ΣΤΟ ΤΕΡΜΑ τοῦ ὑποφωτισμένου λιμανιοῦ, προχωρημένη
ἡ ὥρα, ἡ Εὐτέρπη σερβίρει τὰ τελευταῖα γι’ ἀπόψε γλυκὰ καὶ χαρίζει
ἁπλόχερα χαμόγελα. Ὁ Πέτρος τῆς ρίχνει λοξὲς ματιὲς καὶ σκέφτεται
τί ἱστορία νὰ τῆς πεῖ γιὰ νὰ τὴν πείσει νὰ ξαναβρεθοῦν στὴν Ἀθήνα τὸ
Φθινόπωρο. Στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα ἀχνοφαίνεται ὁ «Διαγόρας», τὸ
καράβι ποὺ μοιάζουν νὰ περιμένουν οἱ περισσότεροι ἀπ’ τοὺς λιγοστοὺς
ἐναπομείναντες θαμῶνες τῶν μετρημένων στὰ δάχτυλα μαγαζιῶν. «Ἐδῶ
πού ’χετε ἔρθει εἶναι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου», ἀναφωνεῖ μειδιώντας ἕνας
ἡλικιωμένος ψαρὰς πάνω ἀπ’ τὴ βάρκα του τὴ στιγμὴ ποὺ ἑτοιμάζεται
νὰ ξανοιχτεῖ γιὰ νὰ ρίξει παραγάδι. Κι ἐνῶ ἡ κόρνα τοῦ πλοίου ἠχεῖ,
«γκόοολ!» φωνάζει ἐνθουσιασμένος ἕνας ἡλιοκαμμένος πιτσιρικὰς
βαστώντας μιὰ ἀερόμπαλα ἀγκαλιὰ καὶ τρέχοντας πρὸς τοὺς ἐμφανῶς
γλαρωμένους γονεῖς του ποὺ εἶναι καθισμένοι —μὲ τὰ μπαγκάζια τους ἕτοιμα,
μαζεμένα— στὸ ἀκριανὸ τραπέζι τοῦ καφενείου τῆς Εὐτέρπης, αὐτὸ
ποὺ εἶναι πιὸ κοντὰ στὴν προβλήτα. «Τὸ παιδὶ αὐτὸ ποὺ παίζαμε μπάλα
εἶναι ἀπὸ τὴν Ὀλλανδία καὶ παίζει στὶς ἀκαδημίες τοῦ Ἅγιαξ.» «Ἔλα,
Πάνο, μεγάλωσες πιά, ἄσε τὶς βλακεῖες, πᾶμε… φύγαμε, τὸ πλοῖο δὲν
θὰ μᾶς περιμένει!»
Γιῶργος Ἀποσκίτης (1984). Γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Πραγματοποίησε
σπουδὲς στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο. Ἔχει ἀσχοληθεῖ, μεταξὺ ἄλλων,
μὲ τὴ λεξικογραφία καὶ μὲ τὰ κινούμενα σχέδια. Δουλειά του ἔχει δημοσιευτεῖ
στὸ περιοδικὸ Σημειώσεις
καὶ ἀλλοῦ.
ΠΗΓΗ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου