Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ εἶναι ἀπὸ πορσελάνη. Ἔχει τέσσερα
πόδια μὲ ὀνόματα παιδιῶν καὶ καμπύλες στὶς ἄκρες. Ἡ ὄψη της εἶναι
γαλάζια. Μιὰ χρυσὴ ἀντανάκλαση τὴν κάνει νὰ ξεχωρίζει ἀπ’ ὅλα
τ’ ἄλλα πράγματα τοῦ δωματίου. Ἡ ράχη της κυρτή, σχεδὸν χελωνίσια.
Στέκεται —χρόνια τώρα— στὸ τραπέζι τοῦ σαλονιοῦ· δὲν καταδέχεται
νὰ τὴν ἀγγίζουν, τρέμει τὰ ἀπρόσεχτα χέρια καὶ τὰ βλέμματα.
Ἡ μητέρα μου εἶναι ἕνα πορσελάνινο κουτί.
Κρύβει μυστικὰ καὶ χαμένα ὄνειρα. Ὅταν χαμογελᾶ τὰ μάτια
της στρέφονται πρὸς τὰ μέσα, ἔτσι ποὺ κανένα χαμόγελό της δὲν
μένει χωρὶς λύπη. Στὸ τραπέζι τοῦ σαλονιοῦ ὑποδέχεται τοὺς
καλεσμένους της, ἀλλὰ ποτὲ δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ περιμένει.
Δὲν πλένει πιάτα. Δὲν μαγειρεύει. Δὲν τῆς ἀρέσουν
οἱ σκοῦπες καὶ τὰ ξεσκονόπανα. Ζωγραφίζει στὸ πρόσωπό της ποτάμια
ποὺ γέρνουν πρὸς τὰ κάτω. Ὕστερα κοιτάζει ἐπίμονα τὴν ἀντανάκλασή
της στὸν τοῖχο τοῦ δωματίου. Μετρᾶ τὰ πόδια της· τέσσερα. Δὲν εἶμαι
ἐγώ, ἐγὼ εἶμαι! τὴν ἀκούω ποὺ λέει.
Ἔχει μιὰ χαραγματιὰ ποὺ δὲν φαίνεται κι ἕνα
χάρισμα, κρυφὸ κι αὐτό. Ἂν τῆς χαϊδέψεις τὰ μάτια καὶ τὴν κοιτάξεις
συμπονετικά, ἂν εἶσαι λίγο πιὸ ἀληθινὸς ἀπ’ ὅ,τι συνηθίζεις,
ἂν τῆς πεῖς ὅτι τὴν ἀγαπᾶς —μὰ νὰ τὴν ἀγαπάς— σοῦ δείχνει κάτι
παλιὰ μαργαριτάρια τῆς νιότης της καὶ σοῦ ὑπόσχεται, σοῦ ὑπόσχεται...
Μιὰ μέρα μὲ ἄφησε νὰ δῶ κάτω ἀπὸ τὴ γαλάζια της ὄψη. Ἀπὸ μέσα
ἦταν λευκὴ μὲ μικρὲς κηλίδες σὰν ἀστερόσκονη. Στὶς γωνίες μαζεύεται
τὸ μαῦρο καὶ δὲν φεύγει.
Μοιάζει παλιὰ ὅσο τὸ σπίτι ποὺ τὴν περιέχει.
Καὶ ἄδεια, ὅσο τὰ πράγματα ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ χωρέσει. Κάθε
βράδυ ἀνάβει ὅλα τὰ φῶτα. Δὲν κοιμᾶται. Ἡ πληγή της ἀφορμίζει
τὴ νύχτα.
Καταλαβαίνει μὲ τὴν ἁφή. Καμιὰ φορᾶ βγάζει ἕναν
ἦχο σὰ νύχι πάνω στὴ γυαλιστερή της ἐπιφάνεια. Δὲν ξέρει πῶς
βρέθηκε ἐκεῖ, λέει. Τὸ σπίτι τὴν πνίγει. Δὲν ἀντέχει τὰ κλειστὰ
παράθυρα. Παραπονιέται πὼς κανεὶς δὲν τὴν ἀκούει. Κινδυνεύει
νὰ σπάσει ἀπὸ τὴν παρατεταμένη ἀδιαφορία μας. Δὲν εἶναι ἀπὸ
πέτρα, λέει, δὲν εἶναι πέτρα…
Ἡ μητέρα μου εἶναι ἀπὸ πορσελάνη. Κάθε πρωὶ
τὴ σηκώνω καὶ τὴ βάζω στὸ ράφι χωρὶς νὰ τὴν κοιτάζω. Καθαρίζω
τὸ τραπέζι της μ’ ἕνα πανί. Τὴ μαλώνω πὼς δὲν κάνει καλὰ ποὺ
στέκεται ἀκίνητη τόσο καιρό, πὼς αὐτὴ φταίει ποὺ μαζεύτηκε
τόση σκόνη. Τρίβω τὶς πτυχές της μὲ μανία. Τῆς τραγουδάω γιὰ ἕνα
μικρὸ πορσελάνινο κουτὶ μέσα σ’ ἕνα μεγάλο σκονισμένο σπίτι.
Στέκομαι ὄρθια στὴ μέση τοῦ σαλονιοῦ, τὴ δείχνω μὲ τὸ δάχτυλο.
Καὶ ἄφησέ με, τῆς λέω, ν’ ἀνοίξω τὴν κοιλιά σου, νὰ καθαρίσω
κι ἐκεῖνο τὸ μαῦρο... Γίνεται τότε καὶ τὸ γαλάζιο της χρῶμα φωτίζεται
μ’ ἕναν τρόπο στεναχτικό. Τὴν ἄλλη φορά, μοῦ λέει, τὴν ἄλλη φορά.
Τὴν ἐπιστρέφω στὴ θέση της μ’ ἕνα πικρὸ φιλί. Ἐκείνη δὲν σταματάει
νὰ μὲ κοιτάζει.
Μισῶ τὴν εὐθραυστότητά της. Καὶ ἂν μιὰ μέρα,
μοῦ γλιστρίσει ἀπὸ τὰ χέρια; Καὶ ἂν ἀναπηδήσει στὸν ἀέρα καὶ ἀνοίξει
ἡ ράχη της καὶ φανεῖ ἡ χαραγματιὰ καὶ θρυμματιστεῖ ἡ γαλάζια
της ὄψη; Καὶ ἂν δὲν ἔχω προλάβει νὰ ἀφαιρέσω τὸ μαῦρο ἀπὸ τὶς
γωνίες καὶ τὰ σπλάχνα της; Πῶς φοβᾶμαι ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Πῶς
κουράστηκα νὰ φοβᾶμαι ἐκείνη τὴν ἡμέρα…
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.
Γεωργία
Α. Βεληβασάκη. Ποίηση
καὶ διήγημα, παραμύθια. Σπούδασε μουσική, θέατρο, Εὐρωπαϊκὸ
Πολιτισμὸ (Ἑλληνικὸ Ἀνοιχτὸ Πανεπιστήμιο) καὶ ἀκολούθησε
μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴ Δημιουργικὴ Γραφὴ (Πανεπιστήμιο
Δυτικῆς Μακεδονίας). Ἀσχολεῖται μὲ τὸ τραγούδι, τὴ στιχουργικὴ
καὶ ἔχει ἐκτενῆ προσωπικὴ δισκογραφία. Βιβλίο της: Τὸ Μικρὸ Μυστικὸ τῆς Ζωῆς
(ἔμμετρο παραμύθι, 2010). Διηγήματά της ἔχουν συμπεριληφθεῖ
στὸ ἀνθολόγιο Ὁδὸς
Δημιουργικῆς Γραφῆς-Διαδρομὴ 2 (ἐκδ. Γραφομηχανή,
2017). Διατηρεῖ τὴν ἱστοσελίδα www.velivasaki.gr
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου