ΤΟ ΠΡΩΪ ὁ καιρὸς ἄλλαξε καὶ τὸ χιόνι ἄρχισε
νὰ γίνεται λασπόνερο. Μικρὰ ρυάκια ἔσταζαν ἀπ’ τὸ παραθυράκι ποὺ
ἔβλεπε στὴν πίσω αὐλή. Στὸν δρόμο, τὰ αὐτοκίνητα σκορποῦσαν τὸ λασπωμένο
χιόνι. Ἔξω σκοτείνιαζε. Ἀλλὰ σκοτείνιαζε καὶ μέσα. Ὁ ἄντρας ἦταν
στὸ ὑπνοδωμάτιο κι ἔχωνε ροῦχα σὲ μιὰ βαλίτσα. Τότε φάνηκε στὴν
πόρτα ἡ γυναίκα.
«Πόσο χαίρομαι, πόσο χαίρομαι ποὺ φεύγεις!» τοῦ εἶπε. «Τ’ ἀκοῦς;»
Ὁ ἄντρας συνέχισε νὰ φτιάχνει τὴ βαλίτσα.
«Παλιομαλάκα! Πόσο χαίρομαι ποὺ φεύγεις!» Ἔβαλε τὰ κλάματα. «Οὔτε
νὰ μὲ κοιτάξεις δὲν μπορεῖς, ἔ;» Τότε πρόσεξε τὴ φωτογραφία τοῦ μωροῦ
στὸ κρεβάτι. Ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ τὴν ἔπιασε. Ὁ ἄντρας τὴν κοίταξε
κι αὐτὴ σκούπισε τὰ δάκρυά της καὶ τὸν κάρφωσε μὲ τὸ βλέμμα. Ἔπειτα
στράφηκε καὶ γύρισε στὸ σαλόνι. «Φέρ’ τη πίσω», τῆς εἶπε.
«Μάζεψ’ τα καὶ δρόμο», εἶπε ἡ γυναίκα. Αὐτὸς δὲν ἀπάντησε. Ἔκλεισε
τὴ βαλίτσα, φόρεσε τὸ παλτό του, ἔριξε μιὰ ματιὰ γύρω του στὸ ὑπνοδωμάτιο
κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ὕστερα βγῆκε στὸ σαλόνι. Ἡ γυναίκα ἔστεκε στὴν
πόρτα τῆς στενῆς κουζίνας μὲ τὸ μωρὸ στὴν ἀγκαλιά.
«Θέλω τὸ μωρό», τῆς εἶπε.
«Τρελάθηκες;»
«Ὄχι. Θέλω τὸ μωρό. Θὰ στείλω κάποιον νὰ πάρει τὰ πράγματά του».
«Μὴν τολμήσεις νὰ τ’ ἀκουμπήσεις.»
Τὸ μωρὸ εἶχε ἀρχίσει νὰ κλαίει καὶ ἡ γυναίκα ξετύλιξε τὴν κουβέρτα
ποὺ σκέπαζε τὸ κεφάλι του.
«Σώπα, καλό μου, σώπα», εἶπε.
Ὁ ἄντρας πῆγε πρὸς τὸ μέρος της.
«Χριστὲ καὶ Κύριε!» εἶπε ἡ γυναίκα. Ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω καὶ μπῆκε
στὴν κουζίνα.
«Θέλω τὸ μωρό.»
«Σήκω φύγε!»
Τοῦ γύρισε τὴν πλάτη καὶ προσπάθησε νὰ κρατήσει τὸ μωρὸ μακριά του,
σὲ μιὰ γωνιὰ πίσω ἀπ’ τὸν φοῦρνο.
Ἀλλὰ αὐτὸς πλησίασε. Τεντώθηκε πάνω ἀπ’ τὸν φοῦρνο κι ἔπιασε
σφιχτὰ τὸ μωρό.
«Ἄσ’ το», τῆς εἶπε.
«Φύγε, φύγε ἀπὸ δῶ!» φώναξε ἡ γυναίκα.
Τὸ μωρὸ εἶχε ἀναψοκοκκινίσει καὶ οὔρλιαζε. Καθὼς πάλευαν, ἔριξαν
μιὰ γλάστρα ποὺ κρεμόταν πάνω ἀπ’ τὸν φοῦρνο.
Σὲ λίγο ὁ ἄντρας τὴ στρίμωξε στὸν τοῖχο. Πάσχιζε νὰ τῆς ἀνοίξει τὴ
λαβή. Ἕσφιγγε τὸ μωρὸ καὶ τὴν ἔσπρωχνε μ’ ὅλο του τὸ βάρος.
«Ἄσ’ το», τῆς εἶπε.
«Σταμάτα, τὸ πονᾶς.»
«Δὲν τὸ πονάω.»
Ἀπ’ τὸ παράθυρο τῆς κουζίνας δὲν ἔμπαινε φῶς. Μὲς στὸ μισοσκόταδο,
ὁ ἄντρας πάλευε νὰ ἀνοίξει τὰ σφιχτά της δάχτυλα μὲ τὸ ἕνα χέρι καὶ
μὲ τὸ ἄλλο ἅρπαξε τὸ μωρό, ποὺ τσίριζε, ἀπὸ τὸ ἕνα μπράτσο του λίγο
κάτω ἀπ’ τὸν ὦμο. Ἡ γυναίκα ἔνιωσε τὰ δάχτυλά της νὰ ὑποχωροῦν
καὶ νὰ ἀνοίγουν. Ἔνιωσε ὅτι τὸ μωρό της ἔφευγε ἀπ’ τὰ χέρια.
«Μή!» οὔρλιαξε τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ δάχτυλά της ἄνοιξαν. Ὅμως τὸ μωρὸ
σκόπευε νὰ τὸ κρατήσει. Γράπωσε τὸ ἄλλο χέρι του. Τὸ ἔπιασε ἀπ’ τὸν
καρπὸ κι ἔριξε ὅλο της τὸ βάρος πίσω. Ὅμως ὁ ἄντρας δὲν ἄφηνε τὸ μωρό.
Τὸ ἔνιωσε νὰ γλιστράει ἀπ’ τὰ χέρια του καὶ τὸ τράβηξε πρὸς τὸ μέρος
του πολὺ δυνατά. Καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, τὸ θέμα τακτοποιήθηκε.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Where I’m Calling From: The Selected Stories, Atlantic Monthly Press, 1988. Copyright © 1988 by Tess Gallagher.https://www.wsfcs.k12.nc.us/cms/lib/nc01001395/centricity/domain/796/little_things.pdfΡέϊμοντ Κάρβερ (Raymond Carver) (Ὄρεγκον, ΗΠΑ 1938 – Πὸρτ Ἄντζελες, Οὐάσινγκτον, ΗΠΑ, 1938). Διηγηματογράφος καὶ ποιητής, δημοσίευσε τὸ πρῶτο του διήγημα τὸ 1961. Ἐπὶ χρόνια ἐργάστηκε ὡς καθηγητὴς δημιουργικῆς γραφῆς σὲ διάφορα πανεπιστήμια. Τὸ 1983 τοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ βραβεῖο Μίλντρεντ καὶ Χάρολντ Στράους ἀπὸ τὴν Ἀμερικανικὴ Ἀκαδημία Τεχνῶν καὶ Γραμμάτων, ποὺ ἐπέτρεψε νὰ ἀφοσιωθεῖ ἀπερίσπαστος στὸ γράψιμο. Τὴν ἴδια χρονιὰ κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων τοῦ Ὁ καθεδρικὸς ναός, ἡ ὁποία ἦταν ὑποψήφια γιὰ τὸ βραβεῖο Πούλιτζερ.Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:Γιάννης Παλαβός (1980). Ἐξέδωσε δύο συλλογὲς διηγημάτων (Ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ἄλλες ἱστορίες [2007] καὶ Ἀστεῖο [2012] καὶ συνυπέγραψε τὸ σενάριο ἑνὸς κόμικ (Τὸ πτῶμα, 2011). Μετέφρασε τοὺς Τριλοβίτες τοῦ Breece Pancake (2015) καὶ τὸ Ἡμερολόγιο προσευχῆς τῆς Flannery O’Connor (2015).***Δραματοποίηση:Σκηνοθεσία: Luke MaloneΠαίζουν: Sarah Hunt καὶ Robert Rios |
Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα
Ημέρες ορειβασίας
Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018
Ρέϊμοντ Κάρβερ (Raymod Carver): Μικροπράγματα (Little Things)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου