Για το βιβλίο με τις ημερολογιακές καταγραφές του Werner Herzog «Οδοιπορία στον πάγο – Μόναχο-Παρίσι, 23 Νοεμβρίου-14 Δεκεμβρίου 1974» (μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. Alloglotta).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Γι’ αυτούς που η ζωή τους κυλάει πάνω σε μια βάρκα, γι’ αυτούς που γερνάνε τραβώντας τ’ αλόγου τους τα γκέμια, ζωή είναι το ταξίδι, το ταξίδι είναι σπίτι. […] Χρόνια τώρα, κι εγώ παρασύρθηκα από ένα κομμάτι σύννεφο που το κινούσε ο αέρας και ξύπνησε μέσα μου τη λαχτάρα της περιπλάνησης» γράφει ο Ματσούο Μπασό στον Στενό δρόμο προς τα βάθη του βορρά (μτφρ. Μαρία Αρώνη).
Σ’ αντίθεση με τον τουρίστα, που ταξιδεύει για να δει έχοντας από τα πριν καταστρώσει ένα πρόγραμμα, και βλέπει ό,τι περιμένει αλλά δεν βρίσκει ποτέ ό,τι υπάρχει, ο ταξιδιώτης ταξιδεύει άδειος και λίγο λίγο γεμίζει μ’ ό,τι συναντά.
Ο ταξιδιώτης ξεκινά ανεξαιρέτως το ταξίδι του για να βρει τον εαυτό του. Σ’ αντίθεση με τον τουρίστα, που ταξιδεύει για να δει έχοντας από τα πριν καταστρώσει ένα πρόγραμμα, και βλέπει ό,τι περιμένει αλλά δεν βρίσκει ποτέ ό,τι υπάρχει, ο ταξιδιώτης ταξιδεύει άδειος και λίγο λίγο γεμίζει μ’ ό,τι συναντά· γίνεται ο ίδιος αυτά που συναντάει στο ταξίδι του, και με τη σειρά τους εκείνα γίνονται ψηφίδες ενός εαυτού που φτιάχνεται βήμα το βήμα. Οι αφορμές για το ταξίδι μπορεί να ’ναι πολλές (αλλά η αιτία πάντοτε μία, είπαμε πρωτύτερα). Η αφορμή του Ματσούο ήταν ένα «σύννεφο», κι αυτή για να ξεκινήσει ο σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτσογκ το ταξίδι του με τα πόδια, το «προσκύνημά» του, από το Μόναχο στο Παρίσι, ήταν η βαριά αρρώστια της ιστορικού του κινηματογράφου Λότε Άισνερ, για να ξορκίσει περπατώντας τον θάνατό της, και παρεμπιπτόντως –ένιωσα διαβάζοντας την έξοχη (κι έξοχα μεταφρασμένη από τον Γιάννη Καλιφατίδη) Οδοιπορία στον πάγο– για να βρει τον εαυτό του σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε ζώο, σε κάθε αμάξι, σε κάθε βουνό, σε κάθε χαντάκι – σε καθετί που συνάντησε στον δρόμο τις τρεις βδομάδες, 23 Νοεμβρίου με 13 Δεκεμβρίου 1974, που κράτησε το ταξίδι του.
Υπάρχει μια απόλυτη δημοκρατία σε τούτη την Οδοιπορία, γιατί κάθε πράγμα στη διήγηση του Χέρτσογκ –όπως βαδίζει και σημειώνει κατάκοπος, παγωμένος, μουσκεμένος– είναι ισάξιο με καθετί άλλο. Σ’ όλα βρίσκει κάτι από την ψυχή τους γιατί τους δίνει κάτι απ’ τη δική του ψυχή. Τα πάντα στην πεζοπορία του μες στο καταχείμωνο μέσ’ από μουντά χωριά και πόλεις, σε δρόμους και μέσ’ από δάση, είναι βουτηγμένα στη μοναξιά και τον θάνατο.
«Αφήνω μια οικογένεια να περάσει από δίπλα μου· η κόρη τους λέγεται Έστερ. Ένα χωράφι με καλαμποκιές μες στον χειμώνα, αθέριστο και γκρίζο σαν στάχτη, με τα καλάμια να θροΐζουν, κι ας μην κουνιέται φύλλο. Ένα χωράφι που ονομάζεται θάνατος. Σήκωσα από χάμω ένα κομμάτι λευκό χειροποίητο χαρτί, ποτισμένο από την υγρασία, ανυπομονώντας να διαβάσω τι έγραφε στην άλλη πλευρά, που ήταν στραμμένη στη νοτισμένη γη. Ναι, εκεί θα έβρισκα γραμμένη την απάντηση. Τώρα που το χαρτί είναι άγραφο, δεν νιώθω καμία απογοήτευση».
Η Lotte Eisner με τον Werner Herzog.
Η Eisner γεννήθηκε στο Βερολίνο και το 1933, μόλις ο
Χίτλερ έγινε Καγκελάριος, μετακόμισε στο Παρίσι. Μαζί με τον Henri Langlois ίδρυσαν τη Γαλλική Κινηματοθήκη διασώζοντας πολύτιμα φιλμ, αντικείμενα, κοστούμια και πολλά ακόμα ντοκουμέντα από την ιστορία του γαλλικού κινηματογράφου. Η Eisner πέθανε το 1983 και έναν χρόνο μετά, ο Wim Wenders αφιέρωσε το Παρίσι, Τέξας στη μνήμη της. |
Ο ταξιδιώτης δεν απογοητεύεται γιατί δεν περιμένει, κι επειδή δεν περιμένει τελικά βρίσκει. Και μ’ έναν περίεργο τρόπο, χάρη στο παράδοξο του ταξιδιού, αυτή η μοναξιά κι αυτός ο θάνατος τελικά καταφάσκουν στη ζωή και στη συντροφικότητα που συνδέει τον μοναχικό οδοιπόρο με τα πράγματα και τα πλάσματα του κόσμου.
Τίποτε απ’ όσα συναντά δεν είναι ασήμαντο – «Τα άδεια πακέτα των τσιγάρων με συναρπάζουν» γράφει «προπάντων όταν δεν είναι τσαλακωμένα και φουσκώνουν ελαφρά σαν τουμπανιασμένα κουφάρια. Οι γωνίες τους στρογγυλεύουν και το σελοφάν θολώνει από μέσα εξαιτίας της πάχνης, που σχηματίζει δροσοσταλίδες».
Τα δεκάδες τοπωνύμια –Μπαίζινγκεν, Ζέεντορφ, Ζούλγκεν, Σράμπεργκ, Χόενστραμπεργκ, Γκεταίχτνισχαους…– είναι στιγμιαίες αφετηρίες και τερματικοί σταθμοί, και στο καθένα περιμένει από μια μικρή ιστορία τον οδοιπόρο.
«Ανηφορίζω την πλαγιά για το Μπουργκενφέλντεν. Όλα φαντάζουν ολοένα και πιο παραμυθένια. Γιγάντιες οξιές σχηματίζουν από πάνω μου αψίδα· όλα είναι χιονισμένα και μυρίζουν απόκοσμα. Δύο ηλικιωμένοι αγρότες μού πρόσφεραν μια γκαζόζα, επειδή η μοναδική αγελάδα τους δεν είχε κατεβάσει αρκετό γάλα».
Μικροϊστορίες, δεκάδες σαν τα τοπωνύμια, μέσ’ από συναντήσεις του ταξιδιώτη με πρόσωπα, που καίτοι φευγαλέες προφταίνουν μολοντούτο να αγγίξουν το βάθος της ύπαρξης:
«Σε μια σιδηροδρομική διάβαση συνάντησα έναν ηλικιωμένο φύλακα. Μολονότι είχε βγει στη σύνταξη, περνά κάθε μέρα από το φυλάκιο, όπου μένει τώρα ο αντικαταστάτης του, και καθαρίζει με ένα πετσί το χειριστήριο για την αλλαγή τροχιάς».
Η κούραση και η μοναξιά του ταξιδιού γεννούν οπτασίες, ελεύθερους συνειρμούς κι ασύνδετες εικόνες στον νου του οδοιπόρου, που πλέκονται αξεδιάλυτα με τις εικόνες του κόσμου, ή γεννούν απελπισία – «Σήμερα, ιδίως στον δρόμο για το Σενόν, βρισκόμουν στα όρια της απόγνωσης. Όλη την ώρα κουβέντιαζα με τον εαυτό μου και με φανταστικά πρόσωπα». Γεννούν κάθε λογής φανταστικές, ποιητικές εξηγήσεις για τον κόσμο και τα πράγματά του – «Όσο βάδιζα μέσα από τα χωράφια, ο αστράγαλος δεν με είχε ενοχλήσει. Οι πατούσες μου με καίνε, τσουρουφλισμένες από το μάγμα του πυρήνα στα έγκατα της Γης».
Οι εικόνες και οι σκέψεις από το ένα βήμα στ’ άλλο αθροίζονται στην Οδοιπορία στον πάγο, ξετυλίγουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη θραύσματα από το αίνιγμα του κόσμου, και τελικά συνθέτουν ένα μικρό αριστούργημα.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).
Μόναχο-Παρίσι, 23 Νοεμβρίου-14 Δεκεμβρίου 1974
Βέρνερ Χέρτσογκ
Μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης
Alloglotta 2019
Σελ. 176, τιμή εκδότη €12,72
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου