ΜΙΑ ΜΕΡΑ, περιμένοντας τὸ λεωφορεῖο, σὲ
μιὰ γωνία στὸ Κάτω Μανχάτταν, κάπου κοντὰ στὸ Κανάλι· ἔχοντας ὁλοκληρώσει
τὸ καθῆκον τῆς ἐνόρκου στὸ ὁρκωτὸ δικαστήριο, ἔχοντας γιὰ τὴν ἀκρίβεια
κρίνει ἕνα ἄλλο ἀνθρώπινο ὂν καὶ ἔχοντας καταδικάσει τὸ ὂν αὐτό,
σκεφτόταν γιὰ τὴ δικαιοσύνη, αὐτὴ τὴ βαριὰ λέξη. Ὡς μέλος τῆς
Παγκόσμιας Ἕνωσης Μητέρων, εἶχε δεῖ καὶ τὴ μητέρα τοῦ ἄντρα. Εἶχε
γείρει στὸ στασίδι τοῦ μάρτυρα, τὸ πρόσωπό της ἦταν σὰν ἕνα λουλούδι
ποὺ πέθαινε στὸ τέλος τῆς ἐποχῆς του, ψιλόλιγνο φύλλωμα ἀπὸ κίτρινες
ἴνες ποὺ τὶς πήγαιναν πέρα-δῶθε τὰ ἀεράκια καὶ τὰ μπουρίνια τῆς
δικαιοσύνης. Σὰν ἕνας ἡλίανθος στὰ μισὰ τοῦ φθινοπώρου πού
‘χει χάσει τὸν ἥλιο, σκέφτηκε ἡ Φέιθ, ἀφήνοντας τὸν ἀέρα καὶ τὸν
καιρὸ νὰ κουνοῦν τὸ βαρύ του κεφάλι.
Παρόλ’ αὐτὰ ἐκεῖνος ὁ ἄντρας εἶχε στρέψει ἕνα
πραγματικὸ ὅπλο στὸ κεφάλι τοῦ γέρου μπακάλη καὶ τοῦ εἶχε πάρει
τὸ μισό του μεροκάματο, περίπου εἴκοσι ἑφτὰ δολλάρια. Ἀμέσως,
ἡ Φέιθ σκέφτηκε —ὅπως συχνὰ ἔκανε— τὸ πελώριο ὅπλο ποὺ στρεφόταν
στὸ κεφάλι τοῦ πλανήτη μας καὶ τὰ μικρότερα φτηνὰ ὅπλα ποὺ στόχευαν
ὅλα τὰ μικρὰ ἔθνη ποὺ μόλις σήκωναν τὸ κεφάλι τους. Πιθανότατα
εἶπε Σκατὰ ἢ ἀκόμα Γαμῶτο. Πολλοὶ ἄνθρωποι, μερικοὶ φίλοι
της, πραγματικὰ μισοῦσαν τὸ πῶς πηδοῦσε ἀπὸ ἕνα καθημερινὸ
γεγονὸς σὲ μιὰ πλανητικὴ μεταφορά. Ἄλλοι σκέφτονταν ὅτι εἶχε
ἀπόλυτο δίκιο.
Ἔγειρε πάνω σ’ ἕνα ἀμάξι, κοίταξε τριγύρω
καὶ εἶδε τὸν ψηλὸ τοῖχο ἑνὸς ἑξαώροφου κτιρίου, τοῦ ὁποίου ἡ
παλιὰ ὄψη εἶχε κατεδαφιστεῖ μαζὶ μὲ τὸ διπλανό του κτίσμα, ἀφήνοντας
ἕνα ὠχρὸ πράσινο νεοϋρκέζικο ἀποτύπωμα ἀπὸ παλιὲς σκάλες,
πλατύσκαλα, μυστηριώδη κάθετα κι ὁριζόντια δοκάρια. Δὲν τὸ ἀντιμετώπισε
κοσμικὰ αὐτὴ τὴ φορά, ἀλλὰ μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὶς καλοφτιαγμένες
καὶ περίεργες διακοσμήσεις ποὺ ἔφερε ὁ καιρὸς καὶ ἡ παρακμή. Ἕνας
περαστικός σταμάτησε, τὴν εἶδε ποὺ κοίταζε καὶ ξεφυσοῦσε. Λοιπόν,
εἶπε, τί σκέφτεστε κυρία μου; Εἶναι σὰν ὅλους ἐμᾶς. Θὰ καταρρεύσει
ἐντελῶς ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, ἔτσι δὲν εἶναι;
Στὸ σπίτι ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἄντονι.
Ἦταν ἡ μέση τῆς βδομάδας. Ἀπὸ δῶ ἡ Τζούντι, εἶπε. Τὴ θυμᾶσαι; Βεβαίως,
εἶπε ἐκείνη. Τότε τοῦ ‘πε ὅτι ἦταν ἐξουθενωμένη καὶ σκέφτηκε
ὅτι κι ἐκείνη θὰ καταρρεύσει ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, πιθανότατα
ἕνεκα τῆς δικαιοσύνης καὶ τοῦ ψυχροῦ της προσώπου.
Ἀλλὰ, Μαμά, τῆς εἶπε, τὸ πρόσωπό σου δὲν εἶναι
ψυχρότερο ἀπὸ ὅ,τι ἦταν τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα. Σωστά, εἶπε
ἡ Τζούντι, Τί τέλη Ὀκτώβρη τί ἀρχὲς Νοέμβρη, τί λές, Ἄντονι; Ἐκεῖνος
χαμογέλασε γιὰ νὰ τῆς δώσει θάρρος. Ἦταν ντροπαλή, ἀλλὰ καμιὰ
φορὰ ἔκανε ὡραῖες προτάσεις. Ὁ Ἄντονι στριφογυρνοῦσε τὰ μάτια
του γύρω-γύρω. Ὅταν σταμάτησαν, εἶπε, Εἰλικρινά, παιδιά, αὐτὸ
δὲν ἦταν κάποιο σχόλιο, ἦταν ἁπλὰ γιόγκα.
Καλά, καλά, εἶπε ἡ Φέιθ, ἔχει κάτι νόστιμα
πράγματα στὸ ψυγεῖο. Θέλησε νὰ πάει στὸ δωμάτιό της καὶ νὰ καθίσει
στὴν ὡραία καρέκλα ποὺ εἶχε πρόσφατα ἀγοράσει γιὰ νὰ νιώθει ἄνετα
ὅταν κάθεται νὰ σημειώσει ἢ νὰ γράψει τίποτα. Ἔπρεπε νὰ σκεφτεῖ
περισσότερο σχετικὰ μὲ τὸ σύστημα τῶν ἐνόρκων, ἰδιαίτατα γιὰ
τοὺς συνεργάτες της στὴν ἔνορκη διαδικασία. Ἐπίσης ὁ καπιταλισμὸς
ἐπρόκειτο νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ σοβαρὸ πονοκέφαλο γιὰ τὸν πλανήτη.
Σκεφτόταν νὰ δοκιμάσει νὰ συνθέσει ἕνα ποίημα ἐνάντια στὸν καπιταλισμὸ
ξεκινώντας ἀπ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀφετηρία.
Μετὰ ἀπὸ καμιὰ ὥρα ὁ Ἄντονι χτύπησε τὴν πόρτα.
Μαμά, ὅταν σταματήσεις νὰ θὲς νὰ εἶσαι μόνη, ἔλα νὰ πιεῖς λίγο
τσάι μαζί μας. Ἔχουμε πολὺ κακὰ νέα γιὰ σένα. Αὐτὸ δὲν ἦταν ἀλήθεια,
ἀλλὰ ἂν ἐκεῖνος εἶχε πεῖ, Ἔλα νὰ φᾶμε λίγο γλυκό, κι ἔχουμε μερικά
ὑπέροχα νέα γιὰ σένα, δὲ θά ‘βγαινε ἀπ’ τὸ δωμάτιό της.
Ἐντάξει, εἶπε ἐκείνη, ἐνῶ ἐρχόταν στὴν πόρτα.
Εἶμαι ἕτοιμη, νομίζω. Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πές μου.
Πηγή: ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ Τὸ διήγημα «Δικαιοσύνη – μιὰ ἀρχὴ» («Justice – a beginning») προέρχεται
ἀπὸ τὸ περιοδικὸ The
Massachusetts
Review 49, 4
(Χειμώνας 2008) 423-424.
Γκρέις
Πέιλι (Grace Paley) (1922-2007).
Συγγραφέας μικροδιηγημάτων, ποιήτρια καὶ ἀκτιβίστρια. Σπούδασε
μεταξὺ ἄλλων κοινωνικὲς ἐπιστῆμες πλάι στὸν Γ. Χ. Ὦντεν, ἴχνη
τοῦ ὁποίου ἐντοπίζονται στὰ πρώιμα ἔργα της, ἰδιαίτερα στὰ
ποιητικά. Δίδαξε σὲ πολλὰ σχολεῖα, πανεπιστήμια καὶ κολλέγια
τῶν ΗΠΑ. Ὑπῆρξε ἔνθερμη ὑποστηρίκτρια τοῦ πασιφισμοῦ, ἐναντιώθηκε
στὸν πόλεμο τοῦ Βιετνὰμ καὶ ἀφιέρωσε μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς
της στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀποπυρηνικοποίηση. Ἔχει ἐκδώσει πολλὰ
βιβλία μὲ μικροδιηγήματα, σύντομες ἱστορίες καὶ ποιήματα,
ἐνῶ τὸ σύνολο τοῦ ἔργου της κυκλοφορεῖ πλέον σὲ συγκεντρωτικὲς
ἐκδόσεις.
Θανάσης
Γαλανάκης (Ἀθήνα, 1993): Σπούδασε Μεσαιωνικὴ
καὶ Νεοελληνικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἀσχολεῖται
μὲ τὴν Ἱστορία καὶ τὴ Θεωρία τῆς Λογοτεχνίας, τὴ Μετάφραση
θεωρητικῶν καὶ λογοτεχνικῶν κειμένων καὶ τὴν Ποίηση. Μελέτες,
μεταφράσεις καὶ ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἐπιστημονικά,
φιλολογικὰ καὶ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ ἰστοτόπους. Ἀγαπάει
τὰ ζῶα καὶ εἰδικότερα τὰ πτηνά. Ζεῖ στὴν Ἀθήνα.
Εἰκόνα:
Ἡ Γκρέις Πέιλι σὲ διαδήλωση ἐναντίον τῶν βιασμῶν γυναικῶν
καὶ τῆς ἀμερικανικῆς ἐπέμβασης στὸ Ἒλ Σαλβαδόρ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου