ΜΕ ΕΙΧΕ ΠΙΑΣΕΙ ἀπὸ τὰ στήθη. Μοῦ τὰ ἕσφιγγε
τόσο δυνατὰ στὶς χοῦφτες του, ποὺ νόμισα ὅτι θὰ μοῦ τὰ ξερίζωνε.
Ἀκόμη καὶ ἀφοῦ ξεψύχησε, δὲν ἔλεγε νὰ μοῦ τὰ ἀφήσει. Μπαίνοντας
δὲν παρατήρησε. Τὸ τσεκούρι. Τὸ εἶχα βάλει ἀνάμεσα στὶς πετσέτες,
ἕνα σωρὸ ἀπὸ πετσέτες ἄσπρες καὶ κίτρινες. Ἔβγαλε τὰ ροῦχα
του καὶ τὰ κλότσησε στὴν ἄκρη. Ἔζεχνε. Τὸ σῶμα του κόκκινο καμένο.
Ἡ οὐλὴ στὸ δεξί του γόνατο. Τὸ σημάδι κάτω ἀπ’ τὸ λαιμό. Ἴδιος.
Κι ἐγώ. Τὸν κοίταζα ἀπ’ τὴν πόρτα. Αἰσθάνθηκα τὸ χρόνο νὰ μὲ
ἐπιστρέφει. Δέκα χρόνια πίσω, ἐκεῖ ποὺ εἴχαμε μείνει. Καὶ οἱ
δύο. Μία στιγμὴ πρίν· μία στιγμὴ μετά. Τίποτ’ ἄλλο. Μπῆκε
στὸ νερὸ μέχρι τὴ μέση. Μὲ κοιτοῦσε χωρὶς νὰ μιλάει. Ἐγὼ ὁλοένα
τὸν πλησίαζα, μέχρι ποὺ σταμάτησα ἀπὸ πάνω του. Γδύθηκα. Τὰ
μάτια του μὲ ἀκολουθοῦσαν ὅσο ἔμπαινα. Τὸ νερὸ ἔκαιγε. Ἔσκυψα
ἀπὸ πάνω του. Μοῦ χάιδεψε τὰ γόνατα κι ἄρχισε ν’ ἀνεβαίνει.
Νόμισα πὼς θὰ μὲ πονοῦσε. Στάθηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀνάμεσα στὰ
πόδια μου μὲ δάχτυλα ἀκίνητα, ποὺ πολὺ εὔκολα ἔμπαιναν, ἂν
ἤθελε, μέσα μου, πολὺ εὔκολά τὰ γλίστραγε, ἂν ἤθελε, πρὸς τὴν
κοιλιά μου.
Ἀποφάσισε τὸ δεύτερο. Ἀνακουφισμένη ἄρχισα.
Νὰ τοῦ τρίβω τὸ στῆθος καὶ τοὺς ὤμους. Ἔψαχνε τὰ μάτια μου. Τοῦ
τὰ ἀρνήθηκα. Φίλησα τὴν κορυφὴ τοῦ κεφαλιοῦ του κι ἐκεῖνος
πέρασε τὰ δάχτυλά του στὸ λαιμό μου. Τὰ κύκλωσε, ἀλλὰ δὲν ἄσκησε
πίεση. Μὲ ἄφησε νὰ ἀπομακρυνθῶ. Ἔτριψα τὰ μπράτσα του. Εἶχε
σχεδὸν ἀποκοιμηθεῖ ὅταν ἅπλωσα τὸ δίχτυ. Μὲ ἅρπαξε ἀπὸ τὰ
στήθη. Βυθίστηκε μέχρι τὸ λαιμό. Προεξεῖχαν μόνο τὰ χέρια
του νὰ χουφτώνουν ἄγαρμπα τὰ στήθη μου λὲς κι ἤμουν ἀγελάδα
καὶ μὲ ἄρμεγε. Μὲ πόνεσε. Ἔκανα νὰ τὰ ἀπομακρύνω, αὐτὸς ὅμως
συνέχιζε, σφίγγοντάς τα περισσότερο στὶς παλάμες του. Ἔτρεμα.
Εἶχε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ ἀπ’ τὴν πρώτη φορὰ ποὺ κοιμηθήκαμε μαζί.
Μὲ ζούληξε τόσο πολὺ ποὺ ἔβαλα τὶς φωνές. Σώπασα μόνο ἀφοῦ
μὲ χτύπησε. Ἔπειτα μὲ συνήθισε. Δὲν τὰ ἔβλεπα τὰ μάτια του.
Μοῦ τὰ ἀρνήθηκε.
Ὅταν ἄφησα τὸ τσεκούρι, τὸν ἔσπρωξα κάτω ἀπὸ
τὴν ἐπιφάνεια τοῦ αἵματος. Ἀναγκάστηκα νὰ τοῦ τραβήξω τὰ
χέρια γιὰ νὰ μὲ ἀφήσει. Ρίχτηκα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου ἐπὶ
τόπου, γυμνὸς κι ἐκεῖνος, καὶ ἐνωθήκαμε. Κοίταξα τὸ στέρνο
μου. Εἶδα δέκα δάχτυλα μαῦρα πάνω στὰ κόκκινα πρησμένα στήθη
μου. Καὶ πάνω τους ἄλλα δέκα, ἄσπρα, νὰ στραγγίζουν ὅσο γάλα
εἶχε μείνει.
Ἰούνιος/Ὀκτώβριος
’15
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.
Ἀνδρέας
Ἀνδρέου. Σπούδασε στὴν Royal
Academy of Dramatic Art στὸ τµήµα κλασικῶν σπουδῶν τοῦ King’s
College London (ὑποτροφία Ἱδρύµατος Σκυλίτση). Ἐργάζεται
ὡς σκηνοθέτης, βοηθὸς σκηνοθέτης καὶ ἠθοποιὸς σὲ παραστάσεις
θεάτρου (κλασικὸ καὶ σύγχρονο ρεπερτόριο, παιδικό, ὄπερα,
docudrama, devised κ.ἄ.), ἀλλὰ καὶ στὴν τηλεόραση, σὲ Ἑλλάδα
καὶ ἐξωτερικὸ. Παράλληλα γράφει, ἐπιµελεῖται καὶ µεταφράζει.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου