ΕΦΕΡΕ ἀκόμη ἕναν γύρο τὴν ἐκκλησία, ὅμως
ἐκείνη ἄφαντη. Ἕνα μούδιασμα παρέλυσε τὸ σῶμα καὶ τὴ σκέψη
τῆς νεαρῆς κοπέλας. Ἀσυναίσθητα τινάχτηκε καὶ βρέθηκε νὰ
τρέχει κατὰ μῆκος τῆς ὁδοῦ Θησέως. Δὲν εἶχε στόχο, ὅμως κι ὁ
στόχος θέλει σκέψη. Κι ἐκείνης τὸ μυαλὸ πλημμύριζαν ἀσύνδετες
εἰκόνες καταιγίδα. Ὁ πανικὸς τῆς ἀπρόσμενης ἀπώλειας ἐναλλασσόταν
μὲ τὸν τρόμο τῆς τιμωρίας. Ἡ ὑπερήλικη γιαγιά της, πρὶν λίγα
χρόνια φερμένη στὴν Ἀθήνα, δὲν μποροῦσε νὰ προσανατολιστεῖ
στοὺς δρόμους τῆς Καλλιθέας. Τὰ σπίτια ἔμοιαζαν μεταξύ τους, ὁρίζοντας
δὲν φαινόταν πουθενά, ὅσο γιὰ γράμματα δὲν γνώριζε, γιὰ νὰ διαβάζει
τὰ ὀνόματα τῶν δρόμων. Ἤξερε νὰ προσανατολίζεται νύχτα χωρὶς
φεγγάρι στὸ ὀρεινὸ δάσος, ὅμως στὸ ἀστικὸ τοπίο ἦταν ἀναλφάβητη.
Κάθε φορὰ λοιπὸν ἔπρεπε νὰ τὴ συνοδέψει κάποιος στὴν ἐκκλησία.
Σήμερα ἦταν πάλι ἡ σειρὰ τῆς Μ.. Καθὼς ὅμως ἔπρεπε νὰ πάει ἐνδιαμέσως
φροντιστήριο, τῆς εἶπε νὰ τὴν περιμένει στὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας.
Καὶ τώρα ἔγινε ἄφαντη.
Πῶς νὰ γυρίσει μόνη σπίτι καὶ πῶς νὰ δικαιολογηθεῖ!
Ἐνῶ ἔτρεχε, εἶδε ἕνα περιπολικὸ τῆς ἀστυνομίας νὰ περνᾶ
καὶ στὸ πίσω κάθισμα φαινόταν ἡ γιαγιά. Οἱ φωνές της ἀκούστηκαν
ἀπὸ τὸ πλήρωμα, ποὺ ἔπιασε στὴν ἄκρη. Οἱ ἐξηγήσεις ποὺ ἔδωσε
ἡ ἐγγονὴ φάνηκαν ἐπαρκεῖς καὶ οἱ δυό τους πήρανε τὸ δρόμο γιὰ
τὸ σπίτι. Ἡ μαυροντυμένη μὲ τὴ μετσοβίτικη ἐνδυμασία ἦταν
ταραγμένη. Ὅταν τελείωσε ἡ θεία λειτουργία, ἀφηγοῦνταν ἀργότερα,
βγῆκε στὴν πόρτα. Καθὼς δὲν τὴ σήκωναν τὰ πόδια της, κάθισε σ’ ἕνα
σκαλοπάτι. Ἔνιωσε κάποιον νὰ τῆς βάζει ἕνα νόμισμα στὴν παλάμη.
Ἀνασηκώθηκε μὲ βία, ὅμως γλώσσα γιὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖ δὲν ἤξερε.
Ἄκρα ταπείνωση γιὰ μιὰ γυναίκα μὲ κεντρικὸ ρόλο στὰ δρώμενα
τοῦ ὀρεινοῦ χωριοῦ της, μαίας καὶ ψυχοπομποῦ συνάμα, ποὺ πονεμένοι
κατέφθαναν ξημέρωμα γιὰ νὰ τοὺς ξεματιάσει. Πῆρε λοιπὸν τοὺς
δρόμους μὲ τὸ ἀβέβαιό της βῆμα, νὰ ἀποφύγει ἄλλη προσβολή. Οὔτε
κατάλαβε πῶς βρέθηκαν οἱ ἀστυνομικοὶ νὰ τὴ ρωτοῦν ἀκατανόητα
πράγματα, οὔτε πῶς βρέθηκε στὸ περιπολικό. Στὸ ὀστεοφυλάκιο,
στὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ, ὅπου τὴν ἔφερε ἡ τελευταία ἐπιθυμία,
ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ ὀνόματός της εἶναι ἑλληνική. Δὲν θὰ μποροῦσε
ἐκείνη νὰ τὴν ἀναγνώσει, μὰ οὔτε τὰ δισέγγονά της νὰ ταξιδέψουν
μὲ δικές της ἀφηγήσεις.
Πηγή:
Ἀπὸ τὴ σειρὰ πεζῶν Θραύσματα
τοῦ 20οῦ αἰώνα. Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἀγαθοκλῆς
Ἀζέλης (Μηλιὰ Μετσόβου,
1963). Φιλόλογος στὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση, ἀπόφοιτος
τῆς Φιλοσοφικῆς Ἀθηνῶν καὶ διδάκτορας τοῦ Πανεπιστημίου
τῆς Βιέννης. Πρῶτο του βιβλίο: Νύχτες στὸ θρυμματισμένο ἐνυδρεῖο,
Ἀθήνα, 2008, (ποίηση). Δημοσίευσε μεταφράσεις γερμανόφωνης
λογοτεχνίας.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου