|
ΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ σταμάτησαν στὸ κόκκινο φανάρι. Ἡ πλαϊνὴ σιδερένια πόρτα τῆς πρεσβείας μισάνοιξε. Τότε ξεκίνησε καὶ μὲ γρήγορο, ἀποφασιστικὸ βῆμα πέρασε ἀπὸ τὸ ἕνα πεζοδρόμιο στ’ ἄλλο. Κοίταζε ἀριστερὰ δεξιὰ τοὺς ὁδηγοὺς μὲ τὸ βλέμμα ἀνθρώπου ποὺ μόλις ὁλοκλήρωσε μιὰ δύσκολη ἀποστολὴ καὶ ὀφείλει νὰ ὑποπτεύεται ὅλους ὅσους βρίσκονται στὸ διάβα του. Τρύπωσε στὴν πόρτα.
«Τὸ εἶδες αὐτό;» ρώτησα ἔκπληκτος τὴ γυναίκα μου.
«Μιὰ γάτα ἤτανε, τί ἔγινε;» μοῦ ἀπάντησε ἀδιάφορα.
«Μά, δὲν πρόσεξες τὸ ὕφος της; Τὸ συγχρονισμὸ τῶν κινήσεων; Σχεδὸν
στρατιωτικός. Σὰν νὰ ἔκανε σινιάλο νὰ τῆς ἀνοίξουν τὴν πόρτα», ἐπέμεινα.
«Τί ἀνοησίες εἶναι πάλι αὐτές; Ἡ φαντασία σου ἔχει ξεφύγει. Ἀπὸ
τότε ποὺ ξεκίνησες αὐτὸ τὸ σεμινάριο δημιουργικῆς γραφῆς, ὅλο κάτι
τέτοια μοῦ λὲς στὰ καλὰ καθούμενα», εἶπε.
«Δὲν ξέρω τί λὲς ἐσύ. Ἄκουσα ὅτι ἔχουν ἀναπτύξει πολὺ προχωρημένες
μεθόδους κατασκοπείας. Ὅλοι ἐκπαιδεύονται, ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά.
Γιατί ὄχι καὶ τὰ ζῶα; Καὶ μάλιστα ἔξυπνα καὶ πανοῦργα, ὅπως οἱ γάτες».
Δὲν μίλησε.
«Βάζω στοίχημα ὅτι μόλις τελείωσε τὴν ὑπηρεσία ποὺ τῆς ἀνάθεσαν
καὶ γύρισε στὴ βάση της», μουρμούρισα μέσα ἀπ’ τὰ δόντια μου.
Τὸ φανάρι ἔγινε ξανὰ πράσινο. Ξεκίνησα σιγὰ καὶ κοίταξα δεξιά
μου. Ἡ γάτα ἦταν ἀκόμη ἐκεῖ, μόνη, δίπλα ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη πόρτα.
Παρατηροῦσε τὸ δρόμο. Θὰ ὁρκιζόμουν ὅτι μοῦ χαμογέλασε. Ἴσως καὶ
νὰ μοῦ ‘κλεισε τὸ μάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου