|
|
ΔΕΝ ΛΕΩ ποτὲ κακοποίηση. Ἀντ’ αὐτοῦ, καταφεύγω σὲ κλισέ. Δὲν ἦταν περίπατος, λέω. Ἔζησα δύσκολα παιδικὰ χρόνια, ἀλλὰ ἡ ἔκφραση δὲν σημαίνει τίποτα γιὰ κανέναν. Δύσκολα: τὰ τραχιὰ χέρια τοῦ πατέρα μου, ὁ ἦχος ποὺ ἔβγαζαν καθὼς σέρνονταν στὶς κουβέρτες ψαχουλεύοντας τὸ κουβαριασμένο μου σῶμα, χέρια γεμάτα στατικότητα καὶ πρόθεση. Ἢ τὸ τσούξιμο ἀπὸ ἕνα σκληρό, ἀξύριστο κρόταφο: γένια, ἡ ἔκφραση τῆς συγγνώμης.
Στὸν διάδρομο τοῦ γυμνασίου μας, ὁ Τσάντ* ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος
μου καὶ λέει, θὰ βγάλεις
τὶς μπότες σου καὶ θὰ βάλεις τὶς δικές μου. Δὲν μοῦ περνάει ἀπ’
τὸ μυαλὸ ὅτι μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ. Οἱ ἄντρες μιλοῦν μὲ εὐφράδεια τὴ γλώσσα
τῆς Διαταγῆς. Οἱ δικές του ζυγίζουν σχεδὸν τέσσερα κιλὰ καὶ εἶναι δυὸ
νούμερα μεγαλύτερες ἀπὸ τὶς δικές μου, ἀλλὰ εἶναι γεμάτες μακριὰ
φερμουὰρ καὶ ἀγκράφες καὶ φορώντας τες νιώθει κανεὶς πὼς ἑτοιμάζεται
γιὰ μάχη. Πάει τόσος καιρὸς ἀπὸ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ κάποιος μοῦ
μίλησε ποὺ δὲν ἀκούω τί μοῦ λέει μετά, τὸ ποτάμι τοῦ αἵματος ποὺ ρέει
ἀπ’ τὰ ἀφτιά μου σκεπάζει τὰ λόγια του.
Πότε εἶναι ἡ κατάλληλη χρονικὴ στιγμὴ γιὰ νὰ πεῖς σὲ κάποιον ὅτι
μιὰ φορὰ ὁ πατέρας σου μαγείρεψε τὸ κουνέλι ποὺ εἶχες γιὰ κατοικίδιο
καὶ στὸ ἔδωσε νὰ τὸ φᾶς; Ὅτι τὸ βράδυ παρατηροῦσες τὴν ἁπαλὴ γραμμὴ
τῆς ραχοκοκαλιᾶς τοῦ κουνελιοῦ σου, τὸ δάχτυλό σου γλιστροῦσε κατὰ μῆκος
κάθε σπόνδυλου, τὴν ἑπόμενη μέρα ἄδειο κλουβί, στιφάδο.
Ὁ
Τσὰντ λέει πὼς εἶναι ποιητὴς καὶ ἔχω μείνει ἐμβρόνητη ἀπ’ τὴν ἔκπληξη
πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ γράψει ποιήματα γιὰ μένα, γιὰ ἕνα τόσο ἀνόητο
κορίτσι, ἕνα ἀσήμαντο κορίτσι, ἕνα κορίτσι ποὺ δὲν ξέρει πότε νὰ τὸ
βουλώσει, ποὺ μοιάζει τόσο χοντρό, τόσο χοντρό, καὶ τί μ’ αὐτό; Θὰ βάλεις
τὰ κλάματα τώρα; Ἐμπρός, λοιπόν, κλάψε, νὰ δοῦμε τί θὰ καταφέρεις. Νομίζεις
ὅτι εἶσαι τόσο χάλια; Ἔ! Κοίτα με ὅταν σοῦ μιλάω. Ξέρεις πόσο τυχερὴ
εἶσαι;
Στὰ δεκαέξι μου γνωρίζω πράγματα: πῶς νὰ παίρνω τὸ μετρὸ στὸ Παρίσι.
Τὴν διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν Βουδισμὸ καὶ τὸν Νταοϊσμό, τὴν λογοτεχνία
ἐπιστημονικῆς φαντασίας καὶ αὐτὴ τῆς ταυτότητας τῶν φύλων. Χάραξε
μὲ μιὰ λεπίδα X-ACTO τὴν ραχιαία πλευρὰ μιᾶς σκουληκαντέρας, ξεφλούδισέ
την καὶ θὰ ἀνακαλύψεις πὼς δὲν ἔχει καρδιά. Τὰ τσιγάρα καπνίζονται
καλύτερα πίσω ἀπὸ τὸ κατάστημα αὐτοκινήτων. Ὁ τύπος μὲ τὸ Chevy
Cavalier θὰ μοῦ διοχετεύσει τὰ ξύδια ποὺ πίνω βαθιὰ στὴν ἄκρη τοῦ δάσους
πίσω ἀπ’ τὸ σπίτι μου. Τὸ Sam Goody εἶναι τὸ πιὸ εὔκολο μαγαζὶ γιὰ κλέψιμο.
Ξέρω ποῦ πουλᾶνε χόρτο, κόκα, σκόνη, μεσκαλίνη, μανιτάρια, LSD καὶ ἡρωΐνη.
Μπορῶ νὰ διαβάσω καὶ νὰ γράψω στὰ Ἑλληνικά, ἀλλὰ δὲν ξέρω νὰ ξεχωρίζω
ἀνάμεσα στὴ καλὴ καὶ κακὴ ἀγάπη καὶ δὲν ἔχω ἰδέα ποιός μπορεῖ νὰ μὲ
πληγώσει καὶ ποιός ὄχι. Μετὰ τὸν πατέρα μου, ὅλοι οἱ ἄλλοι μοῦ φαίνονται
ἀβλαβεῖς.
Ὁ
πατέρας μου κλαίει ἐνῶ μὲ σημαδεύει μὲ τὸ ὅπλο καὶ ‘γὼ κοιτάζω τὰ δάκρυα
ποὺ γλιστροῦν ἀπ΄τὸ μάγουλό του στὸ χέρι του, αὐτὸ ποὺ ἀγκαλιάζει τὴ
σκανδάλη. Τὸ σχέδιό του εἶναι νὰ μὲ σκοτώσει, μετὰ νὰ σκοτώσει τὴ μητέρα
μου, γιατὶ εἶναι σίγουρος ὅτι τὸν ἀπατά, καὶ θέλω νὰ πῶ κάτι ποὺ νὰ τὸν
πείσει γιὰ τὸ ἀντίθετο, ἀλλὰ ὁ παραμικρὸς ἦχος ποὺ θὰ βγεῖ ἀπ’ τὸ στόμα
μου μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ μὲ ἀποτελειώσει, κι ἂν ὑπάρχει κάποια
πιθανότητα νὰ σωθῶ, ἡ σιωπή, ἡ ἀκινησία, εἶναι τὰ μόνα ποὺ μπορεῖ
νὰ βοηθήσουν. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ πόση ὥρα εἴμαστε στὴ κουζίνα, ἡ κάννη
στοχεύει τὸ κεφάλι μου, ἀλλὰ στὸ τέλος πέφτει στὸ κρεβάτι. Μόνο ἀργότερα,
ὅταν τὸν ἀκούω νὰ ροχαλίζει, βγαίνω ἔξω στὶς μύτες τῶν ποδιῶν μου,
σωριάζομαι σὲ μιὰ πλαστικὴ καρέκλα. Ψηλά: ὁ καταγάλανος οὐρανός,
σύννεφα βγαλμένα λὲς ἀπὸ καρτούν, ἕνας καρδινάλιος κελαηδάει μὲ
στακάτο ρυθμὸ καὶ εἶναι ἡ ἀντίθεση —ἡ ἀδιανόητη τελειότητα ἔξω,
ὅταν τὸ μέσα εἶναι τόσο ἀπόλυτα σάπιο— ποὺ μὲ κάνει ν’ ἀνατριχιάζω
ὣς τὸ κόκκαλο.
Ὁ
Τσὰντ καὶ ‘γὼ κάνουμε σὲξ ὑπὸ τὸ φῶς μιὰ κόκκινης λάμπας, ἕνας ραγισμένος
καθρέφτης πλάι στὸ κρεβάτι, καὶ γιὰ ν’ ἀποφύγω τὸ βλέμμα τοῦ Τσὰντ κοιτάζω
τὸ εἴδωλό μου, σίγουρη ὅτι πρόκειται γιὰ κάποιον ἄλλο, κάποιο ἄλλο
πλάσμα εἶναι πάνω στὴν πλάτη της, τὸ βαμμένο της στόμα δὲν φαίνεται στὸ
κόκκινο φῶς, ἕνα σιωπηλὸ τέρας δίχως στόμα.
Μετὰ τὸ διαζύγιο, ὁ πατέρας μου στέκεται ἔξω ἀπ’ τὸ σπίτι καὶ
φωνάζει εἶναι σπίτι
μου, σπίτι μου, σπίτι μου, ἡ ἠχώ του εἶναι ἀπαίσια, κι ὅταν ἔρχεται
ἡ ἀστυνομία, καταφεύγει κι αὐτός σε κλισέ: κλωτσάει, οὐρλιάζει, ἀκούραστος.
Γιὰ σχεδὸν ἕνα χρόνο, ὁ χτύπος τοῦ σφυγμοῦ μου μὲ ξυπνᾶ τὴ νύχτα, σὲ ἐπιφυλακὴ
σὰν κουνέλι, σίγουρη ὅτι ἀκούω τὰ βήματά του στὴν πόρτα, τὸ γρατζούνισμα
καὶ τὸ κουδούνισμα τῶν κλειδιῶν ποὺ δὲν ἐφαρμόζουν πιὰ στὴν κλειδαριά.
Ὁ
Τσὰντ λέει ὅτι θέλει νὰ παίξει ἕνα παιχνίδι καὶ ‘γὼ τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι
πῶς νὰ συγκατανεύω, νὰ εὐχαριστῶ τὸν ἄλλον, κι ἔτσι λέω ναί ὅταν κατεβάζει
τὴν κυλότα μου, ναί ὅταν μoῦ δένει τὰ μάτια. Τὰ χέρια του εἶναι λιπόσαρκα
καὶ κρύα, σκληρὰ στὶς ἀρθρώσεις, ἀλλὰ μαλακὰ καθὼς μὲ κατεβάζει στὰ
μαξιλάρια. Ὅταν γλιστράει μέσα τὸ πρῶτο πράγμα καὶ λέει μάντεψε, δὲν καταλαβαίνω
τὴν ἐρώτηση κι ἀμέσως μετὰ ναί. Δὲν λέω ὄχι, δὲν οὐρλιάζω, δὲν σφίγγω
κὰν τοὺς μηρούς μου. Ἀντὶ γι’ αὐτό, τὸν ἀφήνω νὰ βάλει μέσα μου τὸ ἕνα ἀντικείμενο
μετὰ τὸ ἄλλο —ἕναν μαρκαδόρο, τὸ μεταλλικὸ πηνίο ἑνὸς λαμπτήρα, τὸν
δροσερὸ λαιμὸ ἀπὸ ἕνα μπουκάλι μπύρα— καὶ γελάω.
Ὅταν,
στὰ εἴκοσί μου, μαθαίνω πὼς ὁ πατέρας μου δολοφόνησε τὴ φιλενάδα
του, τὴν δεκαπεντάχρονη κόρη της, κι ὕστερα σκοτώθηκε, τὰ χάνω, τὸ
μυαλό μου ἐλαφρὺ σὰ φύλλο. Ὁ κόσμος λέει, εἶσαι τυχερὴ ποὺ δὲν ἤσουν ἐσύ, κι αὐτὸ
ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τοὺς ἐξηγήσω, ὅσες φορὲς κι ἂν ἔχω κάνει πρόβα τὰ λόγια,
εἶναι ὅτι, μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους, ἤμουν ἐγώ.
*Τὸ ὄνομα ἔχει ἀλλαχτεῖ [ΣτΣ].
Πηγή: Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ἱππόκαμπος. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
(https://www.hippocampusmagazine.com/2015/10/silence-stillness-by-lisa-nikolidakis/)
Λίζα Νικολιδάκη (Lisa Nikolidakis). Τὰ σύντομα διηγήματα τῆς Lisa
Nikolidakis βραβεύτηκαν μὲ τὸ «Orlando Prize» τοῦ Ἱδρύματος A Room Of
Her Own’s (Φθινόπωρο, 2014) καὶ δημοσιεύτηκαν στὴν ἐπιθεώρηση Los Angeles Review. Τὸ δοκίμιό
της «Candy» κέρδισε τὴν πρώτη θέση στὸν ἐτήσιο διαγωνισμὸ The Briar
Cliff Review τὸ 2015. Ἐπὶ τοῦ παρόντος, ζεῖ στὶς Μεσοδυτικὲς Πολιτεῖες
των Η.Π.Α. ὅπου διδάσκει λογοτεχνικὴ γραφή.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Νάνσυ Ἀγγελῆ (Εὔβοια, 1982). Σπούδασε δημοσιογραφία καὶ ἀπὸ τὸ
2008 ζεῖ στὴν Ἱσπανία ὅπου ἀσχολεῖται μὲ τὴν λογοτεχνικὴ μετάφραση
καὶ τὴν διδασκαλία ξένων γλωσσῶν. Εἶναι τακτικὴ συνεργάτις τοῦ ἱστότοπου
γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα «Πλανόδιον – Ἱστορίες Μπονζάι». Διηγήματα
καὶ μεταφράσεις της συμπεριλαμβάνονται σὲ διάφορα περιοδικὰ τοῦ
διαδικτύου καθὼς καὶ στὰ συλλογικὰ ἔργα Ἱστορίες Μπονζάι (2014-
2016), ἐκδ. Γαβριηλίδης. Ἔχει ἐκδόσει δύο συλλογὲς διηγημάτων. Ἀπὸ
τὶς ἐκδόσεις Σμίλη κυκλοφορεῖ ἡ συλλογὴ μικρῶν πεζῶν Ἡ νοητὴ εὐθεία ποὺ ἑνώνει ἕνα
σῶμα μ’ ἕνα ἄλλο. Ἔχει δημιουργήσει τὸ μπλὸγκ μεταφραστικῶν
δειγμάτων ἱσπανόφωνης λογοτεχνίας στὰ ἑλληνικά:
http://nancyangeli.blogspot.com.es/
|
This post is
ad-supported
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου