Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Μαξίμ Λέο, συγγραφέας αυτής της συναρπαστικής μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας, αφηγείται τις καλές και κακές στιγμές τριών γενεών της οικογένειάς του, η οποία έζησε στη ναζιστική Γερμανία και στη συνέχεια στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία.
Υπήρχε μια ζωή εξασφαλισμένη όσον αφορά ένα μίνιμουμ βιοτικό επίπεδο αλλά και μια ζωή μέσα στη μουντάδα, την παρακολούθηση και την αγωνία για την πιθανότητα να κάνεις κάποιο «αστείο» σαν αυτό του Κούντερα και να βρεθείς κατάδικος για πολλά χρόνια.
Γνωρίζουμε σε γενικές γραμμές τι σήμαινε να είναι κανείς πολίτης στην Ανατολική Γερμανία. Εξασφάλιση κάποιων ελάχιστων προϋποθέσεων για μόνιμη εργασία, σταθερή κατοικία, δωρεάν υγεία και εκπαίδευση, σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε πολιτικής και πνευματικής ελευθερίας και μεγάλη καταπίεση. Υπήρχε μια ζωή εξασφαλισμένη όσον αφορά ένα μίνιμουμ βιοτικό επίπεδο αλλά και μια ζωή μέσα στη μουντάδα, την παρακολούθηση και την αγωνία για την πιθανότητα να κάνεις κάποιο «αστείο» σαν αυτό του Κούντερα και να βρεθείς κατάδικος για πολλά χρόνια. Τα κινηματογραφικά έργα Η ζωή των άλλων και Αντίο Λένιν μας έχουν δείξει αρκετά από αυτά τα στοιχεία. Η ζωή όμως στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) ήταν πιο πολύπλοκη και ίσως πιο συναρπαστική απ’ αυτή τη γενική παράσταση. Πιο συναρπαστική και πολύπλοκη αλλά καθόλου λιγότερο επικίνδυνη.
Το 1977, την περίοδο που πλέον είχαν φανεί τα αδιέξοδα του συστήματος, την περίοδο που ο Γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ενρίκο Μπερλινγκουέρ δήλωνε πως «παρατηρούμε πλέον την εξάντληση της παρορμητικής ώθησης της Οκτωβριανής Επανάστασης», οι γονείς του δημοσιογράφου και συγγραφέα Μαξίμ Λέο, ο Βολφ και η Άννε, συναντιούνται με φίλους τους στο σπίτι τους. Η κριτική τους διάθεση θα τους κοβόταν με το μαχαίρι αν ήξεραν πως «τέσσερις από τους δέκα συμμετέχοντες στις συζητήσεις ήταν πληροφοριοδότες της Στάζι». Ενώ στον πολυέλαιο του σαλονιού όπου κάθονταν είχε τοποθετηθεί ένα μικρόφωνο για σιγουριά.
Αυτή η σκηνή μού θύμισε ένα ανέκδοτο που είχα ακούσει από έναν Ανατολικογερμανό «σύντροφο» ακριβώς το 1977. Μπαίνει ένας κύριος στο λεωφορείο και χτυπάει δύο εισιτήρια. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, απάντησε πως θέλει να έχει δύο εισιτήρια σε περίπτωση που χάσει το ένα. «Μα καλά, κι αν χάσεις και τα δύο;» «Μα τότε έχω κάρτα» απαντά ο επιβάτης. «Καλά, αν όμως χάσεις και την κάρτα;» «Α, δεν το ξέρετε; Είμαι στη Στάζι και εμείς έχουμε ελευθέρας». Αυτή ήταν η εξουσία στην Ανατολική Γερμανία, «προνοούσε» για τα πάντα και τους έλεγχε όλους, ακόμη και τους δικούς της ανθρώπους.
Η αρχή της ιστορίας
Η ιστορία αρχίζει με την επίσκεψη του Μαξίμ στον νοσηλευόμενο μετά από εγκεφαλικό πατέρα της Άννε και παππού του, τον Γερμανοεβραίο Γκέρχαρντ. Αυτός, μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του Νόρα είχαν διαφύγει το 1933 στη Γαλλία λόγω της εβραϊκής καταγωγής του πατέρα και λόγω μιας δικαστικής διαμάχης του από το παρελθόν με τον Γκέμπελς. Ο Γκέρχαρντ στα δεκαεπτά του πολέμησε τους ναζί στη Γαλλία, συνελήφθη και βασανίστηκε από τα Ες Ες και σώθηκε την τελευταία στιγμή από τους παρτιζάνους. Γύρισε νικητής αρχικά στο δυτικό τμήμα της χώρας, στο Ντίσελντορφ, για να μετακομίσει με την κόρη του Άννε αναγκαστικά (ως ύποπτος κατασκοπίας σε βάρος της Δυτικής Γερμανίας) το 1952 στο Ανατολικό Βερολίνο. Θα δουλέψει ως δημοσιογράφος και κομματικό στέλεχος.
Ο άλλος παππούς του Μαξίμ έχει εντελώς διαφορετική πορεία αλλά σχεδόν την ίδια κατάληξη. Μετά την πτώση του ναζισμού καταλήγουν και οι δυο πιστοί στο κόμμα. Πριν όμως ο Βερνερ γίνει κομμουνιστής ήταν ναζί. Άνεργος το 1933 βρίσκει αρχικά δουλειά μετά την άνοδο των ναζί και καταλήγει υπαξιωματικός της Βέρμαχτ το 1943. Φεύγει για τον πόλεμο το 1944, συλλαμβάνεται και επιστρέφει στο σπίτι του, στο Δυτικό Βερολίνο, τρία χρόνια αργότερα. Ο εξάχρονος Βολφ και κατοπινός πατέρας του Μαξίμ, θα γνωρίσει έναν πατέρα από τον οποίο ποτέ δεν θα πάψει να αισθάνεται αποξενωμένος, έναν πατέρα που πολλές φορές μεθούσε και τον έδερνε, ο οποίος το 1951 θα εγκαταλείψει τη γυναίκα του Ζίγκριντ και θα εγκατασταθεί στην οδό Στάλιν του Ανατολικού Βερολίνου. Αυτός λοιπόν ο ναζί θα γίνει κομμουνιστής και θα «πιστέψει» στον «σοσιαλισμό που θα καταργήσει τη φτώχεια». Η ζωή όμως στην Ανατολική Γερμανία είναι πιο σύνθετη απ’ όσο φαίνεται και αυτό αποκαλύπτουν οι διαδρομές όλων των «ηρώων».
Όταν τον Αύγουστο του 1968 τα σοβιετικά τανκς κατέλυσαν την τσεχοσλοβακική Άνοιξη της Πράγας, η Άννε νιώθει εξαπατημένη, προδομένη. Τότε «κάτι πεθαίνει μέσα της». Αλλά τότε για πρώτη φορά στρέφει τις αμφιβολίες και την κριτική της όχι κατά του ανατολικογερμανικού κόμματος, αλλά κατά των «ιερών και των οσίων» του κομμουνισμού.
Η Άννετ, μητέρα του Μαξίμ και κόρη του Γκέρχαρντ, υποστηρίζει, ίσως και λόγω του πατέρα της, την εξουσία, αλλά όταν την αναγκάζουν να γράψει όπως αυτή η εξουσία θέλει, όταν της ανακοινώνουν «ποιες λέξεις θεωρούνται στο εξής ανεπιθύμητες γιατί τις έχει σφετεριστεί ο εχθρός, ποια προϊόντα δεν πρέπει πλέον να αναφέρονται γιατί είναι σε έλλειψη», αυτή κλονίζεται. Και ενώ ποτέ δεν στρέφεται κατά του καθεστώτος, απομακρύνεται από τη δημοσιογραφία. Όταν τον Αύγουστο του 1968 τα σοβιετικά τανκς κατέλυσαν την τσεχοσλοβακική Άνοιξη της Πράγας, η Άννε νιώθει εξαπατημένη, προδομένη. Τότε «κάτι πεθαίνει μέσα της». Αλλά τότε για πρώτη φορά στρέφει τις αμφιβολίες και την κριτική της όχι κατά του ανατολικογερμανικού κόμματος, αλλά κατά των «ιερών και των οσίων» του κομμουνισμού. Κατά του ίδιου του σοβιετικού κόμματος και κράτους. Η Άννε πιστεύει στην ισότητα που υπόσχεται το καθεστώς αλλά αγαπάει και την ελευθερία που αυτό αρνείται. Λυπάται γι’ αυτό που βλέπει αλλά δεν θέλει και να ηττηθεί το όραμά της για μια κοινωνία δίκαιη χωρίς ανισότητες.
Ο άντρας της, ο ανεξάρτητος καλλιτέχνης Βολφ, όπου μπορεί καταφέρεται κατά του κόμματος και του καθεστώτος, αλλά σε αυτές του τις κρίσεις υπάρχουν πολλές ρωγμές. Ρωγμές που φαίνονται μετά την κατάρρευση της Ανατολικής Γερμανίας, όταν διαπιστώνει πόσο εξαρτημένη από το χρήμα είναι η τέχνη που διατηρεί την ανεξαρτησία της από την πολιτική. Τότε αναπολεί το παρελθόν. Και οι δυο τους, όπως σχεδόν κάθε Ανατολικογερμανός, δέχονται το 1976 ένα αίτημα της Στάζι για συνεργασία. Δεν απορρίπτουν αμέσως το αίτημα. Δεν τους ζητούν να γίνουν σπιούνοι, λέει η Άννε, και γι’ αυτό δεν αρνούνται αμέσως. Ενώ ο επαναστάτης Βόλφ, αυτός που δεν φοβόταν να κάνει και να λέει το σωστό, υποστηρίζει ότι ο ασφαλίτης που τους ζήτησε συνεργασία «ήταν ευγενικός και διακριτικός, δεν είχα την αίσθηση πως έχω να κάνω με εχθρό. Και σκέφτηκα πως εφόσον δεν το σκας στη Δύση, πρέπει να κάνεις κάτι εκεί που βρίσκεσαι».
Ο γιος μιας εργατικής οικογένειας, ο Βέρνερ, άνεργος το 1933, βρίσκει μια καλά αμειβόμενη δουλειά στη ναζιστική πλέον Γερμανία. Το 1935 κρεμούσε ναζιστικές σημαίες έξω από το σπίτι του. Επιστρέφοντας από την αιχμαλωσία το 1947, δεν αργεί να κάνει αίτηση για να γίνει μέλος του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1949.
Αλλά και ο αντιστασιακός και κομμουνιστής Γκέρχαρντ, αυτός ο «άκαμπτος» άνθρωπος, κάμπτεται με τις εξεγέρσεις στην Πολωνία και την Ουγγαρία το 1956. Οι σύντροφοί του τον κατηγορούν ότι «δεν ενέργησε σύμφωνα με τις επιταγές του κόμματος, ότι τόλμησε να εκφράσει τη δική του γνώμη, ενώ ουσιαστικά όφειλε να εκπροσωπήσει τη θέση του Κόμματος». Ο Γκέρχαρντ απαντά ότι στο Κόμμα οφείλουμε να εκφράζουμε τις ανησυχίες μας. Αλλά και ο Βέρνερ δεν είναι μονοσήμαντος ούτε στον ρόλο του ναζιστή ούτε στον ρόλο του κομμουνιστή. Ο Χίτλερ έκανε τους μεγάλους μικρούς και τους μικρούς μεγάλους, ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Το ίδιο έκανε στη συνέχεια και ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός. Ο γιός μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, o Γκέρχαρντ, εγκαταλείπει τη χώρα για να σώσει τη ζωή του και πάει να εργαστεί με αμοιβή μόνο την τροφή του σε ξενοδοχεία και εστιατόρια στη Γαλλία. Ο γιος μιας εργατικής οικογένειας, ο Βέρνερ, άνεργος το 1933, βρίσκει μια καλά αμειβόμενη δουλειά στη ναζιστική πλέον Γερμανία. Το 1935 κρεμούσε ναζιστικές σημαίες έξω από το σπίτι του. Επιστρέφοντας από την αιχμαλωσία το 1947, δεν αργεί να κάνει αίτηση για να γίνει μέλος του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1949. Τώρα πλέον στην πρωτομαγιάτικη διαδήλωση του 1952 κρατά στους ώμους του μια κόκκινη σημαία. Λίγο αργότερα ο πρώην ναζί Βέρνερ γίνεται διευθυντής της κομμουνιστικής σχολής ξυλουργών.
Σύνδεση του προσωπικού με το συλλογικό
Οι πράξεις όλων των προσώπων της οικογένειας του Λέο χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά τους, συνδέονται όμως και με το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε ο καθένας χωρίς να είναι αποκλειστικά υπεύθυνος γι’ αυτό. Αυτή η σύνδεση προσωπικού με το συλλογικό, υποκειμενικού με το αντικειμενικό μετατρέπει το βιβλίο όχι σε μια απλή αυτοβιογραφία και βιογραφία, αλλά σε μια σύνθετη έκθεση πολύπλευρων και δυσερμήνευτων χαρακτήρων που δεν είναι εύκολο ούτε να τους εκθειάσεις ούτε να τους καταδικάσεις.
Ο Maxim Leo (1970) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ανατολικό Βερολίνο. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Freie Universitat του Βερολίνου και στο Institut d'etudes politiques του Παρισιού. Είναι δημοσιογράφος στην Berliner Zeitung. Έχει τιμηθεί με το Γαλλο-γερμανικό Βραβείο Δημοσιογραφίας (2002) και με το Theodor-Wolff-Preis (2006). |
Ο Λέο τονίζει πως η αφοσίωση στο ανατολικογερμανικό καθεστώς, την οποία έδειξαν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι όπως ο κομμουνιστής Γκέρχαρντ και ο ναζί-κομμουνιστής Βέρνερ, οφείλεται στο ότι «δεν μπορούσαν να ξεμασκαρέψουν το μεγάλο όνειρο, να αποκαλύψουν ότι επρόκειτο για ένα μεγάλο ψέμα, γιατί τότε θα ξεσκεπάζονταν και τα ψέματα στα οποία στηριζόταν η ζωή τους». Δεν θα συμφωνήσω απόλυτα με αυτή του την κρίση. Μετά τα γεγονότα του 1953 στην Ανατολική Γερμανία, του 1956 σε Ουγγαρία και Πολωνία, αλλά κυρίως μετά την Άνοιξη της Πράγας το 1968, ήταν πλέον ολοφάνερο ότι καμία νέα πίστη δεν θα μπορούσε να αντέξει μια πραγματικότητα γεμάτη από φόβο και ιδιοτέλεια. Μόνο αυτά τα δυο συναισθήματα παραμένουν οι πυλώνες της εξουσίας. Δεν υπάρχει πλέον χώρος για αυταπάτες. Όλα είναι καθαρά. Όλοι ήξεραν για τι πράγμα γίνεται λόγος.
Στο βιβλίο δεν συγκρούεται απλώς η ουτοπία με την πραγματικότητα, η ελπίδα με την απογοήτευση, το όνειρο με την αστυνομοκρατία, η πίστη με τη διάψευση, όπως μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να ισχυριστεί. Αυτό το βιβλίο είναι εξαιρετικό γιατί δείχνει πως η βούληση να διαμορφωθεί από τα πάνω ένας νέος κόσμος, σε αντίθεση με τη βούληση για ελευθερία των ανθρώπων από τα κάτω, οδηγεί σε ολοκληρωτισμούς. Ο Λέο αν και φαίνεται να ασχολείται με την κατάρρευση των ελπίδων και των οραμάτων των ανθρώπων που έζησαν στον λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό», ρίχνει κριτικές ματιές και προς τον ελεύθερο καπιταλιστικό κόσμο. Είναι ενδεικτική τόσο η αμηχανία του Λέο όταν πέρασε ελεύθερα πλέον στο Δυτικό Βερολίνο που το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν ένα τσιγάρο, επειδή δεν είχε λεφτά και είχε ξεχάσει τα δικά του στην ανατολική πλευρά της ενιαίας πλέον πόλης. Η Άννε από την πλευρά της φοβήθηκε πως μαζί με τη ΛΔΓ θα έχανε νόημα και όλη της η ζωή. Αν και τελικά ξεπέρασε εύκολα αυτή τη μεγάλη αλλαγή, όπως η ενηλικίωση κάνει να ξεχαστεί ένας ανεκπλήρωτος νεανικός έρωτας. Σε χειρότερη θέση βρέθηκε ο καλλιτέχνης Βολφ που είδε πλέον την τέχνη του να εξαρτάται μόνο από το χρήμα. Η συνεργασία που είχε ξεκινήσει πριν από την κατάρρευση του τείχους με έναν Δυτικό καλλιτέχνη, τον Νιλ, διακόπηκε λόγω των διαφωνιών τους για το ποια τέχνη προωθούσε ο καθένας. Για τον Γκέρχαρντ όμως η επανένωση των δύο Γερμανιών ήταν ένας εφιάλτης. Ο Βέρνερ παρέμεινε ίδιος ο Βέρνερ μέχρι τον θάνατό του το 2008.
Οι άνθρωποι στη ΛΔΓ ήταν κανονικοί άνθρωποι όπως και στον Δυτικό κόσμο, αγαπούσαν και μισούσαν, δούλευαν και ξεκουράζονταν, αγωνιούσαν και έλπιζαν. Έκαναν ό,τι κάνουν όλοι οι κανονικοί άνθρωποι. Μόνο που τους έλειπε ένα πράγμα. Η ελευθερία.
Θα κλείσω με ένα ενδεικτικό περιστατικό. Θέλοντας ο Λέο, έξι μήνες πριν από την πτώση του καθεστώτος να διαφύγει στη Δύση, αναζητούσε άτομο πρόθυμο να τον παντρευτεί για να αποκτήσει διαβατήριο. Κατέφυγε τότε στις υπηρεσίες ενός δικηγόρου. Αυτός τον ρώτησε αν είναι «έρωτας ή διαβατήριο» και όταν του απάντησε πως είναι για να αποκτήσει διαβατήριο ο δικηγόρος τον συμβούλεψε: «Κρατήστε το γάμο σας για μια γυναίκα που πραγματικά θα αγαπήσετε, αυτή είναι η συμβουλή μου». Ο δικηγόρος αυτός ήταν ο Λόταρ ντε Μεζιέρ. Ο πρώτος ελεύθερα εκλεγμένος πρωθυπουργός της Λαοκρατικής Γερμανίας πριν αυτή ενωθεί με την Ομοσπονδιακή. Η φυγή του Λέο ήταν όμως και έρωτας. Έρωτας για την ελευθερία. Αυτό ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα στη ΛΔΓ, λίγα χρόνια πριν αυτή καταρρεύσει. Οι άνθρωποι στη ΛΔΓ ήταν κανονικοί άνθρωποι όπως και στον Δυτικό κόσμο, αγαπούσαν και μισούσαν, δούλευαν και ξεκουράζονταν, αγωνιούσαν και έλπιζαν. Έκαναν ό,τι κάνουν όλοι οι κανονικοί άνθρωποι. Μόνο που τους έλειπε ένα πράγμα. Η ελευθερία.
Στην ταινία του Βάιντα με τίτλο Βαλέσα, η δύναμη της ελπίδας (2013) το σάουντρακ αποτελείτο από ροκ τραγούδια της περιόδου του μεγάλου αγώνα υπέρ της ελευθερίας που έδωσε η Αλληλεγγύη. Ένα από αυτά, με το οποίο αρχίζει και ολοκληρώνεται η ταινία, περιέχει τον στίχο: «Την ελευθερία αγαπώ και καταλαβαίνω». Η αγάπη και η κατανόηση της ελευθερίας είναι και το απόσταγμα αυτού του βιβλίου. Όποιος αρχίσει να το διαβάζει, δύσκολα θα το αφήσει πριν φτάσει στο τέλος. Η μετάφραση της Γιώτας Λαγουδάκου διευκολύνει την απρόσκοπτη ανάγνωσή του.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας.
Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας – Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας – Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Γκέρχαρντ μπόρεσε να πιστέψει την ψευδαίσθηση ότι οι πολίτες της ΛΔΓ διέφεραν ριζικά από τους Γερμανούς που κάποτε έδιωξαν την οικογένειά του από τη χώρα. Και ο Βέρνερ μπορούσε να συμπεριφερθεί σαν να πίστευε ανέκαθεν στον σοσιαλισμό. Όλες οι πληγές, όλα τα λάθη ξεχνιούνταν, συγχωρούνταν, αν ήσουν έτοιμος να συμμετάσχεις σ’ αυτήν τη νέα κοινωνία. Η νέα πίστη αντί των παλιών βασάνων: αυτή ήταν η ιδρυτική συμφωνία της Λαοκρατικής Γερμανίας».
Μια οικογένεια στην Ανατολική Γερμανία
Μαξίμ Λέο
Μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου
Δώμα 2019
Σελ. 336, τιμή εκδότη €18,80
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου