ΕΚΕΙΝΗ ἀνησυχοῦσε γι’ ἀνθρώπους,
ἐτοῦτος γιὰ πράγματα. Καὶ γιὰ ὅ,τι ὑπῆρχε μεταξύ τους, αὐτὸ τὰ λέει ὅλα.
|
«Τί σκέφτεσαι ποὺ ἡ κόρη μας ξενοκοιμᾶται;», εἶπε κείνη. «Τὰ σκαλιὰ
στὴ βεράντα σαπίζουνε», ἀποκρίθηκε ὁ ἄλλος. «Θὰ πέσει κανένας μέσα.»
Ξαπλώνανε μαζὶ στὸ κρεβάτι καὶ μιλοῦσαν. Μαζὶ ξαπλώνανε καὶ
μιλοῦσαν, γιὰ εἴκοσι πέντε χρόνια. Πρῶτα-πρῶτα, ἂν θὰ κάνανε παιδιὰ
—ἐκείνη τό ’θελε (ἂν καὶ ὑπῆρχε τὸ σύνδρομο Ντάουν, ἡ λευχαιμία, ἡ
μικροκεφαλία, οἱ μαγουλάδες), τοῦτος πάλι ὄχι (ἡ ἐπένδυση στράβωνε,
ἡ στέγη γρήγορα θ’ ἄνοιγε)— κι ἔπειτα, σὰν γεννήθηκε ἡ κόρη τους,
παιδάκι γερό, παρὰ κάτι τριάμισι κιλὰ («δὲν καλοτρώει»· «ὁ φοῦρνος
γκρεμίζεται»), κυρίως γιὰ θέματα οἰκογενειακὰ («οἱ φίλοι της εἶν’ ἀλιτήριοι,
τὸ δωμάτιό της χάλια»· «τὰ φρένα σφυρᾶνε, ὁ βραστήρας σκουριάζει»).
Ἡ
ἀνησυχία μεγάλωνε ἀνάμεσά τους σὰν κανένας γιός, μὲ τὰ μικροπείσματά
του κι ἔπειτα μὲ πιὸ πιεστικὲς ἀπαιτήσεις. Τὸν χαϊδεύανε καὶ τὸν κανάκευαν·
τοῦ βάζανε θέση στὸ τραπέζι· τόνε στέλναν στὸ νηπιαγωγεῖο, σὲ ἰδιωτικὸ
σχολεῖο, σὲ κολλέγιο. Ἐπειδὴ σὲ ὅλα σχεδὸν ἀποτύχαινε καὶ γυρνοῦσε
πάντα σπίτι, τὸν ἀγαποῦσαν. Ἤτανε, τέλος πάντων, ὁ γιός τους.
«Διαβάζω, καιρὸ τώρα, τὸ ἡμερολόγιό της: παίρνει ναρκωτικά.
Κοιμᾶται ἐδῶ κι ἐκεῖ.» «Δὲ νομίζω πὼς μπορῶ νὰ τὸ φτιάξω μοναχός μου.
Ποῦ θὰ βροῦμε μαραγκό;»
Καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἡ κόρη τους παντρεύτηκε τ’ ἀγόρι της ἀπὸ τὸ
Λύκειο, ἔκανε οἰκογένεια κι ἄνοιξε μαγαζὶ ὑγιεινῆς διατροφῆς σὲ
μιὰ μακρινὴ κωμόπολη. Μόλο ποὺ ἀναπολοῦσε τὰ μικράτα της, ὅπως κι ὁ
καθένας —πόσο καλοὶ ἦταν οἱ γονεῖς της καὶ πόσο ἀνησυχούσανε γιὰ
κείνην, πόσο θὰ γερνούσανε καὶ θὰ γίνονταν πιὸ ἀνήμποροι— σπάνια τηλεφωνοῦσε
ἢ ἐρχότανε γιὰ ἐπίσκεψη: εἶχε τὶς δικές της ἀνησυχίες.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου