|
Η ΚΩΜΟΠΟΛΗ Coober Pedy βρίσκεται στὴ μέση του πουθενά.
Οἱ κάτοικοι ζοῦν σὲ ὑπόγεια σὰν τυφλοπόντικες, γιὰ νὰ ἀντέχουν τὸ καυτὸ
καλοκαίρι καὶ τὶς παγωμένες νύχτες τῆς ἐρήμου. Ὁ μόνος λόγος ποὺ ὑπάρχει
αὐτὴ ἡ πόλη εἶναι γιατὶ κάποτε βρέθηκαν γυαλιστερὲς πέτρες ἐκεῖ,
τὰ ὀπάλια.
Στὸ ποῦλμαν εἶμαι μόνο ἐγὼ καὶ κάμποσοι Ἀβορίγινες μὲ τὰ πιτσιρίκια
τους.
Ἔφτασα
πρὶν ξημερώσει. Ὅλα εἶναι κλειστά, τὸ χόστελ μου ἐπίσης. Μόνο ἕνα
βενζινάδικο ἔχει φῶς. Μπαίνω καὶ περιμένω νὰ βγεῖ ὁ ἥλιος.
Ὁ
ὑπάλληλος δὲν ἔχει ὄρεξη γιὰ πολλὲς κουβέντες.
Παραπέρα βρίσκω κάποια βιβλία καὶ ξεφυλλίζω τὰ ἀπομνημονεύματα ἑνὸς ἐξερευνητῆ, τοῦ πρώτου Εὐρωπαίου ποὺ ἔφτασε ἐδῶ. Μονολογεῖ τί τυχεροὶ ποὺ εἶναι οἱ Ἀβορίγινες τώρα ποὺ θὰ ἀνατείλει τὸ φῶς τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Μάρκος Σελλῆς (1978). Σπούδασε Ἠλεκτρολόγος Μηχανικὸς Η/Ὑ
στὸ ΕΜΠ κι ἔκανε μεταπτυχιακὸ στὰ τεχνοοικονομικά. Ἐργάστηκε
στὶς τηλεπικοινωνίες γιὰ σχεδὸν μιὰ δεκαετία.
Εἰκόνα: Φωτογραφία ἀπὸ διαμέρισμα
(τώρα τουριστικὸ κατάλυμμα) ἀπὸ τὴν ὑπόγεια πόλη Coober Pedy τῆς Αὐστραλίας.
Παραπέρα βρίσκω κάποια βιβλία καὶ ξεφυλλίζω τὰ ἀπομνημονεύματα ἑνὸς ἐξερευνητῆ, τοῦ πρώτου Εὐρωπαίου ποὺ ἔφτασε ἐδῶ. Μονολογεῖ τί τυχεροὶ ποὺ εἶναι οἱ Ἀβορίγινες τώρα ποὺ θὰ ἀνατείλει τὸ φῶς τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ὁ
ὑπάλληλος σχολάει στὶς 7 καὶ προσφέρεται νὰ μὲ πάει μὲ τὸ ἁμάξι στὸ
χόστελ. Τὸν εὐχαριστῶ καὶ σὲ λίγο βρίσκομαι ἐπιτέλους μπροστὰ στὴν εἴσοδο.
Εἶναι ὅμως κλειστὰ – γράφει ὅτι ἀνοίγει 8. Εἶναι Κυριακὴ καὶ ἴσως
ἀργήσει περισσότερο.
Δὲν ἔχω βρεθεῖ σὲ πιὸ ἥσυχο μέρος ἀπὸ αὐτὸ ἐδῶ. Δὲν ἀκούω οὔτε
κὰν τὰ φλύαρα πρωινὰ πουλιὰ – μᾶλλον ἐπειδὴ δὲν ἔχει πολλὰ δέντρα γιὰ
νὰ φωλιάσουν. Μόνο κάπου κάπου ἕνα κοράκι στριγγλίζει – ὅλα μοιάζουν
μὲ σκηνὴ ἀπὸ φτηνὸ γουέστερν. Ὁ δρόμος ἔρημος, κανένα ἁμάξι δὲν περνάει
γιὰ ὥρα. Οὔτε τριζόνια δὲν ἀκούγονται. Ἀκόμα κι ὁ ἀέρας λὲς καὶ φυσάει
διακριτικά, μὴν ἐνοχλήσει τὴ σιωπή.
Ξαφνικὰ ἀκούω βήματα, βγαίνει ἕνας ἀξύριστος μὲ ξυνισμένα
μοῦτρα καὶ μοῦ κάνει νόημα ὅτι δὲ μπορεῖ νὰ μιλήσει. Πάει πιὸ πέρα καὶ
φτύνει μὲ θόρυβο. Βήχει ἔντονα τελειώνοντας μὲ ἕναν δυνατὸ λαρυγγισμό,
κρατώντας ἀνοιχτό τὸ στόμα σὰν τὸ κοράκι ποὺ κράζει. Φτύνει ξανά. Ὕστερα
κάθεται βαρὺς σὲ μιὰ καρέκλα. Μὲ ρωτᾶ «ἔφτασες μὲ τὸ πρωινὸ λεωφορεῖο;»
Ναί, τοῦ ἀπαντάω. Κλείνει τὰ μάτια καὶ κάθεται ἔτσι λίγο. Βγάζει ἕνα
πακέτο τσιγάρα καὶ τὸ κρατάει. Ὅμως ὁ βήχας τὸν τραντάζει πάλι καὶ
σηκώνεται νὰ φτύσει. Τοῦ λέω ὅτι ἔκοψα τὸ τσιγάρο πρὶν δέκα χρόνια.
Δὲν εἶναι τὸ τσιγάρο μοῦ κάνει ἀπότομα, εἶναι γρίπη. Κοιτάει τὸ πακέτο
καὶ λέει «πὼ πὼ δὲ γίνεται νὰ καπνίσω ἔτσι» καὶ ξαναμπαίνει μέσα. Μετὰ
πάλι ἡσυχία ἁπλώνεται κι ἐγὼ περιμένω νὰ ἀνοίξει ἡ πόρτα κοιτάζοντας
τριγύρω μὲ ὑπομονή. Εἶναι τόσο παράξενα ὅλα. Ἀδύνατον νὰ τσαντιστῶ
—παρόλη τὴν κούραση— μόνο ρουφάω τὸν ἀλλόκοτο περίγυρο ἥσυχα
σὰν σφουγγάρι στὸ βυθό.
Μετὰ ἀπὸ πέντε λεπτὰ ἡ πόρτα τρίζει κι ἐμφανίζεται ξανὰ μὲ μιὰ
πιὸ γαλήνια ἔκφραση στὸ πρόσωπο. Μὲ κοιτᾶ καὶ ἀνακοινώνει ὅτι τώρα
μπορεῖ νὰ καπνίσει. Ἤρεμα κάνει ἕνα τσιγάρο.
Μὲ βαθιὲς τζοῦρες. Μετά μοῦ δίνει νὰ ὑπογράψω τὸ τσὲκ ἲν χωρὶς νὰ
πεῖ κουβέντα. Σπρώχνει μπροστά μου ἕναν χάρτη τοῦ ὀρυχείου-χόστελ καὶ
βαριεστημένα ζωγραφίζει τὴ διαδρομὴ γιὰ τὸ δωμάτιό μου. Μὲ κοιτάει
νὰ δεῖ ἂν κατάλαβα. Γνέφω ναί καὶ ξεκινάω, παίρνοντας μαζὶ καθαρὴ
κουβέρτα καὶ σεντόνια. Κατεβαίνω σκαλιὰ μέσα στὴν σκαμμένη πέτρα.
Στροφὴ κι ἄλλα σκαλιά. Πόσο βαθιὰ εἶναι ἄραγε; Ἀσυναίσθητα κοιτάω
πίσω. Εὐτυχῶς ὑπάρχει καλὸς φωτισμός. Κάθε τόσο περνάω ἕνα σκαμμένο
ἄνοιγμα μὲ ἄδεια κρεβάτια. Ἐγὼ εἶμαι στὸ νούμερο 12. Δὲν βλέπω κανέναν
ἄλλο κι ἀναρωτιέμαι ἂν εἶναι ἔρημο τὸ χόστελ. Ἀφήνω τὰ πράγματα
στὸ κρεβάτι. Ρίχνω μιὰ ματιὰ τριγύρω – κανείς...
Ξαφνικὰ ἀκούω θόρυβο καὶ στήνω αὐτί: βήχας μὲ φλέμα. Ἄραγε κατέβηκε
ὁ ξενοδόχος; Βγαίνω στὸν διάδρομο καὶ βλέπω στὸ βάθος ἕναν τύπο νὰ
περπατᾶ ἀργὰ πρὸς τὶς σκάλες. Πλησιάζω. Βλέπω μιὰ τούφα ἄσπρο μαλλὶ νὰ
περισσεύει ἀπὸ τὸν στραβοβαλμένο σκοῦφο του. Παραπατάει καὶ ἀναρωτιέμαι
ἂν εἶναι μεθυσμένος. Κάνω λίγο θόρυβο νὰ μὴν τὸν τρομάξω ἀλλὰ δὲ δίνει
σημασία. Τὸν προφταίνω. «Είναι πολλὲς οἱ γαμωσκάλες» μουρμουρίζει
μὲ ἕνα λαχανιασμένο καὶ ξεδοντιασμένο χαμόγελο. «Καλημέρα» τοῦ
λέω, «ναί, εἶναι πολλές…». Τὸν ἀκολουθῶ πρὸς τὴν ἔξοδο.
Καθίσαμε στὴν κουζίνα, βάζω νερὸ νὰ βράσει γιὰ καφέ. Μοῦ ἐξηγεῖ
πὼς ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀγγλία πρὶν 30 χρόνια. Δὲν ἔπαιρνε τὰ γράμματα, οὔτε
ἄντεξε στὸ ὀρυχεῖο, κι ἔτσι ἔκανε αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἁπλό: πῆγε
κάπου ὅπου κάνεις ὅτι σοῦ λένε – εὔκολο πράμα ὁ στρατός! Εἴκοσι χρόνια
ἐπαγγελματίας στρατιώτης! Γελᾶ ξαναδείχνοντας τὰ λειψὰ δόντια
του. Βγαίνει ἔξω καπνίζοντας τὸ ἕνα τσιγάρο μετὰ τὸ ἄλλο, παίρνει βαθιὲς
τζοῦρες βήχοντας μὲ βραχνάδα. Μοῦ λέει ὅτι δὲν καταλαβαίνει γιατί
τώρα πιὰ οἱ τουαλέτες δὲν εἶναι ξεχωριστὰ —στὴν ἐποχὴ του ὑπῆρχαν
γυναικεῖες κι ἀντρικὲς— καὶ ὅτι τὸ πρωὶ εἶδε στὸ μπάνιο τὰ βυζιὰ μιᾶς
κοπέλας καὶ παραλίγο νὰ πάθει ἔμφραγμα. Ὕστερα ἀνοίγει ἕνα ραδιόφωνο
κι ἀκούει ἱππόδρομο.
«Τι διάβολο ὅλοι οἱ κατεστραμμένοι ἐδῶ ἔρχονται;» ἀναρωτήθηκα
καὶ ἀσυναίσθητα κοιτάχτηκα στὸν καθρέφτη ἰσιώνοντας τὸ μαλλί μου.
Ἤπια
γρήγορα τὸν πικρὸ δυνατὸ καφὲ καὶ βγῆκα νὰ ἐξερευνήσω αὐτὴ τὴν παράξενη
πόλη μὲ τοὺς ἀξύριστους τυφλοπόντικες ποὺ βήχουν, φτύνουν καὶ μαζεύουν
ἰριδίζουσες πέτρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου