ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ γιὰ τὸν ἑαυτό του ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, λέγοντας: «Ὅταν ἥμουν νεώτερος καὶ ἔμενα σὲ κελλί, στὴν Αἴγυπτο, μὲ ἔκαμαν διὰ τῆς βίας κληρικὸ στὴν κώμη. Καὶ μὴ θέλοντας νὰ ἀναλάβω, ἔφυγα σὲ ἄλλο τόπο. Καὶ ἦλθε σ' ἐμένα ἕνας εὐλαβὴς λαϊκὸς καὶ ἔπαιρνε τὸ ἐργόχειρό μου καὶ μὲ διακονοῦσε. Συνέβη δέ, ἀπὸ πειρασμό, μιὰ παρθένος, στὴν κώμη, νὰ πέση σὲ ἁμαρτία. Καὶ ἔχοντας μείνει ἔγκυος, τὴ ρωτοῦσαν ποιός τῆς τὸ ἔκαμε αὐτό. Καὶ ἐκείνη ἔλεγε: Ὁ ἀναχωρητής. Βγῆκαν λοιπὸν οἱ χωρικοί, μὲ ἔπιασαν, μοῦ κρέμασαν στὸν τράχηλο γανωμένες χύτρες καὶ χερούλια ἀπὸ κοφίνια, μὲ πόμπευσαν στὰ σταυροδρόμια τῆς κώμης καὶ μὲ χτυποῦσαν, λέγοντας: Αὐτὸς ὁ καλόγερος μᾶς διέφθειρε τὸ κοράσι, πάρτε τον, πάρτε τον. Καὶ μὲ χτύπησαν τόσο, ὁποὺ παρὰ λίγο νὰ πεθάνω. Ἦλθε δὲ κάποιος ἀπὸ τοὺς γέροντες καὶ εἶπε: Ὣς πότε θὰ χτυπᾶτε τὸν ξένο μοναχό; Αὐτὸς δὲ ὁποὺ μὲ διακονοῦσε, ἀκολουθοῦσε πίσω μου ντροπιασμένος. Γιατὶ καὶ αὐτὸν τὸν ἔβριζαν πολὺ καὶ τοῦ ἔλεγαν: Νά, βλέπεις τί ἔκαμε ὁ ἀναχωρητής, ὁποὺ σὺ καμάρωνες; Καὶ λέγουν οἱ γονεῖς της: Δὲν τὸν ἀφήνουμε ὥσπου νὰ μᾶς δώση ἐγγυητὴ ὅτι θὰ τὴ διατρέφη. Καὶ εἶπα στὸν διακονητή μου καὶ αὐτὸς ἐγγυήθηκε. Καὶ πῆγα στὸ κελλί μου καὶ τοῦ ἔδωσα ὅσα ζεμπίλια εἶχα, λέγοντάς του: Πούλησέ τα καὶ δὸς στὴ γυναῖκα μου νὰ φάη. Καὶ ἔλεγα στὸν λογισμό μου: Μακάριε, νά, σοῦ ἔλαχε γυναῖκα. Πρέπει νὰ ἐργάζεσαι κάπως πιὸ πολύ, γιὰ νὰ τὴν τρέφης. Καὶ ἐργαζόμουν νύχτα καὶ μέρα καὶ τῆς ἔστελνα. Καὶ ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς ἀθλίας νὰ γεννήση, περνοῦσαν μέρες πολλὲς ὁποὺ βασανιζόταν χωρὶς νὰ γεννήση. Καὶ τῆς λέγουν: Τί σημαίνει αὐτό; Καὶ τοὺς ἀποκρίθηκε: Ἐγὼ ξέρω. Γιατὶ συκοφάντησα τὸν ἀναχωρητὴ καὶ τὸν κατηγόρησα λέγοντας ψέμματα. Δὲν φταίει αὐτός, ἀλλὰ ὁ δεῖνα νέος. Ἦλθε λοιπὸν αὐτὸς ὁποὺ μὲ διακονοῦσε, ὅλος χαρά. Καὶ μοῦ εἶπε ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ γεννήση ἐκείνη ἡ πρώην παρθένος, ὡσότου ὡμολόγησε: Δὲν εἶναι ἔνοχος ὁ ἀναχωρητής, ἀλλὰ εἶπα ψέμματα ἐναντίον του. Καὶ νά, ὅλη ἡ κώμη θέλει νὰ ἔλθη ἐδῶ μὲ πομπὴ καὶ παράταξη, γιὰ νὰ σοῦ ὑποβάλη τὴ μετάνοιά της. Ἐγὼ ὅμως, ἀκούοντάς τα αὐτά, γιὰ νὰ μὴ μὲ θλίψουν οἱ ἄνθρωποι, σηκώθηκα καὶ ἦλθα ἐδῶ σὲ Σκήτη. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀφορμὴ ὁποὺ κατέφυγα ἐδῶ.»
Πηγή: Εἶπε Γέρων. Τὸ «Γεροντικόν» σὲ νεοελληνικὴ
ἀπόδοση, μτφ. Βασιλείου Πέντζα, ἐκδ. Ἀστήρ, χχ, σ. 146-147. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Μικρὰ Πατερικά: ἐπιμέλεια: Ἄγγελος
Καλογερόπουλος καὶ Γιάννης Πατίλης. [Βλ. Εἰσαγωγικὸ κείμενο καὶ Ἡμερολόγιο
Καταστρώματος Β’, ἐγγραφὴ 25.11.2019.]
This post is
ad-supported
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου