Ἡ
μικρομυθοπλασία δὲν εἶναι πιὰ αὐτὸ ποὺ ἦταν:
προσέγγιση
στὴν ὑπερβραχεία λογοτεχνία
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ἡ μικρομυθοπλασία; Εἶναι εἶδος[i] ἢ ὑποεῖδος; Ἔχει ὁρισμένη ἔκταση;
Ποιά εἶναι τὰ χαρακτηριστικά της; Ποιά εἶναι ἡ καταλληλότερη ὀνομασία;
Ποιά εἶναι ἡ ἱστορία της; Εἶναι μιὰ μοντέρνα φόρμα πεζογραφίας;
Γνωρίζουμε ποῦ καὶ πότε ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της; Ὅπως συμβαίνει συνήθως
μὲ τὶς καλλιτεχνικὲς ἐκφράσεις, ὑπάρχουν πολλὲς διαφορετικὲς ἀπαντήσεις·
κάποιες φορὲς εἶναι ἀντιφατικές, ἄλλες φορὲς συμπίπτουν, ὅμως, ἂν
καὶ ὅλες εἶναι ἐξίσου καλὰ τεκμηριωμένες, δὲν ὑπάρχει ἰδιαίτερη
ὁμοφωνία ὡς πρὸς τὴν ὑποστήριξή τους.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν εὔκολη ὁδὸ καὶ νὰ προσδιορίσουμε
τὴ μικρομυθοπλασία ὡς μιὰ πολὺ σύντομη ἀφηγηματικὴ καὶ μυθοπλαστικὴ
λογοτεχνικὴ φόρμα. Ἡ ἔκταση ἑνὸς ἔργου μικρομυθοπλασίας ποικίλλει,
δὲν πρέπει, ὡστόσο, νὰ ὑπερβαίνει τὴ μία τυπωμένη σελίδα, δηλαδὴ
περὶ τοὺς 1.500 χαρακτῆρες· ὑπάρχει διάσταση ἀπόψεων ὡς πρὸς τὸ ὄνομα:
μικρὸ- ἢ νανομυθοπλασία,
νάνο- ἢ μικροαφήγηση, μικρὸ- ἢ νανοδιήγημα καὶ
παραλλαγὲς αὐτῶν, οἱ ὁποῖες ὑποδηλώνουν τὴν ἐξαιρετικὰ
μικρὴ ἔκτασή του καὶ τὸ χαρακτήρα του ποὺ συνδέεται μὲ τὴ μυθοπλαστικὴ
ἀφήγηση
. Τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ εἴδους εἶναι ἡ συγγραφικὴ κομψότητα
(μιᾶς καὶ σὲ τόσο λίγο χῶρο πρέπει νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἡ κατάλληλη
λέξη)· ἡ ὑβριδικότητα, ὁ πρωτεϊσμὸς καὶ ἡ μὴ σύμπλευση μὲ κανένα
εἶδος (διότι ἀλλάζει φόρμες καὶ εἴδη)· ἡ χρήση τῆς διακειμενικότητας
―διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἀναγνώστης γνωρίζει ὅσα προηγοῦνται
καὶ ὁ συγγραφέας μπορεῖ νὰ θεωρήσει δεδομένα πολλὰ πράγματα― ὅπως,
ἐπίσης, καὶ ἡ χρήση τῆς παρωδίας, τῆς εἰρωνείας, τῆς ἀφηγηματικῆς
ἔλλειψης καὶ τοῦ χιοῦμορ. Θεωρεῖται εἶδος ποὺ γεννήθηκε στὴ Λατινικὴ
Ἀμερική, ἀπὸ ὅπου προέρχονται οἱ πρωτοπόροι του: ὁ Ρουμπὲν Νταρίο, ὁ Χούλιο Τόρι, ὁ Λεοπόλδο Λουγόνες
καὶ ὁ Χουὰν Χοσὲ Ἀρεόλα, μεταξὺ ἄλλων.
Στὴ Λατινικὴ Ἀμερική, ἐπίσης, συνέχισε νὰ ἐξελίσσεται μὲ μεγάλη
ὁρμὴ ἀπὸ τοὺς Ἀουγοῦστο Μοντερόσο, Χόρχε Λουὶς Μπόρχες καὶ Χούλιο Κορτάσαρ, κυρίως τὴ δεκαετία
τοῦ ’70 καὶ μὲ εὐρέως διαδεδομένο τρόπο ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’90
τοῦ περασμένου αἰώνα μέχρι σήμερα, ἐποχὴ ποὺ παρατηροῦνται πλέον
(παρα)δείγματα σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ χῶρες.
Μακάρι νὰ ἦταν τόσο εὔκολο. Ὅλα ὅσα μόλις προείπαμε θὰ μποροῦσαν
νὰ ἰδωθοῦν μὲ ἄλλο τρόπο, λιγότερο ἁπλό, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀρχίσουμε
νὰ τὰ ἀναλύουμε σὲ βάθος. Τὸ ἀποτέλεσμα ἀποδεικνύει ὅτι κάθε
βεβαιότητα ἐξαφανίζεται: ἡ μικρομυθοπλασία μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα
καινούργιο εἶδος, μπορεῖ καὶ ὄχι· δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ξεκίνησε,
οὔτε τὰ χαρακτηριστικά της εἶναι ξεκάθαρα, οὔτε τὸ ὄνομά της, ἐνῶ
εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ διεκδικοῦν τὴν πατρότητά της. Καὶ ὄχι μόνο
αὐτό, ἀλλὰ ἂν ὑπάρχει ὡς ἀνεξάρτητο εἶδος εἶναι γιατί οἱ θεωρητικοὶ
ὅρισαν τὴν ὕπαρξή της καὶ ἀπὸ κάποια στιγμὴ καὶ ἔπειτα οἱ συγγραφεῖς
ἀνέπτυξαν δείγματα γραφῆς ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τοὺς μελετητές.
Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀμφιταλαντεύσεις ἔχουν λόγο ποὺ ὑφίστανται. Ἐὰν
ὑπάρχει ἕνα εἶδος ποὺ ἀπορρίπτει τὶς ἀπολυτότητες, τὶς βεβαιότητες,
τὶς ἀδιάλλακτες ἐπιβεβαιώσεις εἶναι τὸ εἶδος ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ.
Ἡ ἔκτασή του ποικίλλει ἐντὸς τῆς ἴδιας τῆς μικρῆς του κλίμακας·
ἡ ἔκφρασή του ὡς εἶδος εἶναι περίπλοκη, ἀμφίσημη, ἀνεξέλεγκτη,
διαφεύγουσα· τὰ χαρακτηριστικά του εἶναι λίγα ἢ ὑπερβολικὰ
πολλά, ἀνάλογα μὲ τὸ ποιὸς τὰ ἀπαριθμεῖ· ὁ ὁρισμός του δὲν εἶναι
ἰδιαίτερα ξεκάθαρος, τὸ ὄνομά του ποικίλλει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα καὶ
ἀπὸ συγγραφέα σὲ συγγραφέα. Μποροῦν νὰ κατατεθοῦν μόνο προτάσεις,
προσεγγίσεις, συμβουλές, ἀμφιβολίες, ἐκτιμήσεις. Ὁποιαδήποτε
βεβαιότητα σύντομα ἀπορρίπτεται ἐνώπιον ἑνὸς νέου παραδείγματος
τὸ ὁποῖο ἀρνεῖται τὴν προηγούμενη προϋπόθεση. Ἐὰν αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει
τὴ μικρομυθοπλασία εἶναι τὸ ἄπιαστο καὶ τὸ ἀμφίσημο, οἱ ταξινομήσεις,
οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦνται τόσο πιστὰ στὴν ἀκαδημαϊκὴ κοινότητα,
καταλήγουν νὰ εἶναι περιοριστικὲς καὶ ὄχι πολὺ ἀξιόπιστες. Ἐπιπλέον,
ὅλα αὐτὰ ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ μικρομυθοπλασία μοιάζουν μὲ work
in progress, ὥστε, αὐτὸ ποὺ σήμερα μᾶς φαίνεται ἡ ἀρχή, ἀρκετὸ καιρὸ
ἀργότερα, χάρη σὲ νέες ἀνακαλύψεις, θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶναι κάτι
ποὺ βρισκόταν ἤδη στὰ μισά του δρόμου.
Βέβαια, αὐτὴ ἡ «ἀναποφασιστικότητα» προκαλεῖ πολλὰ ἐμπόδια
καὶ παρανοήσεις: τὸ εἶδος πέρασε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, στὴν ὑποτίμηση
―ἐπειδὴ εἶναι κάτι ἀλλόκοτο―, στὴ συνέχεια ἔγινε τάση, πανταχοῦ
παρόν, μιὰ ὑπερβολὴ καί, στὸ τέλος, ξανὰ ἄξιο περιφρόνησης ἐπειδὴ
εἶναι κάτι ὑπερβολικὰ κοινό. Μετὰ ἀπὸ τόσες δεκαετίες, κάποιοι
ἀκόμη δὲν τὸ θεωροῦν λογοτεχνία καί, παρὰ τὰ πολλὰ διεθνῆ καὶ μὴ
συνέδρια, τὶς δημοσιεύσεις, τὶς ἐκδόσεις ποὺ ἀφιερώνονται στὸ ἐν
λόγῳ θέμα, ἀκόμη ὑπάρχουν ἄτομα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴ μικρομυθοπλασία
ἐκκεντρική, ὅταν εἶναι γενναιόδωροι, ἢ ἀσήμαντη, ἰδανικὴ γιὰ
τοὺς ὀκνηροὺς τῆς γραφῆς καὶ τῆς ἀνάγνωσης. Καὶ ὅλα αὐτὰ σχετίζονται
ἐπίσης μὲ τὴ συντομία, καθὼς φαίνεται ὑπερβολικὰ
σύντομο γιὰ νὰ εἶναι σημαντικό. Καὶ τὸ δοκίμιο ὅμως στὸ ξεκίνημά
του θεωροῦνταν κάτι παράξενο, ἡ ποίηση χωρὶς μέτρο καὶ ὁμοιοκαταληξία
εἶχε τὴ φήμη ὅτι εἶναι τὸ καταφύγιο τῶν φυγόπονων καὶ ἡ πολεμικὴ
ἐναντίον τῶν μὴ παραστατικῶν πλαστικῶν τεχνῶν συνεχίζεται καὶ
κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 21ου αἰώνα.
Ἡ συντομία ἐπίσης συνδέεται μὲ τὴ φαινομενικὴ εὐκολία τῆς
συγγραφῆς – δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ γράψεις ἕνα μυθιστόρημα, εἶναι ξεκάθαρο.
Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ πιστεύουν ὅτι ὁποιοδήποτε μικρὸ
ἐπινόημα θεωρεῖται δεῖγμα τοῦ εἴδους, ἀπελπίζοντας τοὺς ἀναλυτὲς
καὶ τοὺς σοβαροὺς μικροδιηγηματογράφους. Τὰ γενναιόδωρα βραβεῖα
ποὺ προσφέρονται σὲ διαγωνισμοὺς τοῦ χώρου (λαμβάνοντας ὑπόψη τὸν
ἀριθμὸ τῶν χαρακτήρων) ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες συμμετοχές,
ποὺ «προσπαθοῦν νὰ δοῦν» ἂν λειτουργεῖ τὸ κειμενάκι τους. Ἡ συντομία
λοιπόν, ἡ ὁποία συνεπάγεται τόση προσπάθεια γιὰ τοὺς εὐσυνείδητους
μύστες, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ἐπίσης καὶ τὴν κοινοτυπία ὁρισμένων
προτάσεων καὶ τὸν ἐκφυλισμὸ τοῦ εἴδους. Μὲ τὴν αὔξηση τοῦ σώματος
κειμένων μὲ γεωμετρικὴ πρόοδο, γίνεται περίπλοκο νὰ ἀναγνωρίσει
κανεὶς τὶς προτάσεις τῆς κάθε χώρας καὶ τῆς κάθε γλώσσας. Ἡ πληθώρα,
ἀπὸ τὴν ἄλλη, μετατρέπεται σὲ ζούγκλα, ὅπου εἶναι δύσκολο νὰ ἐντοπίσει
κανεὶς τὰ διαμάντια. Πάνω ἀπὸ ὅλα, ὅμως, ἡ ἀφθονία συνεπάγεται
ἐπίσης ὅτι ἕνα τόσο μεγάλο εὖρος προτάσεων κάνει δύσκολό το νὰ ἔχει
κάποιος μιὰ σχετικὰ πιὸ ξεκάθαρη ὀπτικὴ τοῦ τί παράγεται.
Κι ἔτσι περνᾶμε σὲ κάτι σημαντικό: τὸ ὅτι εἶναι τόσο ἀσαφής,
εὐμετάβλητη καὶ ὀλισθηρὴ σημαίνει ἄραγε ὅτι τὰ πάντα εἶναι ἄξια
λόγου; Ὄχι, βέβαια. Οἱ μικρομυθοπλασίες θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι μικρὰ
ἔργα τέχνης, κι αὐτό, ὅπως ξέρουμε καλά, εἶναι πάντα πολὺ δύσκολο
νὰ ἐπιτευχθεῖ.
Ὅπως στὸ ἀνέκδοτο μὲ
τὸν καθηγητὴ καὶ τὴν ὕπαρξη/ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, θὰ μπορούσαμε νὰ
ποῦμε ὅτι ἡ μικρομυθοπλασία ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, παρόλο
ποὺ ἡ συγγραφὴ μικρῶν λογοτεχνικῶν ἔργων εἶναι πανάρχαια. Βρίσκεται
στὰ ἑλληνικὰ καὶ ρωμαϊκὰ Σύμμεικτα, στὰ ἰαπωνικὰ Makura no Soshi
(Βιβλία τοῦ μαξιλαριοῦ) ποὺ χρονολογοῦνται στὸ 1000 μ.Χ. καὶ ἀνήκουν
στὸ εἶδος Zuihitsu (σύντομα κείμενα, γραμμένα μονοκοντυλιὰ) καὶ τὰ
ἀγγλικὰ Commonplace books τοῦ Μεσαίωνα καὶ τῆς Ἀναγέννησης. Ὑπάρχουν
ἐπίσης σύντομα ἔργα, τὰ ὁποῖα στὰ ἀγγλικὰ ὀνομάζονται Hodgepodge
(Συνονθύλευμα), τὰ γερμανικὰ Gemeinplatze, τὰ γαλλικὰ Lieux Communs
καὶ τὰ ἰταλικὰ Zibaldone τοῦ 19ου αἰώνα (Rojo, 2010). Ἡ Francisca
Noguerol (2009) τὸ συνδέει μὲ τὰ ἱσπανικὰ Dietarios, ἡ Laura Pollastri
(2007) μὲ τὶς ἐπιγραφὲς στὶς ἐπιτύμβιες στῆλες τῆς ἀρχαιότητας, ὁ
David Lagmanovich (2006) μὲ τὰ χαϊκού, ὁ Paul Davila (2014) μὲ τὰ κοάν… θὰ
μπορούσαμε νὰ συνεχίσουμε ἔτσι ἐπ’ ἄπειρον. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔπειτα
ἀκολουθεῖ ἕνα ἅλμα ἀρκετῶν αἰώνων. Ὁ Lagmanovich (2006) θεωρεῖ τὰ Μικρὰ ποιήματα σὲ πεζό
τοῦ Σὰρλ Μπωντλὲρ ἕναν σημαντικὸ πρόδρομο. Ἀνάμεσα στοὺς «προγόνους»
συμπεριλαμβάνονται ἐπίσης ὁ Ἄμπροζ Μπὶρς καὶ ὁ Ναθάνιελ Χόθορν
μὲ τὰ American
Notebooks του, σύμφωνα μὲ τὴν Graciela Tomassini (2008 καὶ
2011). Ὁ Juan Armando Epple (2006) κατονομάζει τοὺς Ἀλοΐσιους Μπερτράν,
Βιλιὲ ντὲ Λ’Ἴλ, Ὄσκαρ Γουάιλντ, Ζὶλ
Ρενάρ, Φραντς Κάφκα, Τζὸρτζ Λόρινγκ Φρόστ, Ἰ. A. Ἄιρλαντ καὶ τὸν βαρῶνο
τοῦ Ντάνσανι. Καὶ ἐκεῖ ἐμφανίζεται ἕνα ἀκόμα ἅλμα, αὐτὴ τὴ φορὰ
πρὸς τοὺς Λατινοαμερικάνους τοῦ 20οῦ αἰώνα: Ρουμπὲν Νταρίο, Ἀλφόνσο Ρέγες, Χούλιο Τόρι, Χοσὲ Ἀντόνιο Ράμος Σοῦκρε,
Λουὶς Βιδάλες, Βισέντε Οὐιδόμπρο, Ἐρνέστο Λουγόνες,
μεταξὺ ἄλλων. Ἡ Stella Maris Colombo (2011) συγκεντρώνει τοὺς διάφορους
προδρόμους, σύμφωνα μὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ μελετητές, στοὺς ὁποίους συμπεριλαμβάνει
τὸν ἤδη προαναφερθέντα Φραντς Κάφκα, τὸν Μπέρτολτ Μπρὲχτ καὶ τὸν Ἔρνεστ Χέμινγουεϊ (σύμφωνα μὲ τὸν
Lagmanovich), τὸν ἤδη προαναφερθέντα Ἄμπροζ Μπὶρς (σύμφωνα μὲ τὴν Tomassini)
καὶ τὸν Τζιοβάνι Παπίνι (σύμφωνα μὲ τοὺς Colombo, Roas καὶ Anderson
Imbert). Σύμφωνα μὲ τὴν Dolores Koch (1981), πρωτοπόρος ἦταν ὁ μεξικανὸς
Χούλιο Τόρι. Οἱ David Lagmanovich καὶ
Laura Pollastri μελέτησαν σὲ βάθος τὶς ἐπιρροὲς τῆς λατινοαμερικανικῆς
πρωτοπορίας καὶ τοῦ μοντερνισμοῦ στὸ εἶδος. Ἀσφαλῶς, πρέπει νὰ ληφθοῦν
ὑπόψη οἱ Greguerias τοῦ
Ραμὸν Γκόμεθ δὲ λὰ Σέρνα. Ὅμως ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἄλλο ἕνα ἅλμα μέχρι
τὸ 1955, ὅταν δημοσιεύεται τὸ Σύντομες
καὶ παράξενες ἱστορίες τῶν Χόρχε Λουὶς Μπόρχες καὶ Ἀδόλφο Μπιόι Κασάρες, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται
ὡς ἡ πρώτη ἀνθολογία ἑνὸς εἴδους ποὺ ἕως τότε δὲν ὑφίστατο ὡς ἀντικείμενο
μελέτης καὶ συγκεντρώνει παραδείγματα ἀπὸ ὑπερβραχέα κείμενα,
τὰ ὁποῖα σήμερα καταλογογραφοῦνται ὡς μικρομυθοπλασίες. Καὶ
λίγο ἀργότερα, τὸ 1959, ὁ Ἀουγοῦστο Μοντερόσο δημοσιεύει
τὸ πιὸ διάσημο μικροδιήγημα ὅλων των ἐποχῶν, «Ὁ δεινόσαυρος», ἕνα
ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς συλλογής Obras
completas (y otros cuentos). Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα εἶναι εὔκολο
νὰ συνεχίσει ἡ λίστα τῶν συγγραφέων ποὺ ἀρχίζουν νὰ ἀσχολοῦνται μὲ
τὴν ὑπερβραχεία λογοτεχνία, ἀπὸ τὸν Μεξικανὸ Χουὰν Χοσὲ Ἀρεόλα, τὸν Κολομβιανὸ
Ἄλβαρο Σεπέδα Σαμούδιο, μέχρι τοὺς Ἀργεντινοὺς Μάρκο Ντενέβι καὶ
Ἐνρίκε Ἀντερσον Ἰμπέρτ, τὸν Κουβανὸ Βιρχίλιο Πινιέρα, τὸν Βενεζολάνο
Ἀλφρέδο Ἄρμας Ἀλφόνσο καὶ πολλοὺς ἄλλους. Καὶ ἀπὸ τὴν ἔκρηξη τῆς δεκαετίας
τοῦ ’70, ἄλλο ἅλμα στὴ δεκαετία τοῦ ’90 ―παρόλο ποὺ μερικοὶ συγγραφεῖς
ἰσχυρίζονται ὅτι πρόκειται μᾶλλον γιὰ τὴ δεκαετία τοῦ ’80 ― ὅταν
καὶ πάλι τὸ εἶδος ἀναπτύσσεται μὲ πληθώρα λατινοαμερικάνων, ἱσπανῶν,
ἀγγλόφωνων, βραζιλιάνων, κορεατῶν συγγραφέων... Καὶ ἄλλο ἅλμα,
αὐτὴ τὴ φορὰ ποσοτικό, μὲ τὸ ξεκίνημα τοῦ νέου αἰώνα καὶ τὴν ἔξαρση
τῶν μέσων κοινωνικῆς δικτύωσης. Ἡ μικρομυθοπλασία ἔχει τὴν ἰδανικὴ
ἔκταση γιὰ νὰ διαβαστεῖ σὲ blog, στὸ Twitter, στὸ Facebook, στὸ
Tumblr καὶ στὰ λοιπὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, γι’ αὐτὸ καὶ στὸ
διαδίκτυο ὑπάρχουν χιλιάδες σελίδες ποὺ καταπιάνονται μὲ αὐτὴ
τὴ φόρμα. Ἐπιπλέον, ὑπάρχουν πιὰ συγγραφεῖς (Ραγουσέο, Σαμπράνο)
οἱ ὁποῖοι ἀναπτύσσουν συγκεκριμένη λογοτεχνικὴ θεωρία σχετικὰ
μὲ τὴν twitteroποίηση, δηλαδὴ τὴ μικρομυθοπλασία ποὺ δὲν ξεπερνᾶ τοὺς 140 χαρακτῆρες.
Πλέον τὰ ὑπερβραχέα κείμενα εἶναι τόσο πανταχοῦ παρόντα ὥστε, ὅπως
λέει ἡ Χούλια Ὀτσόα, «σηκώνεις μιὰ πέτρα, μιὰ σαύρα, μιὰ ψίχα ψωμὶ
καὶ πέφτεις πάνω σὲ ἕνα». Ὅπως συμβαίνει μὲ τὴ νίκη, ἡ μικρομυθοπλασία
ἔχει πολλοὺς πατέρες καί, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ἥρωες, ὑπάρχουν ἐπίσης
πολλοὶ τόποι ποὺ ἐρίζουν γιὰ τὸν τίτλο τῆς γενέτειράς της.
Ὅπως εἶναι προφανὲς μὲ αὐτὴ τὴν προσπάθεια ἱστορικῆς συστηματοποίησης,
δὲν ὑπάρχει σαφὴς καὶ συνεχὴς ἐξέλιξη, παρὰ χαοτικὲς ἐκρήξεις
στὶς ὁποῖες ἀναμειγνύονται πολλὰ εἴδη, συγγραφεῖς ποὺ κάποτε, ἀλλὰ
ὄχι πάντα, γράφουν ὑπερβραχέα κείμενα, κείμενα περισσότερο ἢ
λιγότερο σύντομα, τάσεις ποὺ ἔρχονται καὶ παρέρχονται, πειραματισμοὶ
ποὺ δίνουν ἀφορμὴ γιὰ ἄλλες ἀναζητήσεις καὶ ἀποκλειστικὴ ἐνασχόληση
μὲ τὸ εἶδος ἀπὸ ὁρισμένους συγγραφεῖς.
Τὸ πρόβλημα μὲ τὶς ἱστορίες εἶναι ὅτι εἶναι πάντα σχετικές,
γι’ αὐτὸ καὶ τέτοιο πλῆθος προδρόμων ἀποδεικνύει ὅτι, ὅπως πάντα
στὰ λογοτεχνικὰ φαινόμενα, οἱ ἐπιρροὲς εἶναι πολλές, πολλαπλὲς
καὶ προσωπικές. Ὅλοι οἱ συγγραφεῖς ποὺ προαναφέρθηκαν γιὰ κάποιον
θὰ ἦταν πρόδρομοι, καὶ γιὰ κάποιον ἄλλον ὄχι. Ἴσως ὑπάρχει ἕνα
Zeitgeist ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ συντομία, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὑπῆρξαν
παραδείγματα ἀφηγηματικῶν κειμένων πολὺ μεγάλης πνοῆς, ἑπομένως
ὁποιαδήποτε χρονικὴ σύνδεση μὲ τὴ μικρομυθοπλασία δὲν μπορεῖ
παρὰ νὰ εἶναι περιορισμένη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ὕπαρξη τόσων θεμελιωτῶν
μὲ κάνει νὰ σκεφτῶ ὅτι ἴσως ἡ ἀπάντηση νὰ εἶναι πιὸ ἁπλή. Ἡ ὑπερβραχεία
λογοτεχνία ὑφίστατο ἀπὸ τότε ποὺ ξεκίνησε ἡ συγγραφὴ καὶ ἀποτυπώνεται
ὡς ἀφορισμός, ἀλληγορία, ἀπόλογος, σκηνή, περιστατικό, παράδειγμα,
ἐπίγραμμα, γκραβούρα, μύθος, παραβολή, παροιμία, ἀπόφθεγμα, βινιέτα
καὶ μιὰ ἀτελείωτη ποικιλία πολὺ σύντομων ἀρχαίων λογοτεχνικῶν
κειμένων. Καὶ ποιά εἶναι ἄραγε ἡ διαφορὰ μὲ τὴ μικρομυθοπλασία;
Καμία ἢ πολλές. Ἡ μικρομυθοπλασία εἶναι λογοτεχνία τοῦ 20οῦ αἰώνα
καὶ ἑξῆς, καὶ ἔχει τὶς ἴδιες διαφορὲς μὲ τοὺς προγόνους της, ὅπως ἔχουν
τὸ μυθιστόρημα, ἡ ποίηση ἢ τὸ δοκίμιο τοῦ 20οῦ καὶ τοῦ 21ου αἰώνα μὲ
τοὺς δικούς τους προγόνους.
Ὁ ὅρος μικρομυθοπλασία ―καὶ οἱ πολλαπλὲς ἐκδοχές του― ἄρχισε
νὰ χρησιμοποιεῖται πρόσφατα, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ λογοτεχνικὴ
φόρμα τὴν ὁποία ἀποκαλοῦμε ἔτσι μπορεῖ κανεὶς νὰ σκεφτεῖ ὅτι δημιουργήθηκε
ἀπὸ τοὺς μελετητὲς τοῦ χώρου, ὅτι τῆς προσδώσαμε θεωρητικὴ ὑπόσταση,
διαμορφώνοντας σὲ λογοτεχνικὸ εἶδος αὐτὸ ποὺ προηγουμένως ἦταν
ποικίλα σύντομα εἴδη ποὺ οἱ συγγραφεῖς καλλιεργοῦσαν δίχως νὰ νοιάζονται
γιὰ τὴν ταξινόμησή τους.
Τὸ ζήτημα τοῦ ὀνόματος
Λίγα λογοτεχνικὰ εἴδη
ἔχουν τόσες πολλὲς ὀνομασίες: ἀκριβὴς τέχνη, σύντομο διήγημα,
περιστατικό (ὅρος ποὺ ἀναφέρεται στὴ σύντομη ἀφήγηση τοῦ Ἀντερσον
Ἰμπέρτ), σχεδὸν διήγημα, διηγηματίδιον, βραχὺ διήγημα, ὑπερβραχὺ
διήγημα, σύντομο διήγημα, συντομότατο διήγημα, μικροσκοπικὸ
διήγημα, διήγημα-μινιατούρα, λιπόσαρκο διήγημα, στιγμιαῖο
διήγημα, ταχυδιήγημα, γρήγορο διήγημα, διήγημα μπονζάι, μυθοπλασία τοῦ
ἑνὸς λεπτοῦ, γρήγορη μυθοπλασία, αἰφνίδια μυθοπλασία, ὑπερσύντομο,
ἐλάχιστη ἱστορία, μικροδιήγημα, μικρομυθοπλασία, μικροαφήγηση,
μικροκείμενο, μινιδιήγημα, μινιμυθοπλασία, μινικείμενο, νανοδιήγημα,
νανομυθοπλασία, νανοκείμενο, διηγηματίδιο, μικρὴ ἀφήγηση,
σύντομη ἀφήγηση, ἐλάχιστη ἀφήγηση, μικροσκοπικὴ ἀφήγηση, παραβατικὸ
διήγημα, ὑπερβραχύτατο κείμενο, διήγημα ἐξπρές, ποικίλη ἐπινόηση
(γιὰ τὰ ἔργα τοῦ Χουὰν Χοσὲ Ἀρεόλα), κειμενίδιο, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων.
Αὐτοὶ ποὺ χρησιμοποιοῦνται περισσότερο εἶναι οἱ ὅροι μινιμυθοπλασία,
μικροαφήγηση, μικροδιήγημα καὶ μικρομυθοπλασία. Ἡ διάκριση
ὑπονοεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα διήγημα πολὺ σύντομο, μιὰ ἀφήγηση
πολὺ βραχεία ἢ μιὰ ἐλάχιστη μυθοπλαστικὴ φόρμα (ὄχι ἀπαραίτητα
διήγημα ἢ ἀφήγηση). Ἂν καὶ ἡ ἔλλειψη ἀκριβοῦς ὀνόματος ἀπελπίζει
ἀρκετούς, τὸ γεγονὸς ὅτι στερεῖται συγκεκριμένου ὀνόματος καὶ ἔχει
τόσες ὀνομασίες εἶναι ὅ,τι πρέπει γιὰ μιὰ λογοτεχνικὴ φόρμα διφορούμενη
καὶ ὑβριδική. Μολονότι θεωρεῖται ὅτι ἡ μικρομυθοπλασία εἶναι
ἐφικτὴ μόνο ὅταν ἀφηγεῖται μιὰ ἱστορία, ἀκόμα καὶ γι’ αὐτὸ ὑπάρχουν
ἀμφιβολίες. Οἱ ἱστορίες στὴ μικρομυθοπλασία δὲν εἶναι ἀπαραίτητα
σαφεῖς, ἀντιθέτως ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἀναγνώστη εἶναι αὐτὴ ποὺ συμπληρώνει
τὴν πρόθεση τοῦ συγγραφέα. Ἐν προκειμένῳ, ἡ ἱστορία σὲ ἀρκετὲς
περιπτώσεις ἁπλῶς σκιαγραφεῖται καὶ ὁ ἀναγνώστης καλεῖται νὰ τὴ
συμπληρώσει. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ Tomassini καὶ Colombo, τὸ 2013, βάφτισαν
τὴ μικρομυθοπλασία «μηχανὴ σκέψης».
Ἐξετάζοντας τὴν ἱστορία τοῦ εἴδους, μποροῦμε νὰ ἐπαληθεύσουμε
ὅτι οἱ ὅροι μικρομυθοπλασία / μικροαφήγηση / μικροδιήγημα εἶναι
πρόσφατοι. Στὰ ἡμερολόγια τοῦ Ἀδόλφο Μπιόι Κασάρες, ὅταν γίνεται
λόγος γιὰ τὴ δημιουργία τῆς ἀνθολογίας Σύντομες καὶ παράξενες ἱστορίες,
λέει ὅτι ὁ Μπόρχες καὶ ἐκεῖνος ἔγραψαν διηγήματα
ἢ διηγηματίδια. Ὁ Ἴταλο Καλβίνο, ὅταν μιλάει γιὰ τὸν
«Δεινόσαυρο» τοῦ Ἀουγοῦστο Μοντερόσο, τὸν ἀποκαλεῖ
διήγημα. Σύμφωνα μὲ τὸν Javier Perucho (2006) ὁ ὅρος μικροαφήγηση
χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Χοσὲ Ἐμίλιο Πατσέκο στὴ στήλη του
μὲ τίτλο «Inventario» τὸ 1977. Ἡ Dolores Koch, πιθανότατα ἡ πρώτη θεωρητικὸς
τοῦ εἴδους, χρησιμοποίησε γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ὅρο μικρο-ἀφήγηση τὸ
1981. Τὴ δεκαετία τοῦ ’70 χρησιμοποιοῦνταν ἐπίσης ὁ ὅρος μικροδιηγήματα.
Ὁ ὅρος μικρομυθοπλασία ἔγινε πιὸ κοινὸς ἀπὸ τὸ Πρῶτο Διεθνὲς
Colloquium στὸ Μεξικὸ τὸ 1998 καὶ ἔπειτα. Ἐγὼ χρησιμοποίησα τὸν ὅρο
μικροδιήγημα τὸ 1992, διότι μοῦ φαινόταν ὅτι ἦταν ἕνα διήγημα
πολὺ σύντομο, μὲ ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς κανονικῆς φόρμας τοῦ
εἴδους, μὲ ἐξαίρεση τὴν ἔκταση. Ὡστόσο σήμερα δὲν ἔχω τὴν ἴδια βεβαιότητα,
γι’ αὐτὸ καὶ προτιμῶ τὸν ὅρο μικρομυθοπλασία. Ἂν καὶ ὑπάρχουν ἔρευνες
ποὺ τεκμηριώνουν τὶς διαφορὲς ἀνάμεσα στὸ ἕνα καὶ στὸ ἄλλο, λόγῳ
τῶν χαρακτηριστικῶν τους, μὲ τὸ «μικρομυθοπλασία» νὰ ἀποτελεῖ τὸν
ὅρο-ὀμπρέλα ποὺ περιλαμβάνει τὶς πολὺ σύντομες ἀφηγήσεις καὶ διηγήματα,
πιστεύω ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ διακρίσεις περιπλέκουν τὰ πράγματα.
Σὲ θέματα ὁρολογίας, ἴσως ἀρκεῖ μόνο ἡ θεωρία τοῦ Οὐίλιαμ
Σαίξπηρ: «What's in a name? Τhat which we call a rose / By any other name
would smell as sweet» (Ρωμαῖος
καὶ Ἰουλιέτα, ΙΙ, 2)[ii].
Ὅπως ἤδη προείπαμε, ἡ
μόνη βεβαιότητα γιὰ τὸ θέμα εἶναι ὅτι ἡ μικρομυθοπλασία εἶναι μιὰ πολὺ σύντομη λογοτεχνικὴ
φόρμα. Καὶ ἡ συντομία αὐτὴ εἶναι κατηγοριακή. Τὰ πάντα
στὴ μικρομυθοπλασία καταλήγουν νὰ ὁρίζονται ἀπὸ τὴν ἔκτασή
τους. Ἡ συντομία εἶναι αὐτὴ ποὺ γεννᾶ πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ πολλὰ
ἀπὸ τὰ προβλήματα. Λόγῳ του ὅτι εἶναι τόσο σύντομη, οἱ ἀδαεῖς θεωροῦν
ὅτι εἶναι εὔκολη καὶ ἀρκετοὶ ἀρχίζουν νὰ γράφουν μικρομυθοπλασία
μὲ ἀπόλυτη ἀναισχυντία καὶ ἀξιοθρήνητα ἀποτελέσματα, ἐνῶ ἄλλοι
καταλήγουν στὸ συμπέρασμα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀποτύχει εἶναι τὸ εἶδος
καὶ ὄχι τὰ κείμενα ποὺ ἔχουν γραφτεῖ μέσα σὲ λίγα λεπτά.
Πάνω ἀπὸ ὅλα, ὅμως, ἡ συντομία ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴ μεγάλη
ἔκταση τοῦ σώματος κειμένων. Γιὰ παράδειγμα, ἕνα βιβλίο τοῦ εἴδους
μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει ἑκατὸ κείμενα, κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ διαφορετικὸ
ἀπὸ τὰ ἄλλα ὡς πρὸς τὴ μορφή του. Μὲ τέτοιου εἴδους ἀπίστευτα εὐρὺ
δεῖγμα ὑπάρχουν πάρα πολλὰ διαφορετικὰ παραδείγματα καὶ οἱ ἐξαιρέσεις
δὲν μποροῦν νὰ δικαιολογηθοῦν μὲ τὸ εὔκολο ἐπιχείρημα ὅτι ἐπιβεβαιώνουν
τὸν κανόνα. Εἶναι τόσες πολλὲς οἱ ἐξαιρέσεις ποὺ ὁ κανόνας στὸ τέλος
δὲν ὑφίσταται. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ χαρακτηρισμός,
ἂν δὲν εἶναι πολὺ εὐρύς, καταλήγει νὰ εἶναι ἀπόλυτα σχετικός, καθότι
αὐτὸ ποὺ θεωροῦνταν προϊστορία τελικὰ ἐπεκτείνεται μέχρι τὴν ἀρχὴ
τῶν πάντων καὶ εἶναι τόσο εὐέλικτο ποὺ μποροῦμε στὸ τέλος νὰ συναντᾶμε
μικρομυθοπλασίες σὲ ὁποιοδήποτε κείμενο.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ συντομία θὰ δημιουργήσει τὰ ἴδια της
τὰ χαρακτηριστικὰ καὶ κατ’ ἐπέκταση τὸ εἶδος: αὐτὴ εἶναι ποὺ προκαλεῖ
τὴν προσεκτικὰ ἐπιλεγμένη γλώσσα, τὴν ἀνάγκη νὰ βρεθεῖ ἡ κατάλληλη
λέξη, καθόσον εἶναι λίγες αὐτὲς ποὺ χρησιμοποιοῦνται. Λόγῳ τῆς
συντομίας της, θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἀποχαρακτηρισμένη ὡς εἶδος καὶ
διακειμενική, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νὰ ἔχει σημεῖα ἀναφορᾶς ἀλλὰ
καὶ προηγούμενες πληροφορίες καὶ ὁ συγγραφέας νὰ μὴν χρειάζεται
νὰ ἀναπτύσσει πλευρὲς ποὺ θεωρεῖ γνωστές· αὐτὸ ἐπίσης συνεπάγεται
ὅτι ἡ εἰρωνεία, ἡ ἐπανερμηνεία καὶ ἡ παρωδία πάντοτε θὰ εἶναι
παροῦσες· μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, θὰ πρέπει νὰ χρησιμοποιεῖται ἐπίσης
πολὺ σαφὴς γλώσσα, ἐνῶ δὲν θὰ μποροῦν νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ ἀφηγηματικὲς
ἐλλείψεις καὶ οἱ ὑπαινιγμοί. Ἐν ὀλίγοις, τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς μικρομυθοπλασίας
θὰ συνδέονται μὲ τὰ κειμενικὰ παιχνίδια τὰ ὁποῖα ἐπιβάλλει ἡ συντομία
της.
Δὲν ὑπάρχει συγκεκριμένος ἀριθμὸς οὔτε χαρακτήρων οὔτε λέξεων,
ἀλλὰ τὸ κείμενο θὰ πρέπει νὰ χωράει σὲ μιὰ ματιά. Ὁ Lauro Zavala (2004) διακρίνει τρεῖς
κατηγορίες: σύντομα διηγήματα (1.000 ἕως 2.000 λέξεις), πολὺ σύντομα
διηγήματα (200 ἕως 1.000 λέξεις) καὶ ὑπερσύντομα διηγήματα (1 ἕως
200 λέξεις). Ἄλλοι συγγραφεῖς προτιμοῦν νὰ μὴν ὁρίζουν συγκεκριμένη
μέγιστη ἔκταση· γιὰ αὐτοὺς εἶναι σύντομα καὶ τέλος.
Ἀπαριθμώντας τὰ χαρακτηριστικά: γιὰ τὴν Dolores Koch (1981)
πρόκειται γιὰ ἀφηγήσεις χωρὶς εἰσαγωγή, περιστατικὰ ἢ δράση, χωρὶς
ὁλοκληρωμένους χαρακτῆρες, καὶ χωρὶς ἀποκορύφωση καί, γι’ αὐτό,
χωρὶς τέλος. Ἐπιπλέον, σημειώνει, ἡ πρόζα εἶναι ἁπλή, προσεγμένη,
σαφὴς καὶ δισήμαντη: χρησιμοποιεῖ τὸ χιοῦμορ, τὸ παράδοξο, τὴν εἰρωνεία
καὶ τὴ σάτιρα· ἀνασύρει ἀρχαῖες λογοτεχνικὲς φόρμες καὶ τὶς
ἐντάσσει σὲ μὴ λογοτεχνικὲς φόρμες. Γιὰ τὴ Laura Pollastri (2007) τὰ
χαρακτηριστικά της θὰ ἦταν: χιοῦμορ, πολυσημία, διακείμενο, ἀποσπασματικότητα,
συμφωνία μεταξὺ ἀναγνώστη καὶ συγγραφέα. Γιὰ τὴ Francisca Noguerol
(1996) εἶναι σκεπτικιστικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα καταφεύγουν στὸ παράδοξο,
εὐνοοῦν τὰ κάθε εἴδους περιθώρια καὶ πειραματίζονται μὲ θέματα,
προσωπικότητες καὶ μορφές, εἶναι ἀποσπασματικά, ἀπαιτοῦν τὴ συμμετοχὴ
τοῦ ἀναγνώστη, εἶναι πολυσήμαντα, διακειμενικά, χρησιμοποιοῦν
τὸ χιοῦμορ καὶ τὴν εἰρωνεία. Σύμφωνα μὲ τὸν Lauro Zavala (2004) ἔχει πέντε χαρακτηριστικά:
συντομία, ποικιλία, πολυπλοκότητα, μορφοκλασματικότητα καὶ
τὴν αἴσθηση τοῦ φευγαλέου. Ἡ Νana Rodriguez (2007) συμπεριλαμβάνει
στὰ θεμελιώδη στοιχεῖα τὸ χιοῦμορ, τὴν εἰρωνεία καὶ τὴ συμβολικὴ
γλώσσα, τὸ ποιητικό, τὸ ὀνειρικό, τὸ φιλοσοφικὸ καὶ τὸ φανταστικὸ
καὶ τὴ σύνδεση μεταξὺ τίτλου καὶ περιεχομένου.
Θὰ μπορούσαμε νὰ συνεχίσουμε τὴν ἀπαρίθμηση τῶν χαρακτηριστικῶν
ποὺ προτείνει κάθε μελετητὴς καὶ ἐπίσης αὐτῶν ποὺ περιλαμβάνονται
στοὺς δεκάλογους τῆς μικρομυθοπλασίας
[δεῖτε καὶ ἐδῶ], ἀλλὰ πιστεύω ἐπίσης ὅτι, δεδομένου
τοῦ τεράστιου σωματος κειμένων, θὰ μπορούσαμε νὰ βρίσκουμε κάθε
φορᾶ περισσότερα χαρακτηριστικά. Ὅσο περισσότερα κείμενα ἀναλύονται,
τόσο περισσότερα χαρακτηριστικά, ἐνδεχομένως, θὰ ἐντοπίζονται.
Ἂν ἐπιχειρούσαμε νὰ καταλήξουμε σὲ ἕναν μινιμαλιστικὸ χαρακτηρισμό,
ἴσως θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπαναβεβαιώσουμε ὅτι ἡ μικρομυθοπλασία
εἶναι σύντομη καὶ σίγουρα μυθοπλαστική, ἀλλὰ ἐδῶ μπαίνουμε σὲ ἕνα
ζήτημα ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ παρόντος κειμένου.
Δὲν εἶναι ἄραγε μυθοπλαστικὸ κάθε γραπτὸ κείμενο; Νομίζω ὅτι
πιὰ στὸν 21ο αἰώνα ξέρουμε ὅτι τὰ ὅρια μεταξὺ τῆς τεκμηριωτικῆς
καὶ τῆς μὴ τεκμηριωτικῆς γραφῆς εἶναι λεπτὰ καὶ ἀδύνατον νὰ καθοριστοῦν.
Εἶναι πράγματι σημαντικὴ ἡ ἐπινόηση τῆς πλοκῆς ἢ προτιμᾶται τὸ
καλογραμμένο κείμενο; Ὅταν ὁ Ὀβιέδο ἰ Μπάνιος λέει γιὰ τὸ Καράκας
τοῦ 1723 «τὸ ἴδιο ἤπιο κλίμα ὅλο τὸν χρόνο, οὔτε τὸ κρύο ἐνοχλεῖ, οὔτε
ἡ ζέστη ἐξοργίζει, οὔτε τὸ χειμωνιάτικο ψύχος θλίβει», περισσότερη
αἴσθηση προκαλεῖ ὁ ρυθμὸς τοῦ καλοῦ λόγου παρὰ ἡ ἀκριβὴς ἐπιστημονικὴ
περιγραφὴ τοῦ κλίματος τοῦ Καράκας. Εἶναι μυθοπλαστικὸ κείμενο;
Μᾶς ἐνδιαφέρει τί εἶναι;
Ἐν κατακλείδι, αὐτὲς οἱ πολὺ σύντομες φόρμες εἶναι τόσο ἢ τόσο
λίγο μυθοπλαστικές, ὅσο ὁποιοδήποτε λογοτεχνικὸ κείμενο. Αὐτὸ
ποὺ ἔχει σημασία εἶναι τί λέγεται καὶ πῶς λέγεται. Ὅπως λέει ὁ Γκιγέρμο
Μπουσταμάντε Σαμούδιο: «Πρόκειται, ἑπομένως, γιὰ σύντομη καλὴ λογοτεχνία,
ὅπου το ἀναγκαῖο κριτήριο εἶναι τὸ νὰ εἶναι καλή» (2010).
Οἱ πολὺ σύντομοι ὁρισμοὶ καὶ χαρακτηρισμοὶ εἶναι τόσο λίγο
συγκεκριμένοι ὅσο καὶ οἱ πολὺ εὐρεῖς. Ὑπάρχουν ἄραγε συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά της μικρομυθοπλασίας; Καὶ ναὶ καὶ ὄχι, ὅπως πάντα.
Θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὸ δεῖγμα, ἀπὸ τὸν συγγραφέα, ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη.
Ὑποτίθεται ὅτι ἡ μικρομυθοπλασία
εἶναι ἀφηγηματική. Γι’ αὐτὸ πολλὲς ἀπὸ τὶς ὀνομασίες της περιέχουν
τὴ λέξη ἀφήγηση ἢ διήγημα. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι ἡ ἀφήγηση μπορεῖ
νὰ εἶναι παροῦσα σὲ πολλὰ εἴδη, ὅπως στὴν ποίηση καὶ στὸ δοκίμιο. Τὸ
ἄλλο πρόβλημα εἶναι ὅτι τὸ διήγημα πιὰ δὲν ἀφηγεῖται μόνο.
Γιὰ τοὺς συγγραφεῖς Τσὰρλς Τζόνσον καὶ Στιούαρτ Ντάιμπεκ (στὸ Shapard καὶ
Thomas, 1989) ἡ νανομυθοπλασία εἶναι πρωτεϊκή, διότι ἀλλάζει
διαρκῶς φόρμα, ὅπως ὁ μυθικὸς Πρωτέας. Τὴ χαρακτήρισα μὴ-εἶδος, ἐπειδὴ
στριφογυρίζει γύρω ἀπὸ ποικίλες φόρμες καὶ ἐπιλέγει σὲ ποιὸ εἶδος
θὰ προσαρτηθεῖ [2009]. Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ συνέδεσαν τὴ νανομυθοπλασία
μὲ ἄλλες φόρμες: ὁ Miguel Gomes (2004), ὁ Guillermo Samperio (2004) καὶ ἡ
Francisca Noguerol (2004) τὴ συνδέουν μὲ τὴν ποίηση. Ὁ Jose Manuel
Trabado Cabado (2010) τὴν ἀποκαλεῖ ὅμορο εἶδος, λόγῳ τῶν ἐμφανῶν της
σχέσεων μὲ τὸ ποιητικό. Ὁ Lauro Zavala (2004), καταλογογραφώντας
ὑπερβραχεῖες φόρμες περιλαμβάνει πεζογραφικά, ποιητικὰ καὶ ἐξωλογοτεχνικὰ
κείμενα καί, στὸ «El cuento ultracorto» (1996), κάνει λόγο γιὰ τὴν τάση
πρὸς τὴν εἰδολογικὴ ὑβριδικότητα, εἰδικὰ στὸ ποίημα σὲ πρόζα,
στὸ δοκίμιο, στὸ χρονικὸ καὶ στὰ εἴδη μὴ πεζογραφικῆς φύσεως. Ο Raul Brasca (2004) περιλαμβάνει στὶς
ἀνθολογίες του ὄχι μόνο ὑπερβραχέα κείμενα ἀλλὰ καὶ ἀποσπάσματα
λογοτεχνικῶν καὶ μὴ ἔργων. Γιὰ τὸν Taha (2010) ἀποτελεῖ «διαεῖδος»
ὄχι λόγῳ τῆς σύνδεσής της μὲ ἄλλα εἴδη, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχει κάποια
κοινὰ χαρακτηριστικὰ μὲ αὐτά. Ὁ Guillermo Siles (2007) τὴ χαρακτηρίζει
ὑβριδικὸ εἶδος, ἐπειδὴ σχετίζεται μὲ τὸ ποίημα σὲ πρόζα, τὸ σύντομο
δοκίμιο καὶ τὸ χρονικό, ἀλλὰ συγκεκριμενοποιεῖ ὅτι ἡ νανομυθοπλασία
μετατοπίζεται καὶ διαδρᾶ μὲ ἄλλα εἴδη, σὲ μιὰ διαδικασία ἐπανανάγνωσης
καὶ οἰκειοποίησης ἀρχαίων καὶ σύγχρονων εἰδολογικῶν φορμῶν. Ὁ
Siles ἀναγνωρίζει ὅτι ὅλα τὰ εἴδη εἶναι ὑβριδικά, ἀλλὰ ὅτι στὴ
νανομυθοπλασία ἡ ὑβριδικότητα εἶναι σαφής. Ὁ Juan Armando Epple
(1990) συνδέει τὴ μικρομυθοπλασία, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖ τὸ ἕνα
ἢ τὸ ἄλλο εἶδος ὡς «ἁπλὸ συγκυριακὸ μέσο», μὲ διαφορετικὲς φόρμες
ἁπλὲς ἢ πιὸ θεωρητικές. Γιὰ τὴν Graciela Tomassini καὶ τὴ Stella Maris
Colombo (1996), ἡ μικρομυθοπλασία εἶναι μιὰ κειμενικὴ διαειδολογικὴ
τάξη, μιᾶς καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ σώματος κειμένων διαφαίνεται
ὅτι «ἀνήκουν σὲ μιὰ ἴδια κειμενικὴ τάξη μολονότι ἐμφανίζουν δομικὴ
διαφορετικότητα. Σὲ ἄλλο ἄρθρο (2013) ἀναφέρουν:
Ἀναγνωρίζοντας αὐτὴν
τὴν πολυπλοκότητα, τὴν ὁποία προσδώσαμε καθολικὰ στὴν κειμενικὴ
τάξη τῆς ὑπερβραχείας μυθοπλασίας, τῆς ἀποδίδουμε τὸ γνώρισμα
τῆς διαειδολογίας. Μὲ αὐτὸν τὸν ὅρο δὲν ἐπιχειροῦμε νὰ καλύψουμε
κάτω ἀπὸ μιὰ βολικὴ ὀμπρέλα τὴν πλούσια ποικιλία τῶν εἰδικῶν φορμῶν,
ὅπως ἐκτίθεται στὸ σῶμα κειμένων, ἀλλὰ νὰ ἑστιάσουμε στὴν ὑβριδικότητα
ὡς παραβατικὸ ἐγχείρημα καὶ φορέα πολιτισμοῦ ποὺ ἐπιδεικνύει
διαρκῶς αὐξανόμενη σημασία σὲ πολλαπλὰ πεδία τῆς πραγματικότητας.
Ἡ Dolores Koch (1981) ἀναφέρεται
στὸ χαρακτήρα τῆς μικρομυθοπλασίας ὡς παραβάτρια τῶν εἰδῶν, μὲ τὴν
ἔννοια ὅτι δὲν ἐναρμονίζεται μὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἤδη γνωστὰ εἴδη, ἀλλὰ
κάθε κείμενο ἀπὸ μόνο του μπορεῖ νὰ φέρει ὁμοιότητες μὲ κάποιο ἄλλο
μικροδιήγημα.
Πιστεύω πὼς εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ κριτικὴ θεωρεῖ πὼς ἡ μικρομυθοπλασία
«πατάει» σὲ διάφορα εἴδη καὶ θέτει τὶς βάσεις της σὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο
θέλει νὰ υἱοθετήσει σὲ μιὰ δεδομένη χρονικὴ στιγμή. Καὶ ἂν ὁ
Lagmanovich εἶχε δίκιο ὅταν ἔλεγε ὅτι: «Ὑβριδικὰ εἶναι ὅλα τα λογοτεχνικὰ
εἴδη» (2007), ἡ μικρομυθοπλασία εἰδικὰ εἶναι ἀποχαρακτηρισμένη
ὡς εἶδος. Εἶναι ἕνα λογοτεχνικὸ κείμενο ποὺ υἱοθετεῖ τὶς πιὸ ποικίλες
φόρμες: διήγημα, ἀφήγηση, ὁρισμὸ σὲ λεξικό, συνταγὴ μαγειρικῆς,
δημοσιογραφικὸ ἄρθρο, δοκίμιο, ἁγιογραφία, ἱστορικὴ ἀναφορά,
ποίημα σὲ πρόζα, διαφημιστικὸ σλόγκαν, ἀνέκδοτο, διάλογο, καθὼς
καὶ τὶς ὑπερβραχεῖες ἀρχαῖες φόρμες ποὺ προανέφερα καὶ ὁποιαδήποτε
γραπτὴ φόρμα μπορεῖ νὰ σκεφτεῖ κανείς. Γενικὰ μιλώντας, αὐτὲς οἱ γενετικὲς
οἰκειοποιήσεις συμβαίνουν ἔχοντας ὡς ἐκκίνηση τὴν εἰρωνεία, τὴν
παρωδία, τὴ λοξὴ ματιὰ καὶ τὸ χιοῦμορ.
Συμπεράσματα;
Κάποτε ἀνέφερα ὅτι ἡ
μικρομυθοπλασία εἶναι μιὰ λογοτεχνικὴ ἐπινόηση πειραματική,
ψυχαγωγική, διακειμενική, ἐκτὸς κανόνα, ἐλλειπτική, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ
συμμετοχὴ (2009). Ἰσχύει, ἀλλὰ ἔτσι συμβαίνει μὲ κάθε καλὴ λογοτεχνία,
ὅπου πάντα ὑπάρχει πειραματισμός, παιχνίδι, διακειμενικότητα,
ἔλλειψη. Σὲ κάθε καλὸ λογοτεχνικὸ κείμενο εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ὑπάρχει
ἕνας ἐνεργὸς ἀναγνώστης καί, ἐὰν εἶναι ἐφικτό, ὑποψιασμένος.
Στὶς καλὲς λογοτεχνικὲς ἐκφράσεις δὲν ὑπάρχει καθαρότητα καὶ τὰ
εἴδη μποροῦν νὰ ἐξαφανιστοῦν, νὰ συγχωνευθοῦν, νὰ ἀναμειχθοῦν.
Ἔτσι λοιπόν, μπορεῖ νὰ τὴν ἀναλύσουμε πολύ, νὰ στύψουμε τὸ κεφάλι
μας, νὰ ἀποδομήσουμε ἐσωτερικοὺς μηχανισμούς, νὰ ρίξουμε μιὰ ματιὰ
σὲ παρακλάδια, νὰ θεσπίσουμε διαφορὲς (μακροπρόθεσμα ἡ λογοτεχνικὴ
ἀνάλυση θὰ ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμα εἶδος, ἐνδεχομένως μυθοπλαστικό),
ἀλλὰ ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ μᾶς φαίνονται τόσο συγκεκριμένα ἴσως
νὰ μὴν εἶναι: ἡ μικρομυθοπλασία εἶναι σὰν κάθε ἄλλη λογοτεχνικὴ
φόρμα, ἀλλὰ πιὸ σύντομη.
[i] Ὁ
ὅρος λογοτεχνικὸ εἶδος χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν παραδοσιακή του
σημασία ὅπως ἐμφανίζεται στὸ Λεξικὸ τῆς Βασιλικῆς Ἀκαδημίας
τῆς Ἱσπανίας: «Καθεμία ἀπὸ τὶς διαφορετικὲς κατηγορίες ἢ τάξεις
στὶς ὁποῖες δύνανται νὰ καταταχθοῦν τὰ λογοτεχνικὰ ἔργα.»
[ii] «Τί
ἔχει ἕνα ὄνομα; / Αὐτὸ ποὺ λέμε ρόδον, ὅπως κι ἂν τὸ πεῖς / τὸ ἴδιο
θὰ μοσκοβολάει», Οὐίλιαμ Σαίξπηρ, Ρωμαῖος
καὶ Ἰουλιέτα, Τραγωδία σὲ πέντε πράξεις, Εἰσαγωγὴ καὶ
μετάφραση, Βασίλη Ρώτα, Ἀθήνα: Ἴκαρος, 1970.
Βιβλιογραφικὲς ἀναφορές
Andrés-Suárez, Irene. «Poligénesis
del microrrelato y estatuto genérico» στὸ La huella de la clepsidra: el microrrelato en el siglo
XXI (ἐπιμ. Laura Pollastri). Μπουένος Ἄϊρες, Katatay, 2010.
Brasca, Raúl. «Criterio de
selección y concepto de minificción: un derrotero de seis años y cuatro
antologías» στὸ Escritos
disconformes: nuevos modelos de lectura (ἐπιμ. Francisca
Noguerol). Σαλαμάνκα, Ediciones de la Universidad, 2004, σελ. 107-119.
Bustamante Zamudio, Guillermo.
«Ekuóreo: nuestra entrada al minicuento» στὸ La huella de la clepsidra: el microrrelato en el
siglo XXI (ἐπιμ. Laura Pollastri). Μπουένος Ἄϊρες, Katatay,
2010, σελ. 527-542.
Colombo, Stella Maris. «Giovanni
Papini: un antecedente desprestigiado» στὸ La minificción en español e inglés (ἀνθολόγηση
Graciela Tomassini καὶ Stella Maris Colombo). Ροσάριο, UNR Editora/UCEL,
2011, σελ. 63-80.
Dávila, Paul. «Explorando el koan,
la prosa antigua del zen y su aporte a la minificción actual», στὸ La minificción en el siglo XXI.
Aproximaxiones teóricas (ἐπιμ. Henry González Martínez). Μπογκοτά,
Universidad Nacional de Colombia, 2014, σελ. 270-285.
Epple, Juan Armando. Brevísima relación: antología del
micro-cuento hispanoamericano. Σαντιάγο, Mosquito, 1990.
__. «Orígenes de la minificción»
στὸ La era de la
brevedad: el microrrelato hispánico. Actas del IV Congreso Internacional de
Minificción, Universidad de Neuchâtel, 6-8 de noviembre de
2006 (ἐπιμ. Irene Andrés-Suárez καὶ Antonio Rivas). Παλένθια, Menoscuarto,
2006, σελ. 123-136.
Escritos disconformes: nuevos
modelos de lectura. Ἐκδ. Francisca Noguerol. Σαλαμάνκα,
Ediciones de la Universidad de Salamanca, 2004.
Ficción súbita (ἐπιμ. Robert Shapard καὶ James Thomas). Βαρκελώνη,
Anagrama, 1989.
__. «Género». Diccionario de la Real Academia
de la Lengua Española. 23η ἔκδοση. 2014.
Gomes, Miguel. «Los dominios de lo
menor: modulaciones epigramáticas de la narrativa hispánica moderna»
στὸ Escritos
disconformes: nuevos modelos de lectura (ἐπιμ. Francisca
Noguerol). Σαλαμάνκα, Ediciones de la Universidad de Salamanca, 2004,
σελ. 35-45.
Koch, Dolores. «El micro-relato en
México: Torri, Arreola, Monterroso y Avilés Fabila». Hispamérica, τεῦχος
30, 1981, σελ. 123-130.
__. «El microrrelato
hispanoamericano ¿Nuevo género?». Hostos
Review, τεῦχος 6, 2009, σελ. 103-112.
Lagmanovich, David. El microrrelato hispanoamericano.
Μπογοτά, Universidad Pedagógica Nacional, 2007.
__. El microrrelato: teoría e historia.
Παλένθια, Menoscuarto, 2006.
Noguerol, Francisca. «Líneas de
fuga: el triunfo de los dietarios en la última narrativa en español». Ínsula: Revista de Letras y Ciencias
Humanas, τεῦχος 754, 2009, σελ. 22-26.
__. «Fronteras umbrías» στὸ Escritos disconformes: nuevos
modelos de lectura (ἐπιμ. Francisca Noguerol). Σαλαμάνκα,
Ediciones de la Universidad, 2004.
__. «Micro-relato y posmodernidad:
textos nuevos para un final de milenio». Revista
Iberoamericana de Bibliografía, XLVI.1-4, 1996, σελ. 49-66.
Otxoa, Julia. «Breve entrevista a
Julia Otxoa». Internacional
Microcuentista, 16 Σεπτεμβρίου 2010.
Oviedo y Baños, José. Historia de la Provincia de Venezuela.
Καράκας, Los libros de El
Nacional, 2004.
Perucho, Javier. El cuento jíbaro: antología del
microrrelato mexicano. Μεξικό, Ficticia/ Editorial Universidad
Veracruzana, 2006.
Pollastri, Laura. El límite de la palabra.
Παλένθια: Menoscuarto, 2007.
Raguseo, Carla. «Twitter Fiction:
Social Networking and Microfiction in 140 Characters» στὸ La minificción en español e inglés
(ἀνθολόγηση Graciela Tomassini καὶ Stella Maris Colombo). Ροσάριο,
UNR Editora/UCEL, 2011, σελ. 213-220.
Rodríguez Romero, Nana. Elementos para una teoría del minicuento.
Τούνχα, Universidad Pedagógica y Tecnológica de Colombia, 2007.
Rojo, Violeta. Breve manual (ampliado) para
reconocer minicuentos. Καράκας, Equinoccio, 2009.
__. «La tradición de lo novísimo:
libros de sentido común, libros de almohada, cajones de sastre y blogs de
minificción» στὸ Minificción:
tradición de lo novísimo (ἐπιμ. Brasca, et al.). Κιντίο, Cuadernos Negros, 2010,
σελ. 48-53.
Samperio, Guillermo. «La ficción
breve» στὸ Escritos
disconformes: nuevos modelos de lectura. Ἐκδ. Francisca Noguerol.
Σαλαμάνκα, Ediciones de la Universidad de Salamanca, 2004, σελ. 65-70.
Siles, Guillermo. El microrrelato hispanoamericano:
la formación de un género en el siglo XX. Μπουένος Άιρες,
Corregidor, 2007.
Taha, Ibrahim. «La semiótica de
las ficciones minimalistas» στὸ Poéticas
del microrrelato (Ἀνθολόγηση David Roas). Μαδρίτη, Arco,
2010, σελ. 255-272.
Tomassini, Graciela. «Ambrose
Bierce, el Diablo y el microrrelato hispanoamericano» στὸ La pluma y el bisturí,
πρακτικὰ τῆς 1ης Ἐθνικῆς Συνάντησης Νανομυθοπλασίας (ἐπιμ.
Sandra Bianchi, Raúl Brasca και Luisa Valenzuela). Μπουένος Ἄϊρες,
Catálogos, 2008, σελ. 353-364.
__. «Escrituras privadas: un hilo
secreto en la trama de la minificción» στὸ La
minificción en español e inglés (ἀνθολόγηση Graciela Tomassini
καὶ Stella Maris Colombo). Ροσάριο, UNR Editora/UCEL, 2011, σελ. 241-255.
__ καὶ Stella Maris Colombo. «La
minificción como clase textual transgenérica». Revista Iberoamericana de Bibliografía,
XLVI.1-4, 1996, σελ. 79-93.
__ καὶ Stella Maris Colombo. «La
microficción como máquina de pensar». El
cuento en red, 28, 2013, σελ. 30-42.
Trabado Cabado, José Manuel. «El
microrrelato como género fronterizo» στὸ Poéticas
del microrrelato (ἀνθολόγηση David Roas). Μαδρίτη, Arco,
2010, σελ. 113-131.
Zambrano Yánez, Francys.
«Interrelaciones entre las plataformas sociales y las formas literarias:
Twitter y la minificción». Διατριβή, Καθολικὸ Πανεπιστήμιο Andrés
Bello, Καράκας, 2013.
Zavala, Lauro. «El cuento
ultracorto: hacia un nuevo canon literario». Revista Iberoamericana de Bibliografía
XLVI. 1-4, 1996, σελ. 67-78.
__. La minificción bajo el microscopio. Μπογκοτά,
Universidad Pedagógica Nacional, 2004.
Πηγή: Rojo, Violeta, «La
minificcion ya no es lo que era: una aproximacion a la literatura
brevisima», Cuadernos
de Literatura, τόμ. 20, τεῦχος 39,
2016, σελ. 374-386.
Βιολέτα Ρόχο (Violeta Rojo) (Καράκας τῆς
Βενεζουέλας, 1959). Καθηγήτρια στὸ Πανεπιστήμιο Simón Bolívar τῆς
Βενεζουέλας. Συνεργάζεται, ὡς προσκεκλημένη καθηγήτρια μὲ τὰ
πανεπιστήμια: Universidad del Comahue (Ἀργεντινή), Universidad de
los Andes (Ἀργεντινή) καὶ Universidad Central de Venezuela (Βενεζουέλα).
Ἔχει συγγράψει τὰ βιβλία: Las
heridas de la literatura venezolana y otros ensayos (2018), La lectura de minificción (2016)
και Liberándose
de la tiranía de los géneros y otros ensayos sobre minificción (2015).
Θεωρείται από τις μεγαλύτερες ειδικούς παγκοσμίως σε θέματα μικρομυθοπλασίας.
Συνεργατικὴ μετάφραση:
Χριστίνα Μπατσίλα, Χρύσα Παπανικολάου,
Ναυσικᾶ Πέτκου [Διατμηματικὸ ΠΜΣ «Μετάφραση-Διερμηνεία», ΑΠΘ]
Ἐπιμέλεια:
Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, Καθηγητὴς
Ἐφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας, ΑΠΘ καὶ διδάσκων στὸ Διατμηματικὸ
ΠΜΣ «Μετάφραση-Διερμηνεία», ΑΠΘ.
Προηγήθηκαν:
Δελτίο#11: Δήμητρα Ἰ. Χριστοδούλου: Μικρομυθοπλασία:
dulci jubilo (11-01-2020)
Δελτίο#10: Δήμητρα Ἰ. Χριστοδούλου: Μικρομυθοπλασία:
λογοτεχνία στὰ ὅρια καὶ περὶ ὁρίων (07-11-2019)
Δελτίο#9: Δήμητρα Ἰ. Χριστοδούλου: [«Δαχτυλίδια
τὰ πάντα…»] (13-09-2019)
Δελτίο#8: μικρομυθοπλασία: στὰ ἄδυτα τῆς σύγχρονης ζωῆς (06-07-2019)
Δελτίο#7: μικρομυθοπλασία: ἕνας φανταστικὸς κῆπος (06-05-2019)
Δελτίο#6: Μικρομυθοπλασία: ἕνα ρεῦμα ζωῆς, ἐδῶ
καὶ τώρα (Μάρτιος 2019).
Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Tania Hershman (Ἰανουάριος
2019).
|
|
This post is
ad-supported
|
|
|
planodion | 4 Μαρτίου 2020,
5:00 π.μ. | Ἐτικέττες: Μικρομυθοπλασία, Violeta Rojo | Κατηγορίες: ΑΝΑΦΟΡΕΣ, Rojo Violeta | URL: https://wp.me/pJQxn-3fs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου