ΓΙΑ ΩΡΑ τὸ βλέμμα του μένει ἀκίνητο, ὑπνωτισμένο
πάνω της . Ἔχει ἔρθει ἀπὸ μακριὰ μόνο γιὰ ἐκείνη. Ἡ πολυκοσμία ὅμως
δὲν τὸν ἀφήνει νὰ τὴ δεῖ ἀπὸ κοντά. Προτιμᾶ ἔτσι νὰ τὴν παρατηρεῖ
ἀπὸ μακριά, προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τὴν
πλησιάσει.
Στέκεται ὄρθια μπροστὰ στὸ παράθυρο μὲ τὸ ἀπογευματινὸ φῶς
νὰ λούζει τὸ πρόσωπο καὶ τὰ μαλλιά της. Μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα καὶ
τὸ κεφάλι σκυφτό, διαβάζει μὲ προσοχὴ ἕνα γράμμα ποὺ κρατᾶ στὰ χέρια
της. Ἡ μορφὴ της καθρεφτίζεται στὸ τζάμι τοῦ παραθύρου, ἐπιτρέποντας
στὸ εἴδωλο νὰ συμπληρώσει τὴν εἰκόνα της . Ἐκεῖνο ποὺ τὸν καθηλώνει
εἶναι ὁ λευκός της λαιμός. Τὰ δεμένα σὲ κότσο ξανθά της μαλλιὰ ἀφήνουν
νὰ διαγράφεται τὸ περίγραμμα τοῦ αὐχένα της, ποὺ καταλήγει ἤρεμα
στοὺς λεπτούς της ὤμους. Μιὰ λευκὴ ὀργάντζα τοὺς ἀγκαλιάζει προστατευτικά,
φτάνοντας ὡς τὸ νεανικό της μποῦστο. Τὸ βλέμμα του διανύει ξανὰ
τὴν ἁπαλὴ αὐτὴ διαδρομὴ , ἀργοπορώντας ἐκεῖ ποὺ τὸ φῶς παίζει μὲ
τὶς μποῦκλες τῶν μαλλιῶν της, ὅταν πέφτουν ἐλεύθερες στὸ πλάι τοῦ
λαιμοῦ της. Καθὼς τὴν κοιτᾶ, εὔχεται νὰ μποροῦσε νὰ κάθεται δίπλα
της, σ’ ἐκείνη τὴν καρέκλα κάτω ἀπ’ τὸ παράθυρο , γεμάτος περιέργεια,
ἴσως καὶ ζήλεια γιὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ γράμματος καὶ νὰ θαυμάζει
τὸ ροδαλὸ χρῶμα στὰ μάγουλα καὶ τὰ χείλη της. Ἴσως πάλι, κρυμμένος
πίσω ἀπ΄ τὴν κουρτίνα τοῦ σεπαρέ της, νὰ μποροῦσε ἀνενόχλητος νὰ
παρατηρεῖ ἀπ’ τὸ καθρέφτισμα τοῦ παραθύρου τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου
της, ἐνῶ διαβάζει ἐκεῖνο τὸ γράμμα.
Προσπαθεῖ νὰ στριμωχτεῖ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος διεκδικώντας
κι αὐτὸς μιὰ θέση κοντά της. Τοὺς βλέπει νὰ τὴν φωτογραφίζουν ἀσταμάτητα
μὲ τὶς ψηφιακές τους μηχανὲς καὶ τὰ κινητά. Τὴν φαντάζεται νὰ ποζάρει
μόνο γιὰ χάρη του, προστατευμένη ἀπ’ τὰ ἀδιάκριτα βλέμματα, κι
ἐκεῖνος πίσω ἀπ’ τὴν camera obscura, συλλαμβάνοντας τὸ φῶς της, νὰ
αἰχμαλωτίζει γιὰ πάντα τὴν αὔρα της καὶ νὰ ἀπολαμβάνει ἀποκλειστικά
το τέλειο ἀπείκασμα τῆς φιγούρας της ἀνεστραμμένο πάνω στὸ καμβά
του.
Ὅταν καταφέρνει ἐπιτέλους νὰ τὴν πλησιάσει, ὁ φύλακας εἰδοποιεῖ
τοὺς ἐπισκέπτες πὼς πρέπει σύντομα νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὴν αἴθουσα
Βερμέερ, γιατί ἡ πινακοθήκη πρόκειται νὰ κλείσει στὰ δέκα ἑπόμενα
λεπτά. Κοιτάζοντας τὸν πίνακα ἀπὸ κοντά, ἡ ματιά του σκαλώνει στὶς
στικτὲς πινελιὲς ἀνοιχτοῦ χρώματος ποὺ φωτίζουν τὸ μποῦστο της.
Ζηλεύει τὸ βλέμμα τοῦ ζωγράφου. Τὴν ἀποχαιρετᾶ μὲ μιὰ ἀνεπαίσθητη
κίνηση τοῦ χεριοῦ ποὺ χαϊδεύει τὴ σιλουέτα της. Δὲν τὴν εἶδε ὅσο
θὰ ἤθελε. Τὸν παρηγορεῖ ὡστόσο ἡ σκέψη πὼς ἐπιστρέφοντας ἀπ’ τὴν
Δρέσδη, τὸ κορίτσι μὲ τὸ γράμμα μπροστὰ στὸ παράθυρο θὰ ἐξακολουθεῖ
νὰ φωτίζει τὴ μοναξιά του μέσα ἀπ’ τὴ μικρὴ ρεπροντουξιόν, ποὺ
κρέμεται στὸν τοῖχο τῆς σκοτεινῆς του κάμαρης χρόνια τώρα, ἀγορασμένη
ἀπὸ πλανόδιο καλλιτέχνη.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Βάνια Σύρμου (Ρίο ντὲ Τζανέιρο, 1967). Σπούδασε κλασσικὴ φιλολογία
στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ ἐργάζεται ὡς ἐκπαιδευτικὸς
στὴ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση. Ὁλοκλήρωσε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς
στὸ πρόγραμμα «Φύλο καὶ νέα Ἐκπαιδευτικὰ καὶ Ἐργασιακὰ Περιβάλλοντα
στὴν Κοινωνία τῆς Πληροφορίας» στὸ Πανεπιστημίο τοῦ Αἰγαίου.
Οἱ μεταφράσεις της ἀπὸ τὴν ἀγγλόφωνη λογοτεχνία κυκλοφοροῦν ἀπὸ
τὶς ἐκδόσεις Μπιλιέτο. Ἔχουν δημοσιευθεῖ διηγήματά της στὰ λογοτεχνικὰ
ἱστολόγια Fractal, Πλανόδιον - Ἱστορίες Μπονζάι,
Φρέαρ καθὼς
καὶ στὴν «Ἀνθολογία μικροῦ διηγήματος γιὰ τὴ νύχτα» ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις
«κύμα».
Εἰκόνα: Τὸ κορίτσι μὲ τὸ γράμμα (1657)
τοῦ Γιοχάννες Βερμέερ (1632-1675).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου