Σε ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ στὴν Τραπεζούντα ἀναζήτησα
τὸν πατέρα μου, μὰ δὲν τὸν βρῆκα. Εἶχε ὀρφανέψει ὀχτὼ χρονῶν,
κι ἡ μάνα του ἡ Χαρίκλεια τὸν εἶχε χαϊδεμένο, λαλαχέα, γιατί
ἔθνησκαν τὰ μωρά της καὶ μόνο αὐτὸς τῆς ἔζησε. Τὸν εἶχε ἴσως
στυλώσει ὁ Ἅε Στυλιανός, ποὺ τοῦ εἶχαν δώσει τ’ ὄνομά του. Τὸν
φώναζε τρυφερὰ «Ρίζα μ’, στερέα μ’», κι ἅμα πονοῦσε κάπου τοῦ
ἔλεγε «Τὸ κακό σ’ νὰ παίρω», γιατὶ κάλλιο εἶχε νὰ πονάει ἐκείνη.
Γιὰ τὸ παιδί, ἡ Χαρίκλεια ἦταν ἁγία. Καὶ δὲν ἔκανε μὲ τὴ δεύτερη
γαρὴ τοῦ χήρου Παναγιώτη. Μὰ κι αὐτὴ δὲν ἀγάπησε τὸ ἀτίθασο
παιδί.
Ἡ Τραπεζούντα εἶναι πιὰ μεγαλούπολη. Τὸ ξυλουργεῖο
τοῦ παπποῦ μου, ποὺ ποτὲ δὲ γνώρισα, δὲν ὑπάρχει πιά. Ρωτῶ ποῦ νὰ
κοιτάξω γιὰ τὸ Στέλιο. «Κοίτα στὴ Μερζιφούντα», λένε οἱ γεροντάδες.
«Ἐκεῖ τὸν ἔστειλαν σώκλειστο σὲ σκολεῖον, νὰ συχάσει κι αὐτός,
καὶ τὸ ζευγάρι.»
Τὸ ταξίδι στὴ Μερζιφούντα μῆτ’ εὔκολο εἶναι
μῆτε κοντινό. Φτάνω στὸ σχολεῖο. Τὸ Ἀμερικανικὸ Κολλέγιο εἶναι
διώροφο, μὰ δὲν ἔχει πόρτες οὔτε παράθυρα. Τὸ οἰκοτροφεῖο ὅμως
εἶναι φρεσκοβαμμένο καὶ δὲν τοῦ λείπει τίποτα, ἄρα δὲν ἀνησυχῶ
γιὰ τὰ σώκλειστα παιδιά.
Βλέπω ἕνα ἀγόρι, λιγνὸ σὰν ἐμένα, λίγο πιὸ
μικροκαμωμένο, μέχρι δέκα-ἕντεκα χρονῶν. Μὲ κοιτᾶ παραξενεμένο.
— Ἐσὺ τί γυρεύεις σὲ τοῦτα τὰ μέρη; ρωτᾶ.
— Ἐσένα σὲ πειράζω;
— Δὲ μὲ πειράζεις, μὰ τί γυρεύεις ἐδῶ; Ἐμεῖς
μαθάνουμε καὶ ἀγγλικά.
— Παίζετε καὶ ποδόσφαιρο, λέω ἔχοντας φωτογραφία
του, μειράκιον ἀκόμη, μὲ μεγάλο Π στὴν ἀθλητικὴ φανέλα.
— Φοῦτμπολ. Καὶ τραγωδοῦμε. Ἄκου τὸν ὕμνο
μας:
«Anatolia, Anatolia, long be thy blessed day!...»
— Τὸ ξέρω κι ἐγώ, τοῦ λέω καὶ τοῦ τὸ τραγουδῶ
ὁλόιδια μ’ ἐκεῖνον.
«Anatolia, Anatolia, long be thy blessed day!
Anatolia for ever, Anatolia for ay!»
— Ποιός σοῦ τὸ ἐμάθισεν; ρωτᾶ καὶ μὲ κοιτάζει
μὲ περιέργεια.
— Ὁ πατέρας μου. Ἦταν στὸ σχολεῖο ὅταν εἶχε
πόρτες καὶ παράθυρα.
Στρέφει καὶ κοιτᾶ τὸ κτίριο. Μετὰ γυρνᾶ σὲ μένα
καὶ γελᾶ.
— Εἶσαι λίγο παλαλέσσα! Δὲν ἔχει παραθυρόπορτας
καὶ τώρα; Ἀπὸ ποῦ ἔπεσες ἐσὺ ἀφκά, ἄμον οὐρανοπούλλιν;
— Ἦρθα ἀπὸ μακριά, ἀπαντῶ. Μὰ ὄχι ἀπὸ τὸν οὐρανό.
— Καὶ πῶς ἐν΄ τ’ ὄνεμάν σου;
— Χαρίκλεια. Μὰ μὲ φωνάζουν Λεία.
— Κι ἐμένα τῆς μάννας μου τὸ ὄνεμαν…
Τὸν κόφτω βιαστικά, μὲ ταραχή.
— Μοῦ δίνεις μιά–δυὸ πέτρες, παρακαλῶ σε;
Σκύβει, πιάνει καὶ μοῦ δίνει τρεῖς. Τὶς παίρνω
καὶ φεύγω.
Πίσω μου ἐρημιά. Δὲν ἀκούγεται παρὰ ἀνάσα
ἀπὸ ἐλαφρὺ ἀεράκι.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Λεία
Χατζοπούλου–Καραβία
(Ἀθήνα). Σπούδασε Ἀγγλικὴ καὶ Κλασσικὴ Φιλολογία (1972).
Ἔκανε Διδακτορικὸ Συγκριτικῆς Γραμματολογίας στὴ Σορβόννη
(1992). Ἐξέδωσε 80 βιβλία: ποίηση, πεζογραφία, θέατρο
(τρία κρατικὰ βραβεῖα γιὰ θεατρικά ἔργα). Δίδαξε γλῶσσες, ἔκανε
μεταφράσεις ἀπὸ ἱσπανικά, γερμανικά, γαλλικά, ἀγγλικά. Τὸ
2003 πῆρε βραβεῖο μετάφρασης. Εἶναι ἠθοποιὸς (βραβεῖα, Φεστιβὰλ
Ἰθάκης 1977, 1978). Πρόεδρος Διεθνοῦς Φόρουμ Θεατρικῶν Συγγραφέων,
ΙΤΙ, 2000-2006.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου