείται, σε άλλα προμηνύεται η
αλλαγή πορείας των επόμενων χρόνων. Πρόκειται για μια από τις πιο συνολικές και
απόλυτες αλλαγές φόρμας και πορείας στη μεταπολεμική ιστορία της τέχνης αλλά
πολύ γρήγορα ο Κωστής θα μας ξαναθυμίσει ότι η προσκόλληση σε συγκεκριμένα στιλ
δεν είναι κάτι που τον ενδιαφέρει. Μερικά χρόνια μετά την αφαιρετική του φάση, και
ίσως μέσα από τη ζύμωση της χρήσης του κολάζ αυτά τα χρόνια, θα εκθέσει τα
περίφημα Mediassemblages του, μια κριτική
της καταναλωτικής κοινωνίας που, εκείνα τα χρόνια του ’80, βρίσκεται στο
απώγειο της στην Ελλάδα. Γράφει ο ίδιος: «Ποια ήτανε η δύναμη της εικόνας και
μέσα από ποια μέσα υπήρχε; Ο έντυπος τύπος ήταν η κύρια πηγή και
φυσικά τα βιβλία με εικόνες. Η τηλεόραση μόλις που ξεκινάει και τηλεοράσεις ελάχιστες
έχουνε πουληθεί. Στην κινούμενη εικόνα αλλά και στην ποιότητα της οπτικής
προσέγγισης ο κινηματογράφος παίζει καταλυτικό ρόλο. Αυτά που συμβαίναν στις
αίθουσες τέχνης δεν βγαίνανε έξω από
αυτές και το περιορισμένο τους κοινό ήταν απληροφόρητο. Και όταν μιλάμε
για εικαστικά σε μια χώρα, φυσικά ενδιαφερόμαστε γι’ αυτό που συνέβη σαν οπτική
κι εννοιολογική παρέμβαση από την δραστηριότητά τους αυτή. Πληροφορίες τέτοιες
που να διαμορφώσουν την οπτική ανάγνωση και παιδεία. Η εικαστική σκηνή ήταν
περιορισμένη και είχε να κάνει κυρίως με τις εκθέσεις αλλά η οπτική ανάγνωση
και με τα εξώφυλλα τουλάχιστον των
περιοδικών που κρεμιόντουσαν στα περίπτερα, με τις διαφημίσεις, με τα
κινηματογραφικά πανό που διαφημίζαν το έργο που έπαιζε ο κινηματογράφος που το
είχε αναρτήσει στην είσοδό του και λιγότερο με την πρωτόλεια τηλεόραση. Αργότερα,
στα μέσα τις δεκαετίας του 70, η εικαστική σκηνή αναπτύσσεται έτσι κι οι εκθέσεις αλλά
και τα περιοδικά αρχίζουν να τυπώνουν καλής ποιότητας έγχρωμες φωτογραφίες.»
Ούτε σ’ αυτά θα σταθεί πολύ. Σε λίγο θα περάσει στην πιο χαρακτηριστική, ίσως, δουλειά
του, τους Κεραυνούς όπου θα δουλέψει με τον Ηλεκτρισμό και την Ενέργεια. Τα πιο
πρόσφατα χρόνια ο πάντα ανήσυχος Κωστής θα πειραματιστεί με εργαλεία των
υπολογιστών και τον Λόγο, ίσως τη μεγαλύτερή του αγάπη...
Θα ήθελα να τελειώσω με ένα ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη
που γράφτηκε το 2015 με αφορμή την επανέκδοση των ποιημάτων του Κωστή:
Του Δία οι
κεραυνοί ας τρέμουνε
Μπρος στου Κωστή
τους Σπινθήρες
Καταπέλτης
στης χούντας τη σκοτοδίνη
Οι εξαερισμοί ο
ένας μετά τον άλλον
Της καπελωμένης
πυραμίδας αναμαλλιασμένη
Με της νεαρής
μητέρας το προφίλ ¾
Καρατόμησης
κακούργου μεγαλουπόλεως
Ο Άγιος
αυτοπροσώπως ποιητής υπεράνθρωπος
Οι βράχοι, οι
βάκχοι, οι βατράχοι
Στήνουν το τρίτο
φύλλο της εφημερίδας
Που όταν το είχες
κλείσει δεν είχες μάθει
Τίποτα…
Ταπετσαρίες παριστάνουν την Αλήθεια
το Ψεύδος και την
Απάτη.
Της Πράξης ο
Μέγας Κωστής
Ο Πολύτεχνος και
Πολυμήχανος
Που έχει πίσω του
Αστραπές
Βροντές και
Κεραυνούς και
Πολλά ωραία
ποιήματα
Ένας αυθεντικός
Επαναστάτης
Που κράτησε
ζωντανή την πιο ριζοσπαστική
Πλευρά του «Πάλι».
Με αγάπη και
θαυμασμό
Νάνος Βαλαωρίτης
[1]
Pierre Restany, «De ‘3=1’ A ‘3x1’ chez ‘X’», Costis, επιμ. Μπ. Παπαδοπούλου, Art Books, 1988.
[2] Κωστής, Ονειροδρόμιο, Καστανιώτης,
Αθήνα, 1977. Εξαντλημένο σήμερα, βρίσκεται στον διαδικτυακό τόπο www.costis.org
[3] «Είναι η επανάσταση της γυναίκας που
παλεύει, με δύναμη και πάθος, για ισότητα, ή του απλού πολίτη που πνίγεται
εσώκλειστος σε μια ασφυκτική πυκνοκτισμένη και πυκνοκατοικημένη, πλημμυρισμένη
από το νέφος και τα καυσαέρια, απρόσωπη και άψυχη, δίχως αισθητική πόλη. Ή
είναι πάλι η ανύψωση της κατακραυγής ενός ιδεολόγου και περιθωριακού δημιουργού
απέναντι στην εκκλησία και την κενότητα που γεννάει συχνά το χρήμα, ή ακόμη,
απέναντι στο ακαδημαϊκό σνομπίστικο ύφος που το φορά σαν μάσκα μια κάποια τάξη
αμόρφωτης και απαίδευτης, υποτιθέμενης ιντελιγκέντσιας, καθιερωμένης και
δυνατής στο ευρύ κοινό.» Μπία Παπαδοπούλου, Costis:
noir et blanc 1969-1979, Institut Français d’Athènes, 1990.
[4]
Στο βιβλίο Αποσπάσματα του Κωστή, 1967-1973. Στα ποιήματα-προκηρύξεις. Το βιβλίο
επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Εξάρχεια.
[5]
Νάνος Βαλαωρίτης, «Οραματική Τέχνη», Οράματα: η τέχνη ως διαμεσολάβηση, επιμ.
Θ. Μουτσόπουλος, Πλέθρον, 2005, σ. 61-3.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου