του Αντωνιου Β. Καπετάνιου
Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος
Με την κουκουναριά έχω ιδιαίτερη σχέση, μια σχέση που ανάγεται στα παιδικά μου χρόνια, και συνδυάζεται με την ανεμελιά και την πρόσχαρη ζωή. Έχω επιθυμία να διηγηθώ τη σχετική ιστορία, που αναφέρεται στον γενέθλιο τόπο, διότι αποτελεί το αγνό πρωτογενές γίγνεσθαι της πρωτουργής ζωής, που παρά τη μετέπειτα διάβρωσή του παρέμεινε ζωντανό για την αλήθεια και τη σημασία του.
Είχα την τύχη να μεγαλώσω κοντά στο δημοτικό σχολειό του χωριού μου, που το πίσω οικόπεδό του –ένα μεγάλο οικόπεδο, ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο– είχε διαμορφωθεί σε γήπεδο ποδοσφαίρου κι εκεί ξοδεύαμε τον ελεύθερο χρόνο μας ως παιδιά –σήμερα δεν υφίσταται ο ελεύθερος αυτός χώρος, αφού «απαιτήθηκε» να διατεθεί για την ανέγερση συγκροτήματος σχολείου, για να καλυφθούν οι αυξημένες σχολικές ανάγκες της περιοχής. Πηδούσαμε το λοιπόν την ψηλή περιφραγμένη τσιμεντολίθινη μάντρα του οικοπέδου και παίζαμε για ώρες μπάλα στο γήπεδο, διαπράττοντας μιαν τρόπον τινά «αθώα» παρανομία, αφού ο περιφραγμένος και κλειδωμένος χώρος ήταν απαγορευτικός για τις μη σχολικές ώρες –αυτή μας η πράξη αποτελούσε τη μυστική, συνωμοτική, σχεδόν καθημερινή συνάντησή μας, για την οποία δεν αισθανόμασταν καμιά ενοχή, αφού θεωρούσαμε το παιχνίδι μας εκεί ως συνυφασμένο με τη ζαβολιά κι όχι με παρανομία˙ κάτι που αλλιώς θάταν αρμοστό με τη φύση του παιχνιδιού. Εξάλλου, οι μεγάλοι γνώριζαν την «ζαβολιά μας», την οποία φυσικά δε θεωρούσαν «παρανομία», και γι’ αυτό κανείς δε διανοούνταν να μας επιπλήξει ή ν’ απαγορεύσει την είσοδό μας στο χώρο, αφού το παιχνίδι αποτελούσε μια παιδική ανάγκη που γινόταν σεβαστή. Φορές μάλιστα οι ίδιοι οι μεγάλοι βοηθούσαν τους μικρότερους ή τους πιο δυσκίνητους από εμάς να σκαρφαλώσουμε στη μάντρα, ενώ διοργανώνονταν και ποδοσφαιρικοί αγώνες με τη συμμετοχή τους ως θεατές, υπό καθεστώς, στην περίπτωση αυτή, «παρανομίας»!
Το πάνω μέρος του σχολικού τούτου οικοπέδου, που ήταν ανώμαλο και δεν είχε διαμορφωθεί σε γήπεδο, αποτελούσε έναν τρόπον τινά χώρο πρασίνου, αφού σε αυτόν είχαν προπολεμικά φυτευτεί καλλωπιστικά δένδρα και θάμνοι, προερχόμενα από τον πάλαι ποτέ εμβληματικό σχολικό κήπο της Νέας Αγχιάλου Βόλου (διότι δεν είπα ότι αυτός είναι ο γενέθλιος τόπος μου…), που συντηρούνταν εκεί κι ήταν από τους πρώτους σχολικούς κήπους που συγκροτήθηκαν στην Ελλάδα κατά το Μεσοπόλεμο. Ο «κήπος» αυτός περιελάμβανε τρεις ευμεγέθεις κουκουναριές, από τα πρώτα φυτευθέντα δένδρα του χώρου, οι οποίες είχαν διά των ετών καταστεί τοπόσημα της περιοχής, λόγω και των 60 χρόνων ηλικίας που τις βάραιναν, αφού εμβλημάτιζαν το χώρο και τον αναδείκνυαν. Για μας τα παιδιά, τα δένδρα τούτα αποτελούσαν τους παραστάτες μας, το καταφύγιό μας, αφού εκεί προστρέχαμε με τον πολύ ήλιο που καθιστούσε αδύνατο το παιχνίδι μας, εκεί ξεκουραζόμασταν όταν αποκάναμε παίζοντας, εκεί προφυλασσόμασταν από την ξαφνική μπόρα… Τα δένδρα κείνα ανάχθηκαν σε σύμβολα για εμάς, σύμβολα καλαισθησίας, αρμονίας και ηρεμίας, αφού ασυνειδήτως μάς καλλιέργησαν μιαν βασική αίσθηση των γύρω και την απαίτηση της ποιότητας με βάση αυτά –αφού, εντασσόμενα στον περίγυρό μας γίνηκαν μέρος της πρόσληψής μας του τόπου με αξαικό υπόβαθρο τα φυσικά του στοιχεία.
Τούτο σήμαινε ότι δεν ημπορούσαμε μετά τα θαυμαστά τούτα δένδρα, με τη ντελικάτη ομπρελοειδή μορφή, να δεχτούμε την «ασχημία» της γύρω ζωής να μας περιβάλλει, καθώς νοιώθαμε αδύνατη κάθε σύγκριση μαζί τους˙ κι αν τολμούνταν, ήταν δεδομένη η κρίση μας για τα συγκρινόμενα! Οι παιδαγωγοί ονομάζουν «καλαισθητικό συναίσθημα» την καλλιέργεια της αισθητικής αντίληψης στο παιδί, και (κανονικά έπρεπε να) επικεντρώνονται στην τέτοια ποιοτική του συγκρότηση, που πραγματώνεται μέσω της φύσης και της τέχνης. Κι είναι σημαντικό να καλλιεργείται αισθητικά ο άνθρωπος από μικρή ηλικία, παίρνοντας ταυτόχρονα περιβαλλοντική παιδεία, καθόσον αισθητική και περιβάλλον πρέπει ν’ αποτελούν «συγκοινωνούντα δοχεία», κι έχοντας εξευγενισμένα ήθη, καθότι η αισθητική καλλιέργεια συμβαδίζει με τη διαύγεια σκέψης, με το ζωηρό συναίσθημα, με την αξιοπρεπή και γενναιόφρονα συμπεριφορά. Ε, εμάς μας καλλιέργησε πρωτογενώς η φύση, και τούτο ήταν ένα ευεργέτημα που πήραμε ενωρίς και χωρίς καθοδήγηση˙ ήταν η βάση μας για τη συνέχεια –χωρίς τούτο να σημαίνει ότι έτσι πληρωθήκαμε εσωτερικά, καθώς μας έλειπαν πολλά του κάλλους καλά που έπρεπε να πάρουμε από τη ζωή, αλλά ήταν βασικό ως θέμελο για να προχωρήσουμε το γεγονός ότι κατευθυνθήκαμε από τη φύση.
Οι κουκουναριές κείνες αποτελούσαν την «τροφό μας», αφού έτσι εξαντλημένοι που ήμασταν από το παιχνίδι αναζητούσαμε στους κουκουναρόσπορους τροφή. Τότε στήνονταν μιαν ολόκληρη επιχείρηση αναζήτησης σπόρων, κι όλοι σαν τα σπουργίτια συλλέγαμε τους καταγής σκορπισμένους, με τρόπο που αν μας έβλεπε κανείς από ψηλά θα νόμιζε πως γιγαντιαίες όρνιθες έχουν επιπέσει σε χωράφι σπόρων και το αποτρυγούν. Εάν η επί της γης «σοδειά» ήταν ανεπαρκής, τότε προχωρούσαμε σε άλλην πιο επίπονη προσπάθεια: σκαρφάλωναν οι πιο ικανοί στα δένδρα κι έριχναν από πάνω κουκουνάρια, που έσκαγαν στο έδαφος και σκορπιόνταν στην ταρατσωμένη γη οι τόσοι σπόροι. Κάποιοι άλλοι στόχευαν με πέτρες τα κουκουνάρια για να πέσουν στο έδαφος, αλλά τούτη η προσπάθεια ήταν τις περισσότερες φορές αποτυχημένη, αφού οι κώνοι ήταν γερά βαστηγμένοι στο κλαδί και δύσκολα ξεκολλούσαν. Μάζευε έτσι όσο περισσότερους σπόρους μπορούσε ο καθένας και στη συνέχεια άρχιζε το σπάσιμό τους, για να φαγωθούν. Το σπάσιμο με την πέτρα γινόταν προσεκτικά, για να μη διαλυθεί η πολύτιμη ψύχα, που ήταν ένα «γλύκισμα» κι έπρεπε, για να την απολαύσεις, να τη φας ολάκερη –αλλιώς «έχανε» η γεύση της. Ήταν ταυτόχρονα και θρεπτική, και μας κρατούσε για ώρα.
Φυσικά, μ’ ένα τέτοιο «τρύγισμα» των δένδρων, θάλεγες πως δεν ήταν δυνατό να υπάρξουν πολλά «γεύματα» σε αυτά, αφού γρήγορα οι σπόροι θα εξαφανίζονταν! Όμως δεν ήταν έτσι. Οι ώριμες κουκουναριές είχαν «ατέλειωτη» τροφή που πρόσφεραν! Έπαιρνε ώρα όλη η προσπάθεια κάτω από τις κουκουναριές, μεγαλύτερη φορές και από κείνη του παιχνιδιού, κι έτσι αποξεχασμένοι αφηνόμασταν, τόσο που οι μάνες μάς έψαχναν, χωρίς όμως μεγάλη ανησυχία, διότι ήξεραν πού θα μας αναζητήσουν, κι ότι θα μας έβρισκαν εκεί, κάτω από τις κουκουναριές! Υπήρχε βέβαια και συνέχεια, αφού έχοντας γεμάτο το στομάχι με κουκουναρόσπορο, αρνούμασταν το φαγητό στο σπίτι, και τούτο έφερνε αναταραχή, με τη μάνα να ωρύεται!
Η βίωσή μου με το συγκεκριμένο δένδρο άγεται και από το γεγονός ότι στη μια, την πιο απομακρυσμένη από τις κουκουναριές, συντηρούνταν στην κορυφή της «ομπρέλας της» φωλιά πελαργών. Τα πουλιά αυτά ήταν τα σύμβολα του τόπου, αφού συνδυάζονταν με την ευτυχία και την αναγέννηση, κι ήταν επιθυμητό να υπάρχουν στη γειτονιά μας, στο χωριό μας. Είχαμε μάλιστα τόσο εξοικειωθεί μαζί τους, που κατέβαιναν και προχωρούσαν σιμά μας όσο εμείς «τρυγούσαμε» τις κουκουναριές˙ άλλες δε φορές, όταν ξαποσταίναμε από το παιχνίδι κάτω από τα δένδρα, μας πλησίαζαν και τριγύριζαν γύρω μας συνευρισκόμενα μαζί μας. Το σαματατζίδικο δε παιχνίδι μας στο γήπεδο διόλου δεν τα ενοχλούσε, θα λέγαμε μάλιστα ότι μάλλον αποτελούσε μιαν ευχάριστη ενόχληση γι’ αυτά, καθώς θέλαν, έστω και τη θορυβώδικη, παρέα μας!
Λελέκια τα λέγαμε κι ήταν τα πιο οικεία σ’ εμάς πουλιά, περισσότερο και από τα συνηθισμένα μας, τις «απαίσιες» καρακάξες και τους ενοχλητικούς γλάρους, που ήταν «μισητά μας» διότι ενοχλούσαν τα μικρά των πελαργών ή τους έκλεβαν την τροφή που τους έφερναν οι γονείς τους, όταν βεβαίως αυτοί έλειπαν. Πολλές φορές καθόμασταν κάτω από τις κουκουναριές και τα παρατηρούσαμε στην αντικρινή μόνη κουκουναριά, πώς κοινωνούσαν και συμπεριφέρονταν. Σε αυτή δε την κουκουναριά δεν πηγαίναμε να «τρυγήσουμε», σεβόμενοι λες το χώρο των πουλιών, αφού το δένδρο ήταν η φωλιά τους.
Ήταν μιαν οικογένεια αγαπημένη οι πελαργοί, πώχαν τρυφερότητα κι αφοσίωση, στοιχεία που τους χαρακτήριζαν, καθώς ήταν από τη φύση τους όντα ευγενή και κοινωνικά. Το κροτάλισμα του ράμφους τους ήταν το διαρκές συνήθειο που περιμέναμε, και μάλιστα αναρωτιόμασταν εάν δεν το ακούγαμε. Δε μας τρόμαζαν τα φίδια, τα ποντίκια, τα μικρά θηλαστικά που κουβαλούσαν στις συνεχείς εξορμήσεις τους, για το τάισμα των μικρών τους, που κάποτε μάλιστα τους ξέφευγαν από τα ράμφη τους, κι εμείς φροντίζαμε να τα μεταφέρουμε σε μέρη εμφανή, για να τα ξαναπάρουν. Μια σχέση έτσι συνεργασίας και νοιάξης αναπτύχθηκε με τα πουλιά αυτά, που ξεπερνούσε την οικειότητα κι αποκτούσε τα χαρακτηριστικά της επαφής και της συμμετοχής στο γίγνεσθαι. Νοιώθαμε τον αποχαιρετισμό τους σαν έφευγαν για το ταξίδι της αποδημίας τους, από τον τρόπο που μας κοιτούσαν και από το ανήσυχο βλέμμα τους, αλλά ταυτόχρονα νοιώθαμε το επανειδείν που μας υπόσχονταν κάνοντας γύρους πάνω από τα κεφάλια μας. Ο ερχομός τους δε, ήταν μια γιορτή που εκφράζονταν με έντονα πετάγματα γύρω από τη φωλιά, λες και χαιρετούσαν τον κόσμο τους που τον ξαναβρήκαν, στον οποίο περιλαμβανόμασταν κι εμείς.
Κι ήταν πολύ κρίμα, μια οδύνη, που τα δένδρα κείνα, τα σύμβολα του τόπου, κόπηκαν για να κατασκευαστούν στη θέση τους σχολεία! –ένα διαρκές τεχνητό και μοιραίο δίλημμα προβάλλεται με τέτοιες ενέργειες: Φύση ή δημόσιο συμφέρον; Περιβάλλον ή ανθρώπινη ανάγκη; Δένδρα ή σχολειά; Λες και τα διλήμματα πρέπει να καθορίζουν το ζην και να μας καταδυναστεύουν, λες και οι λύσεις δε θάπρεπε ν’ αποτελούν ρήξεις με τον φαύλο εαυτό που κονταίνει τη ζωή και την απομειώνει…
Μεγαλωμένοι πια εμείς που τα δένδρα κείνα χαρήκαμε, τ’ αναζητούμε ως μνήμη, ως τα θέμελα μιας ζωής που χάθηκε για νάρθει μια αλλότρια και ξένη με την ύπαρξη νεοζωή. Οι νέες γενιές δε θα ζήσουν και δε θα νοιώσουν το βάθος της αίσθησής μας, την ανείδωτη και μη εκτιμημένη προσφορά των δένδρων μας. Οι πελαργοί τότες, που τα δένδρα κόπηκαν, χαμένοι τριγύριζαν στον τόπο της απώλειας, μπερδεμένοι με το κακό των ανθρώπων, κάνοντας κύκλους απόγνωσης κι όχι χαιρετισμού, γυρεύοντας το καταφύγιό τους που εχάθη. Το ίδιο νοιώθαμε κι εμείς, καθώς χάσαμε το καταφύγιο της ζωής μας, τον ιδεατό μας θώκο˙ από τα λίγα πολύτιμα –ιδεατά, γιατί όχι!..– πράγματα που μας επέμειναν για να ορίζουμε τον κόσμο μας και ως παιδιά και ως άνθρωποι της ζωής ν΄ ανασαίνουμε και να ελπίζουμε. Οι πελαργοί, που πάντα φέρναν την (ανα)γέννηση, το χαιρετισμό, τη νια και πλια ζωή, έφυγαν, δεν ξανάρθαν, δε θέλησαν τον τόπο τον κολοβωμένο, διότι χαθήκαν τα δένδρα της ζωής τους, διότι τους «πρόδωσε» ο άνθρωπος…
(από το υπό έκδοση δοκίμιό Του Αντώνιου Καπετάνιου “ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΜΕ ΤΑ ΠΛΗΓΩΝΟΥΜΕ…”)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου