|
|
ΣΤΟ
ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ἔχει εἰκοσικάτι ἀνθρώπους οὐρὰ καὶ μιὰ ταμία. Ἔρχεται ἡ
σειρὰ ἑνὸς γέρου, «περιμένετε». Σηκώνει κινητὸ ἡ μαντάμ, «καλέ,
ναί, ἔχω χρόνο, πές».
Πίσω της, ἄλλοι τρεῖς κουβεντιάζουν.
Ἕνας
παπὰς ξεφυσάει. Ἕνας τριαντάρης κουνάει τὸ κεφάλι. Εἶμαι τελευταῖος.
Ἡ
πόρτα βροντάει. Ὁ κουκουλοφόρος κρατάει πιστόλι.
Τὰ γέλια κόβονται, τὸ κινητὸ πέφτει.
«Ὅλοι στὰ ταμεῖα!» φωνάζει ὁ κουκουλοφόρος.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ διστάζουν, ἔπειτα τὰ τέσσερα ταμεῖα γεμίζουν ὑπάλληλους
ποὺ τρέμουν. Μυρίζω κάτουρο.
«Ἐμπρός, τεμπελόσκυλα!» φωνάζει ὁ κουκουλοφόρος. «Ἐξυπηρετεῖστε
τους!»
Οἱ πελάτες σπεύδουν δειλὰ-δειλὰ στὰ ταμεῖα. Ὁ γέρος φεύγει, ὁ παπὰς
φεύγει, ὁ τριαντάρης φεύγει. Χέρια-χαρτιὰ βουίζουν. Δέκα λεπτὰ μετά,
τὸ ταχυδρομεῖο ἀδειάζει. Ἀκούω σειρήνα.
Ὁ
κουκουλοφόρος τινάζεται. Κοιτάει δεξιὰ-ἀριστερά. Μοῦ πετάει τὸ
πιστόλι κι ἐξαφανίζεται.
Τὸ περιεργάζομαι.
Ὅλοι
κοιτοῦν.
Μονολογῶ: «εἶναι ψεύτικο…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου