του Μιχάλη Θεοδοσιάδη
Υφίσταται μία πραγματικότητα έξω από τον κόσμο, δηλαδή έξω από τον χώρο και τον χρόνο, έξω από το νοητικό κόσμο των ανθρώπων, έξω από κάθε σφαίρα που οι ανθρώπινες ικανότητες μπορούν να προσεγγίσουν. Η λαχτάρα για το απόλυτο καλό, που κάθε ανθρώπινη καρδιά ποθεί, σχετίζεται με την ύπαρξη αυτής της πραγματικότητας. Τούτη η λαχτάρα δεν ικανοποιείται ποτέ από κανένα αντικείμενο που βρίσκεται σε αυτόν εδώ τον κόσμο. (Σιμόν Βέιλ)[1]
Η αναζήτηση της ουτοπίας, η αψήφηση των ορίων, η «έφοδος στον ουρανό», η άρνηση της ανθρώπινης ατέλειας, η αντικατάσταση του θεού από το νεωτερικό «υπεράνθρωπο», είναι η απόλυτη ύβρις στην πιο μεφιστοφελική της μορφή! Στην αρχαία Ελληνική μυθολογία, διακρίνουμε τον μύθο του Ίκαρου ως προειδοποίηση ενάντια στην τάση του ανθρώπου να αψηφά τα όρια, ενάντια στη ροπή του προς την υπερβολή αλλά και στην άγνοια των κινδύνων που κάθε τέτοια επιδίωξη κρύβει.
Όταν, λοιπόν, ο Ίκαρος δραπετεύει μαζί με τον Δαίδαλο από τον Λαβύρινθο του Μινώταυρου με τη βοήθεια των φτερών που είχαν κατασκευάσει χρησιμοποιώντας κερί και πούπουλα, γοητευμένος από την πτήση, αγνοεί την εντολή του πατέρα του να μην πετάει πολύ ψηλά διότι τα κέρινα φτερά του δεν θα άντεχαν στη ζέστη του ήλιου. Βλέποντας, τα φτερά του να λιώνουν και να αποκολλούνται, ο Ίκαρος πέφτει στη θάλασσα και να χάνει τη ζωή του. Στη Γένεση (11:1-9), οι απόγονοι του Νώε, εγκατεστημένοι σε μια πεδιάδα στη χώρα της Σεναάρ, οικοδομούν «πόλη και πύργο, που η κορυφή του θα φτάνει μέχρι τον ουρανό», πιστεύοντας πως έτσι θα αφήσουν «όνομα στους απογόνους» τους πριν διασκορπιστούν «στο πρόσωπον όλης της γης»
«Κατέβηκε τότε ο Θεός από τον ουρανό για να δει την πόλη και τον πύργο, που είχαν αρχίσει να οικοδομούν οι άνθρωποι.
Και είπε τότε ο Κύριος: «έως τώρα τούτοι είναι ένας λαός και μία γλώσσαν μιλούν. Ιδού λοιπόν όλοι με ζήλο και αλαζονεία ξεκίνησαν το έργο τους να οικοδομούν. Και νομίζουν ότι δεν θα τους λείψει τίποτε από όσα σκέπτονται να κάνουν. Εκεί λοιπόν κατεβαίνω και φέρνω σύγχυση στην γλώσσα τους, ώστε να μην κατανοεί ο ένας τα λόγια του άλλου». Κι έτσι έγινε.
Οι άνθρωποι, με τη σύγχυση αυτήν των γλωσσών και την αδυναμία τους να συνεννοούνται, αναγκάστηκαν να διασπαστούν σε ομάδας, να διασκορπισθούν εις όλη την γη και να πάψουν πλέον να οικοδομούν τούτη την υπερήφανη πόλη και τον πύργο» (Γένεσις 11:5-9).
Ο Ντοστογιέφσκι στο Υπόγειο ειρωνεύεται τον οπτιμιστικό ορθολογισμό, την ιδέα της προόδου, της παγκόσμιας ειρήνης, της ιστορικής εξέλιξης προς μια τροχιά συνεχόμενης βελτίωσης, έως ότου η ανθρωπότητα αγγίξει την τελειότητα, το κρυστάλλινο παλάτι της απόλυτης αρμονίας: «πιστεύεις ότι μπορείς να χτίσεις ένα κρυστάλλινο παλάτι το οποίο δεν θα καταστραφεί ποτέ … ο λόγος που φοβάμαι κάτι τέτοιο είναι το γεγονός ότι το παλάτι είναι κρυστάλλινο κι εσύ λες ότι ένα τέτοιο οικοδόμημα θα μείνει για πάντα άθικτο». Η ατελειότητα «είναι κανόνας της φύσης» λέει ο Ralph Waldo Emerson[2]. Ωστόσο, αν ο ίδιος συγγραφέας διατείνεται ότι η ατελειότητα είναι ένα τέρας που δηλητηριάζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις, τούτη η έποψη υποδηλώνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που αρχικά μας δίνει να καταλάβουμε: η ίδια η ύπαρξη της ατελειότητας διαφθείρει το νου και τη φαντασία μας.
Πράγματι, για την έμφυτη ανθρώπινη περιέργεια, για τούτη την ακόρεστη επιθυμία, κάθε όριο που η ίδια η ατελειότητα επιβάλει ισούται με εμπόδιο· κάθε κανόνας είναι μια φυλακή από την οποία ο νους οφείλει να δραπετεύει, ώστε να πραγματοποιήσει τη δική του «έφοδο στο άπειρο». Προκειμένου να καταλάβουμε τί πάει να πει ανθρώπινη περιέργεια θα πρέπει να τρέξουμε στο Paradise Lost του John Milton: όντας ακόμα στον Παράδεισο ο Αδάμ ζητά από τον Αρχάγγελο Ραφαήλ να του εκμυστηρευτεί τη δημιουργία του κόσμου. Με την άδεια του Θεού ο Αρχάγγελος πραγματοποιεί την επιθυμία του Αδάμ· τον ενημερώνει, ωστόσο, πως δεν θα του αποκαλύψει εκείνα τα μυστικά στα οποία μονάχα κάποια ανώτερα όντα επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση:
Of knowledge within bounds; beyond abstain
To ask, nor let thine own inventions hope
Things not revealed, which the invisible king
Only omniscient, hath suppressed in night
To none communicable in earth or heaven
(John Milton, Book VII, 120-4)[3].
Ο απαγορευμένος καρπός και η παράβαση της Εύας (της οποίας, όπως είδαμε, αρχικός υποκινητής υπήρξε ο Αδάμ) σηματοδοτούν τη ροπή της ανθρώπινης περιέργειας προς την αναζήτηση γνώσης δίχως όρια. Πρόκειται για την αδυναμία μας να υπακούμε σε αντικειμενικούς κανόνες που σφυρηλατούν τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Άρεντ στις Απαρχές του Ολοκληρωτισμού[4]αναλύει μια βασική πτυχή των ολοκληρωτικών καθεστώτων, την προσπάθεια υπέρβασης των ορίων: οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες, δεν επιχειρούν να μετασχηματίσουν τις υπαρκτές αξίες πάνω στις οποίες δομούνται οι ανθρώπινες συλλογικότητες, δεν επιδιώκουν την αλήθεια, την ομορφιά και τη δικαιοσύνη (στα λόγια της Βέιλ), αλλά διατείνονται ότι μπορούν να μετασχηματίσουν την ίδια την ανθρώπινη φύση· μιλούν για την αναβάθμιση του ανθρώπου σε ένα «ανώτερο ον» (σαν να πρόκειται για μια «ευγονική του πνεύματος»)· εξιδανικεύουν την κατοχή απεριόριστης τεχνικής και «επιστημονικής» γνώσης, ώστε να λάβει σάρκα και οστά το τελικό όραμα: η ανάδυση ενός ονειρικού κόσμου απόλυτης ευτυχίας, στη θέση του οποίου ο άνθρωπος θα δεσπόζει και θα κυριαρχεί όπως ο Θεός στον Κήπο της Εδέμ.
Η θλίψη που μας γεμίζουν τα βιβλία της ιστορίας, καθώς και οι εξομολογήσεις των επιζώντων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και των ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη και την απελπισία που τα διάφορα κοινωνικά πειράματα του εικοστού πρώτου αιώνα άφησαν πίσω τους, επιβεβαιώνουν τις καταστροφικές συνέπειες της ανθρώπινης ύβρεως, της τάσης μας να αναζητούμε παρηγοριά σε ουτοπικές ιδεολογίες, χτίζοντας κρυστάλλινους πύργους, αγνοώντας τα σαθρά και εύθραυστα θεμέλια της ίδιας μας της ύπαρξης. Στο μυθικό πεδίο: ο θάνατος του Ίκαρου, η καταστροφή του Πύργου της Βαβέλ και ο διασκορπισμός των απογόνων του Νώε μας φανερώνουν τις συνέπειες κάθε μας πράξης που επιδιώκει τη διαγραφή του χάσματος μεταξύ γης και παραδείσου, μεταξύ της ατελειότητας (που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη κατάσταση) και του απόλυτου καλού, που (όπως η Βέιλ αναφέρει) δεν κατοικεί σε αυτόν τον κόσμο, αλλά βρίσκεται στον θεϊκό κόσμο του ήλιου (με βάση τον μύθο του Ίκαρου) ή στον κόσμο του Κυρίου και Δημιουργού (κατά τη Γένεση).
Αντίθετα, έμφαση πρέπει να δίνεται στον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να παρατηρήσουμε εμπειρικά την αποτελεσματική συμβολή τους σε αυτό που ο Reinhold Niebuhr[10] αποκαλούσε «αντικειμενική δικαιοσύνη», και προς πράξεις ευχάριστες που δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν «ανήθικες», πράξεις που δεν προξενούν ψυχική απέχθεια στα λόγια της Βέιλ[11]. Το να «επιδιώκουμε και να ακολουθούμε την ειρήνη»[12] ή το να δείχνουμε αλληλεγγύη προς τους εξαθλιωμένους, συνιστούν πράξεις που θεωρούνται «εκ φύσεως» καλές. Ως εκ τούτου, ο όρος «φυσικό» προσεγγίζει το «αντικειμενικό». Οι φυσικοί νόμοι καθορίζουν «τι πρέπει να γίνει ή να μην γίνει για την καλύτερη δυνατή διατήρηση της ζωής» -σε σχόλιο των Tuck και Silverthorne στον Χομπς[13]-, προσδιορίζοντας έτσι τις προϋποθέσεις «που πρέπει να τηρούνται προκειμένου για να αποφευχθεί ένας αποτρόπαιος πόλεμος»[14].
Κάθε υπακοή σε νόμους οι οποίοι έρχονται σε αντίθεση με την «αντικειμενική δικαιοσύνη» παραπέμπουν σε αυτό που ο Martin Luther King Jr αποκαλούσε «αρνητική ειρήνη»[15], σαν αυτή που συναντάμε στον πεσιμισμό του Χομπς·πρόκειται για την ιδέα πάνω στην οποία στηρίζεται η φιλοσοφία του απολυταρχισμού, μια φιλοσοφία που διατείνεται ότι η δεδομένη τάξη πραγμάτων θα πρέπει να μένει αναλλοίωτη, εφόσον κάθε αντίσταση και εναντίωση οδηγεί στον πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Σε αντίθεση με τον οπτιμισμό των ουτοπικών ιδεολογιών, ο πεσιμισμός των κομφορμιστικών ιδεολογιών όχι μόνο μας απομακρύνει από την «αντικειμενική δικαιοσύνη», από την ομορφιά, το δίκαιο και την αλήθεια, τη λεγόμενη κοινή ευπρέπεια (common decency) με άλλα λόγια, αλλά την ίδια στιγμή αποξηραίνει κάθε μας δυνατότητα να σκεφτούμε και να κρίνουμε(thinking και judging, κατά την Hannah Arendt)[16]. Πιο συγκεκριμένα, η κρίση δεν είναι παρά αποτέλεσμα της πράξεως, της δράσης, δηλαδή της πρωτοβουλίας, της ελεύθερης βούλησης, της κίνησης που αναιρεί τη στασιμότητα την οποία οι κομφορμιστικές ιδεολογίες εξυμνούν, ως (δήθεν) μοναδικό αντίδοτο στην αέναη εχθρότητα.
Από τη στιγμή, ωστόσο, που η κρίση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σκέψη, και η σκέψη με την πράξη (ή δράση), αυτόματα οδηγούμαστε στο εξής συμπέρασμα: ο κομφορμισμός οδηγεί στην α-σκεψία και στην α-κρισία. Αυτό πάνω κάτω μας λέει λοιπόν η Arendt αναφορικά με τη δίκη του Άιχμαν, τον πρωτεργάτη της Τελικής Λύσης, που οδήγησε στην ύβρη του Ολοκαυτώματος. Η ίδια δεν βλέπει τον Άιχμαν σαν έναν παρανοϊκό και αιμοδιψή άνθρωπο· δεν τον περιγράφει σαν έναν φανατικό υποστηρικτή της ναζιστικής θεωρίας[17]. Αντίθετα, οι πράξεις του ήταν περισσότερο αποτέλεσμα της ανικανότητας του ίδιου να κρίνει και να σκεφτεί («to stop and think»[18]), δρώντας μέσα στα πλαίσια μιας ολοκληρωτικής γραφειοκρατικής μηχανής· με άλλα λόγια, το Ολοκαύτωμα ήρθε ως αποτέλεσμα της υπακοής σε κανόνες που άλλοι καθιέρωσαν αλλά ο Άιχμαν κλήθηκε να εφαρμόσει δίχως αντίρρηση.
Αν, ωστόσο, ο Ναζισμός βασίζεται σε αξιωματικές θεωρίες που διατείνονται την δημιουργία ενός κόσμου αψεγάδιαστου, αν υποστηρίζουν την ανάδυση ενός υπεράνθρωπου (ο οποίος θα αντικαταστήσει τον «παρηκμασμένο» παλαιό κόσμο), τότε μπορούμε να τον ταυτίσουμε με τον ουτοπισμό. Η περίπτωση του Άιχμαν, ωστόσο, μας διδάσκει πως μια ιδεολογία ουτοπική μπορεί ταυτόχρονα να είναι και κομφορμιστική. Με άλλα λόγια, η ουτοπία δεν είναι παρά ο δίδυμος αδερφός του κομφορμισμού.
Ελπίδα δεν είναι ο παραλογισμός της «παγκόσμιας ειρήνης»·μπροστά στο αναπόφευκτο του πολέμου (Μπαγκαβάτ Γκίτα 18.59), ελπίδα είναι η υιοθέτηση ενός συνόλου αρχών που προωθούν αυτό που πολλές φορές έχουμε αποκαλέσει «λαϊκό οικουμενισμό»·πρόκειται για την ανάγκη μας να σκεφτόμαστε πέρα από τον δικό μας μικρό χώρο, όχι με στόχο να «αλλάξουμε τον κόσμο», αλλά για τον ακριβώς αντίθετο σκοπό: να μπορούμε να αντιστεκόμαστε στον πειρασμό της ισχύος και του μεγαλείου, στην ύβρη που για πάντα θα συγκατοικεί μαζί μας.
Με άλλα λόγια, ελπίδα είναι η αγάπη μας για τον κόσμο (amor mundi), η «τρυφερή στοργή της συμπόνιας» (Κολοσσαείς 3:12), όχι όμως όπως είχε αντιληφθεί τη συμπόνοια (compassion) η Arendt[20], σαν μια σεντιμενταλιστική (και άρα μή-πολιτική) προδιάθεση, απόλυτα συνυφασμένη με τη χυδαιότητα του «ελέους» (pity), με αυτό που διαβρώνει την ουσία της πολιτικής -τον λόγο και την πράξη- διεγείροντας θυμικές εκρήξεις[21]. Κατά τον Martin Luther King Jr[22], την αγάπη (agape) δεν πρέπει να την προσεγγίζουμε σαν μια συναίσθηματική επίκληση· αντίθετα, είναι ένα καθήκον, μια υποχρέωση (όπως θα έλεγε και η Βέιλ) να νοιαζόμαστε τόσο για τον εαυτό μας όσο και για το σύνολο, ώστε να θωρακιστεί ο εύθραυστος κοινός μας κόσμος και να περιοριστούν όλες οι θυμικές εκρήξεις που θα μπορούσαν να τον συντρίψουν.
Ελπίδα δεν είναι να λέμε «διεκδικήστε το αδύνατο»·ελπίδα είναι ο συμβιβασμός με τη «μοίρα» μας (amor fati), με το παρελθόν μας και τις ατέλειές μας, με τα όριά μας, με την αρκαδική μας απλότητα, όχι ωστόσο με την υποδούλωσή μας στον πεσιμισμό και στην α-σκεψία που οι κομφορμιστές εξισώνουν με την «ειρήνη». Ελπίδα δεν είναι η ηττοπάθεια και η υπεράσπιση της έχουσας κατάστασης ως «η καλύτερη δυνατή που μπορεί να υπάρξει». Οφείλουμε, ωστόσο, να γνωρίζουμε ότι τα όρια μεταξύ εφικτού και ανέφικτου, μεταξύ ελπίδας και ουτοπίας (ή κομφορμισμού), δεν μας δίνονται a-priori μήτε είναι πάντα ευδιάκριτα. Ο φόβος του αγνώστου, του ακαθόριστου και απρόβλεπτου, τούτη η αιώνια πρόκληση ενάντια στον άνθρωπο, ουδέποτε θα πάψει να μας καταδιώκει. Ας δούμε όμως την ελπίδα σαν μια ενεργή προσπάθεια να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από κάθε αδιέξοδη θλίψη και οδύνη· ας εξοπλιστούμε με ψυχική δύναμη, σθένος και πίστη, όπως πάνω κάτω περιγράφει η Emily Brontë στο ποίημα Anticipation:
Hope soothers me in the griefs I know;
She lulls my pain for others’ woe,
And makes me strong to undergo
What I am born to bear.
Επιμονή, αποφασιστικότητα, αυτοπεποίθηση, αυτοδυναμία, κριτικό πνεύμα… Ελπίδα δεν είναι η ανάθεση των υποχρεώσεών μας σε τρίτους, σε επαγγελματίες, σε ηγέτες, σε αυτούς που υπόσχονται τα πάντα στην τιμή του μηδενός, σε ανθρώπους πανούργους που ισχυρίζονται πως έχουν λύσεις για κάθε μας πρόβλημα, λύσεις απλές και ανώδυνες σε ζητήματα περίπλοκα και σύνθετα. Η ελπίδα αρχίζει και τελειώνει μέσα στον κόσμο των ιδίων μας πράξεων. Πρόκειται για την ακλόνητη πεποίθησή μας πως η αδικία θα δώσει τη θέση της στην ευπρέπεια και την αξιοπρέπεια, πως η εμπειρία θα μας εφοδιάσει με την απαραίτητη ανθεκτικότητα ώστε να ανταπεξέλθουμε στις προκλήσεις που οι ίδιοι προξενούμε λόγω της ύβρεως, λόγω της υπερβολής η οποία φωλιάζει μέσα μας, στα πιο ενδόμυχα τμήματα της ίδιας μας της ψυχής.
Οφείλουμε να γνωρίζουμε, ωστόσο, πως εμπειρία και η μνήμη δεν συνιστούν από μόνες τους αποδείξεις αλήθειας, και -ως εκ τούτου- δικαιοσύνης. Μια εμπειρία (ιδίως αν πρόκειται για «τραυματική» εμπειρία, ικανή να διεγείρει συναισθήματα και θυμικές αντιδράσεις, ή πολύ χειρότερα, εκδικητικές τάσεις) θα μπορούσε κάλλιστα να μας εξαπατήσει αν την ταυτίσουμε με το «αντικειμενικό», δίχως κάποια αρχική προσπάθεια διαύγασης των όλων όσων διαδραματίζονται μπροστά μας. Παρότι η μνήμη αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους συμμάχους μας σε κάθε προσπάθεια εύρεσης της αλήθειας, την ίδια στιγμή οφείλουμε να καταφεύγουμε στη διαβούλευση, στη δύναμη του λόγου, στην ομιλία, στη συζήτηση, δηλαδή στον πλουραλισμό των απόψεων.
Ενδεχομένως, όσες περισσότερες προσεγγίσεις, τόσες περισσότερες πτυχές ενός γεγονότος θα φωτίζονται, δίχως αυτό, βέβαια, να αποκλείει περιπτώσεις δημαγωγίας και παραπλάνησης. Μήτε η σημασία των παραδόσεων θα πρέπει να παραβλέπεται· όπως ισχυρίστηκε ο Orwell, ο Lasch και ο Tocqueville[23], το εθιμικό δίκαιο διασφαλίζει τη σύσφιξη των σχέσεων ενάντια στη διάλυση, στις μηδενιστικές και ηδονιστικές ασημαντότητες, αλλά και σε κάθε είδους εγωιστική επιδίωξη. Στην τελική, όπως έλεγε ο John Steinbeck[24], «δεν με απασχολεί αν το κακό πραγματικά νικήσει· λέω πως το κακό δεν θα νικήσει ποτέ, μήτε βέβαια κάποια στιγμή θα πεθάνει». Εν τέλη, ελπίδα είναι: «να λέω στον εαυτό μου κάθε πρωί: «Έχω θάρρος, δεν φοβάμαι». Θα αποκτήσω θάρρος, αλλά ένα θάρρος που συμμορφώνεται με αυτά που μπορώ να φανταστώ όντας απόλυτα συνυφασμένα με την παρούσα ατέλειά μου. Κατά συνέπεια το θάρρος μου δεν θα υπερβεί τούτη την ατέλεια» (Σιμόν Βέιλ)[25]
[1] Simone Weil, An Anthology. London: Penguin. 2005. (σσ.221-2).
[2] Ralph Waldo Emerson. The Journals and Miscellaneous Notebooks of Ralph Waldo Emerson. Harvard: Harvard University Press. 1960. (σ.144)
[3] John Milton. Paradise Lost. Oxford: Oxford University Press. 2005.
[4] Hannah Arendt. The Origins of Totalitarianism. New York: A Harvest Book. 1976
[5] Thomas Aquinas. Summa Theologiae (6). US: Novantiqua. 2013
[6] Thomas Hobbes, Richard Tuck και Michael Silverthorne (εισαγωγικό σημείωμα). On the Citizen. Cambridge: Cambridge University Press. 1998. (σ.32). Επιπλέον, Thomas Hobbes και Arthur Joseph Gaskin (εισαγωγικό σημείωμα). The Elements of Law, Natural and Politic: Part I, Human nature, part II, De corpore politico; with Three lives. Oxford: Oxford University Press. 1994. (σ.99)
[7] Thomas Aquinas. Summa Theologiae (6). US: Novantiqua. 2013.
[8] William James. Pragmatism: The Meaning of Truth. Harvard: Harvard University Press. 1978. (σ.44)
[9] ο.π. (σ.44).
[10] Reinhold Niebuhr. Moral Man, Immoral Society. New York: Charles Scribner’s Sons. 1960. (σ.pvii).
[11] Simone Weil, An Anthology. London: Penguin. 2005. (σ.93).
[12] Thomas Hobbes. Leviathan. New York: Dover Philosophical Classics. 2005. (σ.73).
[13] Thomas Hobbes, Richard Tuck και Michael Silverthorne (εισαγωγικό σημείωμα). On the Citizen. Cambridge: Cambridge University Press. 1998. (σ.xxvi).
[14] Thomas Hobbes και Arthur Joseph Gaskin (εισαγωγικό σημείωμα). The Elements of Law, Natural and Politic: Part I, Human nature, part II, De corpore politico; with Three lives. Oxford: Oxford University Press. 1994. (σ.xxxi)
[15] Martin Luther King. A Testament of Hope: The Essential Writings of Martin Luther King. New York: Harper One. 1986. (σ.50)
[16] Hannah Arendt. Life of The Mind. New York: Harcourt Brace. 1978.
[17] Hannah Arendt. Eichmann in Jerusalem. New York: The Viking Press. 1963. (σ.26)
[18] Hannah Arendt. Life of The Mind. New York: Harcourt Brace. 1978. (σ.4).
[19] Christopher Lasch. Optimism or Hope? The Ethic of Abundance and the Ethic of Limits. Sacred Heart University. Online. (Volume 10: Issue 2). 1990. (σ.13).
[20] Hannah Arendt. The Human Condition. Chicago: University of Chicago Press. 1988. (σ.242)
[21] Βλ το δεύτερο κεφάλαιο (The Social Question) στο βιβλίο της Hannah Arendt, On Revolution. London: Penguin. 1990.
[22] Martin Luther King. A Testament of Hope: The Essential Writings of Martin Luther King. New York: Harper One. 1986. (σ.13)
[23] George Orwell. The Lion and The Unicorn. London: Penguin. 1984.
Alexis De Tocqueville. Democracy in America. London: Wordsworth Classics. 1998.
Christopher Lasch. The True and Only Heaven. New York: W & W Norton Inc
[24] John Steinbeck. A Life in Letters. London: Penguin Books. 1976. (σ.221).
[25] Simone Weil, An Anthology. London: Penguin. 2005. (σ.260).
από το «http://www.respublica.gr/»
Carlo Saraceni ,Τοπίο από την ταφή του Ίκαρου, 1612 |
Η αναζήτηση της ουτοπίας, η αψήφηση των ορίων, η «έφοδος στον ουρανό», η άρνηση της ανθρώπινης ατέλειας, η αντικατάσταση του θεού από το νεωτερικό «υπεράνθρωπο», είναι η απόλυτη ύβρις στην πιο μεφιστοφελική της μορφή! Στην αρχαία Ελληνική μυθολογία, διακρίνουμε τον μύθο του Ίκαρου ως προειδοποίηση ενάντια στην τάση του ανθρώπου να αψηφά τα όρια, ενάντια στη ροπή του προς την υπερβολή αλλά και στην άγνοια των κινδύνων που κάθε τέτοια επιδίωξη κρύβει.
Όταν, λοιπόν, ο Ίκαρος δραπετεύει μαζί με τον Δαίδαλο από τον Λαβύρινθο του Μινώταυρου με τη βοήθεια των φτερών που είχαν κατασκευάσει χρησιμοποιώντας κερί και πούπουλα, γοητευμένος από την πτήση, αγνοεί την εντολή του πατέρα του να μην πετάει πολύ ψηλά διότι τα κέρινα φτερά του δεν θα άντεχαν στη ζέστη του ήλιου. Βλέποντας, τα φτερά του να λιώνουν και να αποκολλούνται, ο Ίκαρος πέφτει στη θάλασσα και να χάνει τη ζωή του. Στη Γένεση (11:1-9), οι απόγονοι του Νώε, εγκατεστημένοι σε μια πεδιάδα στη χώρα της Σεναάρ, οικοδομούν «πόλη και πύργο, που η κορυφή του θα φτάνει μέχρι τον ουρανό», πιστεύοντας πως έτσι θα αφήσουν «όνομα στους απογόνους» τους πριν διασκορπιστούν «στο πρόσωπον όλης της γης»
«Κατέβηκε τότε ο Θεός από τον ουρανό για να δει την πόλη και τον πύργο, που είχαν αρχίσει να οικοδομούν οι άνθρωποι.
Και είπε τότε ο Κύριος: «έως τώρα τούτοι είναι ένας λαός και μία γλώσσαν μιλούν. Ιδού λοιπόν όλοι με ζήλο και αλαζονεία ξεκίνησαν το έργο τους να οικοδομούν. Και νομίζουν ότι δεν θα τους λείψει τίποτε από όσα σκέπτονται να κάνουν. Εκεί λοιπόν κατεβαίνω και φέρνω σύγχυση στην γλώσσα τους, ώστε να μην κατανοεί ο ένας τα λόγια του άλλου». Κι έτσι έγινε.
Οι άνθρωποι, με τη σύγχυση αυτήν των γλωσσών και την αδυναμία τους να συνεννοούνται, αναγκάστηκαν να διασπαστούν σε ομάδας, να διασκορπισθούν εις όλη την γη και να πάψουν πλέον να οικοδομούν τούτη την υπερήφανη πόλη και τον πύργο» (Γένεσις 11:5-9).
Ο Ντοστογιέφσκι στο Υπόγειο ειρωνεύεται τον οπτιμιστικό ορθολογισμό, την ιδέα της προόδου, της παγκόσμιας ειρήνης, της ιστορικής εξέλιξης προς μια τροχιά συνεχόμενης βελτίωσης, έως ότου η ανθρωπότητα αγγίξει την τελειότητα, το κρυστάλλινο παλάτι της απόλυτης αρμονίας: «πιστεύεις ότι μπορείς να χτίσεις ένα κρυστάλλινο παλάτι το οποίο δεν θα καταστραφεί ποτέ … ο λόγος που φοβάμαι κάτι τέτοιο είναι το γεγονός ότι το παλάτι είναι κρυστάλλινο κι εσύ λες ότι ένα τέτοιο οικοδόμημα θα μείνει για πάντα άθικτο». Η ατελειότητα «είναι κανόνας της φύσης» λέει ο Ralph Waldo Emerson[2]. Ωστόσο, αν ο ίδιος συγγραφέας διατείνεται ότι η ατελειότητα είναι ένα τέρας που δηλητηριάζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις, τούτη η έποψη υποδηλώνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που αρχικά μας δίνει να καταλάβουμε: η ίδια η ύπαρξη της ατελειότητας διαφθείρει το νου και τη φαντασία μας.
Πράγματι, για την έμφυτη ανθρώπινη περιέργεια, για τούτη την ακόρεστη επιθυμία, κάθε όριο που η ίδια η ατελειότητα επιβάλει ισούται με εμπόδιο· κάθε κανόνας είναι μια φυλακή από την οποία ο νους οφείλει να δραπετεύει, ώστε να πραγματοποιήσει τη δική του «έφοδο στο άπειρο». Προκειμένου να καταλάβουμε τί πάει να πει ανθρώπινη περιέργεια θα πρέπει να τρέξουμε στο Paradise Lost του John Milton: όντας ακόμα στον Παράδεισο ο Αδάμ ζητά από τον Αρχάγγελο Ραφαήλ να του εκμυστηρευτεί τη δημιουργία του κόσμου. Με την άδεια του Θεού ο Αρχάγγελος πραγματοποιεί την επιθυμία του Αδάμ· τον ενημερώνει, ωστόσο, πως δεν θα του αποκαλύψει εκείνα τα μυστικά στα οποία μονάχα κάποια ανώτερα όντα επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση:
Of knowledge within bounds; beyond abstain
To ask, nor let thine own inventions hope
Things not revealed, which the invisible king
Only omniscient, hath suppressed in night
To none communicable in earth or heaven
(John Milton, Book VII, 120-4)[3].
Ο απαγορευμένος καρπός και η παράβαση της Εύας (της οποίας, όπως είδαμε, αρχικός υποκινητής υπήρξε ο Αδάμ) σηματοδοτούν τη ροπή της ανθρώπινης περιέργειας προς την αναζήτηση γνώσης δίχως όρια. Πρόκειται για την αδυναμία μας να υπακούμε σε αντικειμενικούς κανόνες που σφυρηλατούν τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Άρεντ στις Απαρχές του Ολοκληρωτισμού[4]αναλύει μια βασική πτυχή των ολοκληρωτικών καθεστώτων, την προσπάθεια υπέρβασης των ορίων: οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες, δεν επιχειρούν να μετασχηματίσουν τις υπαρκτές αξίες πάνω στις οποίες δομούνται οι ανθρώπινες συλλογικότητες, δεν επιδιώκουν την αλήθεια, την ομορφιά και τη δικαιοσύνη (στα λόγια της Βέιλ), αλλά διατείνονται ότι μπορούν να μετασχηματίσουν την ίδια την ανθρώπινη φύση· μιλούν για την αναβάθμιση του ανθρώπου σε ένα «ανώτερο ον» (σαν να πρόκειται για μια «ευγονική του πνεύματος»)· εξιδανικεύουν την κατοχή απεριόριστης τεχνικής και «επιστημονικής» γνώσης, ώστε να λάβει σάρκα και οστά το τελικό όραμα: η ανάδυση ενός ονειρικού κόσμου απόλυτης ευτυχίας, στη θέση του οποίου ο άνθρωπος θα δεσπόζει και θα κυριαρχεί όπως ο Θεός στον Κήπο της Εδέμ.
Η θλίψη που μας γεμίζουν τα βιβλία της ιστορίας, καθώς και οι εξομολογήσεις των επιζώντων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και των ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη και την απελπισία που τα διάφορα κοινωνικά πειράματα του εικοστού πρώτου αιώνα άφησαν πίσω τους, επιβεβαιώνουν τις καταστροφικές συνέπειες της ανθρώπινης ύβρεως, της τάσης μας να αναζητούμε παρηγοριά σε ουτοπικές ιδεολογίες, χτίζοντας κρυστάλλινους πύργους, αγνοώντας τα σαθρά και εύθραυστα θεμέλια της ίδιας μας της ύπαρξης. Στο μυθικό πεδίο: ο θάνατος του Ίκαρου, η καταστροφή του Πύργου της Βαβέλ και ο διασκορπισμός των απογόνων του Νώε μας φανερώνουν τις συνέπειες κάθε μας πράξης που επιδιώκει τη διαγραφή του χάσματος μεταξύ γης και παραδείσου, μεταξύ της ατελειότητας (που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη κατάσταση) και του απόλυτου καλού, που (όπως η Βέιλ αναφέρει) δεν κατοικεί σε αυτόν τον κόσμο, αλλά βρίσκεται στον θεϊκό κόσμο του ήλιου (με βάση τον μύθο του Ίκαρου) ή στον κόσμο του Κυρίου και Δημιουργού (κατά τη Γένεση).
☥
Στον αντίποδα της ουτοπίας βρίσκεται ο κομφορμισμός, η υπακοή σε κανόνες που υπερβαίνουν τους φυσικούς νόμους, που σύμφωνα με τον Θωμά Ακινάτη[5] (ST II.I.90-104) οφείλουν να καθοδηγούν κάθε ανθρώπινο ον. Για τον Ακινάτη ο φυσικός νόμος δίνεται από τον Θεό· πρόκειται για ένα σύνολο κανόνων που μπορούν να εγγυηθούν ειρηνική συνύπαρξη, καθότι βρίσκονται κάτω από την επιρροή του φυσικού λόγου, σύμφωνα με τον Χομπς[6]. Ο φυσικός νόμος, όπως ανέφερε ο Ακινάτης (ST II.I.90-104)[7] δεν είναι τίποτα άλλο από μια υποκίνηση της λογικής αυτών που ενδιαφέρονται για το καλό των ανθρώπινων κοινοτήτων. Ωστόσο, ακολουθώντας τον πραγματισμό του William James[8], που τονίζει ότι οι μεταφυσικές και θεολογικές αναφορές αποκτούν αξία όχι μόνο αν είναι αληθινές αλλά, πολύ περισσότερο, αν έχουν «πρακτικές συνέπειες»[9] καθίσταται αδιάφορο (για εμάς) κατά πόσο οι ηθικοί κώδικες που ενσωματώνονται στο φυσικό δίκαιο είναι υπερβατικοί.Αντίθετα, έμφαση πρέπει να δίνεται στον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να παρατηρήσουμε εμπειρικά την αποτελεσματική συμβολή τους σε αυτό που ο Reinhold Niebuhr[10] αποκαλούσε «αντικειμενική δικαιοσύνη», και προς πράξεις ευχάριστες που δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν «ανήθικες», πράξεις που δεν προξενούν ψυχική απέχθεια στα λόγια της Βέιλ[11]. Το να «επιδιώκουμε και να ακολουθούμε την ειρήνη»[12] ή το να δείχνουμε αλληλεγγύη προς τους εξαθλιωμένους, συνιστούν πράξεις που θεωρούνται «εκ φύσεως» καλές. Ως εκ τούτου, ο όρος «φυσικό» προσεγγίζει το «αντικειμενικό». Οι φυσικοί νόμοι καθορίζουν «τι πρέπει να γίνει ή να μην γίνει για την καλύτερη δυνατή διατήρηση της ζωής» -σε σχόλιο των Tuck και Silverthorne στον Χομπς[13]-, προσδιορίζοντας έτσι τις προϋποθέσεις «που πρέπει να τηρούνται προκειμένου για να αποφευχθεί ένας αποτρόπαιος πόλεμος»[14].
Κάθε υπακοή σε νόμους οι οποίοι έρχονται σε αντίθεση με την «αντικειμενική δικαιοσύνη» παραπέμπουν σε αυτό που ο Martin Luther King Jr αποκαλούσε «αρνητική ειρήνη»[15], σαν αυτή που συναντάμε στον πεσιμισμό του Χομπς·πρόκειται για την ιδέα πάνω στην οποία στηρίζεται η φιλοσοφία του απολυταρχισμού, μια φιλοσοφία που διατείνεται ότι η δεδομένη τάξη πραγμάτων θα πρέπει να μένει αναλλοίωτη, εφόσον κάθε αντίσταση και εναντίωση οδηγεί στον πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Σε αντίθεση με τον οπτιμισμό των ουτοπικών ιδεολογιών, ο πεσιμισμός των κομφορμιστικών ιδεολογιών όχι μόνο μας απομακρύνει από την «αντικειμενική δικαιοσύνη», από την ομορφιά, το δίκαιο και την αλήθεια, τη λεγόμενη κοινή ευπρέπεια (common decency) με άλλα λόγια, αλλά την ίδια στιγμή αποξηραίνει κάθε μας δυνατότητα να σκεφτούμε και να κρίνουμε(thinking και judging, κατά την Hannah Arendt)[16]. Πιο συγκεκριμένα, η κρίση δεν είναι παρά αποτέλεσμα της πράξεως, της δράσης, δηλαδή της πρωτοβουλίας, της ελεύθερης βούλησης, της κίνησης που αναιρεί τη στασιμότητα την οποία οι κομφορμιστικές ιδεολογίες εξυμνούν, ως (δήθεν) μοναδικό αντίδοτο στην αέναη εχθρότητα.
Από τη στιγμή, ωστόσο, που η κρίση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σκέψη, και η σκέψη με την πράξη (ή δράση), αυτόματα οδηγούμαστε στο εξής συμπέρασμα: ο κομφορμισμός οδηγεί στην α-σκεψία και στην α-κρισία. Αυτό πάνω κάτω μας λέει λοιπόν η Arendt αναφορικά με τη δίκη του Άιχμαν, τον πρωτεργάτη της Τελικής Λύσης, που οδήγησε στην ύβρη του Ολοκαυτώματος. Η ίδια δεν βλέπει τον Άιχμαν σαν έναν παρανοϊκό και αιμοδιψή άνθρωπο· δεν τον περιγράφει σαν έναν φανατικό υποστηρικτή της ναζιστικής θεωρίας[17]. Αντίθετα, οι πράξεις του ήταν περισσότερο αποτέλεσμα της ανικανότητας του ίδιου να κρίνει και να σκεφτεί («to stop and think»[18]), δρώντας μέσα στα πλαίσια μιας ολοκληρωτικής γραφειοκρατικής μηχανής· με άλλα λόγια, το Ολοκαύτωμα ήρθε ως αποτέλεσμα της υπακοής σε κανόνες που άλλοι καθιέρωσαν αλλά ο Άιχμαν κλήθηκε να εφαρμόσει δίχως αντίρρηση.
Αν, ωστόσο, ο Ναζισμός βασίζεται σε αξιωματικές θεωρίες που διατείνονται την δημιουργία ενός κόσμου αψεγάδιαστου, αν υποστηρίζουν την ανάδυση ενός υπεράνθρωπου (ο οποίος θα αντικαταστήσει τον «παρηκμασμένο» παλαιό κόσμο), τότε μπορούμε να τον ταυτίσουμε με τον ουτοπισμό. Η περίπτωση του Άιχμαν, ωστόσο, μας διδάσκει πως μια ιδεολογία ουτοπική μπορεί ταυτόχρονα να είναι και κομφορμιστική. Με άλλα λόγια, η ουτοπία δεν είναι παρά ο δίδυμος αδερφός του κομφορμισμού.
☥
Στο Υπόγειο ο Ντοστογιέφκσι προειδοποιεί ενάντια σε κάθε ματαιόδοξη επιδίωξη·καμία πραγματικότητα δεν μπορεί να στεριώσει πάνω στην ιδέα της «βεβαιότητας» των ουτοπιών, εφόσον ο άνθρωπος συνεχώς αναζητά την περιπέτεια. Φρονούμε λοιπόν ότι η αλήθεια, η ομορφιά και η δικαιοσύνη δεν θα πρέπει να συγχέονται με τον οπτιμισμό που προωθούν οι ουτοπικές ιδεολογίες, αλλά με την ελπίδα. Για τις διαφορές μεταξύ ελπίδας και οπτιμισμού είχε ήδη μιλήσει ο Christopher Lasch[19]. Η στάση του Ιησού και η αυτοθυσία των Πρώτων Χριστιανών, η λαϊκότητα (ως αντίσταση στη διάλυση της κοινότητας), τα κινήματα ενάντια στη δουλεία (στη σύγχρονη εποχή), οι πρωταρχικές αντιλήψεις του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα στις ΗΠΑ, οι ιδέες του Martin Luther King Jr όπως και αυτές Henry David Thoreau, περί άρνησης υπακοής σε άδικους νόμους, ο ηρωισμός που οι Ρομαντικοί ποιητές προώθησαν, σφυρηλατούν αυτή την παράδοση εντός της οποίας η «ελπίδα» μπορεί να φωτίσει ακόμα και το πιο ζοφερό σκοτάδι.Ελπίδα δεν είναι ο παραλογισμός της «παγκόσμιας ειρήνης»·μπροστά στο αναπόφευκτο του πολέμου (Μπαγκαβάτ Γκίτα 18.59), ελπίδα είναι η υιοθέτηση ενός συνόλου αρχών που προωθούν αυτό που πολλές φορές έχουμε αποκαλέσει «λαϊκό οικουμενισμό»·πρόκειται για την ανάγκη μας να σκεφτόμαστε πέρα από τον δικό μας μικρό χώρο, όχι με στόχο να «αλλάξουμε τον κόσμο», αλλά για τον ακριβώς αντίθετο σκοπό: να μπορούμε να αντιστεκόμαστε στον πειρασμό της ισχύος και του μεγαλείου, στην ύβρη που για πάντα θα συγκατοικεί μαζί μας.
Με άλλα λόγια, ελπίδα είναι η αγάπη μας για τον κόσμο (amor mundi), η «τρυφερή στοργή της συμπόνιας» (Κολοσσαείς 3:12), όχι όμως όπως είχε αντιληφθεί τη συμπόνοια (compassion) η Arendt[20], σαν μια σεντιμενταλιστική (και άρα μή-πολιτική) προδιάθεση, απόλυτα συνυφασμένη με τη χυδαιότητα του «ελέους» (pity), με αυτό που διαβρώνει την ουσία της πολιτικής -τον λόγο και την πράξη- διεγείροντας θυμικές εκρήξεις[21]. Κατά τον Martin Luther King Jr[22], την αγάπη (agape) δεν πρέπει να την προσεγγίζουμε σαν μια συναίσθηματική επίκληση· αντίθετα, είναι ένα καθήκον, μια υποχρέωση (όπως θα έλεγε και η Βέιλ) να νοιαζόμαστε τόσο για τον εαυτό μας όσο και για το σύνολο, ώστε να θωρακιστεί ο εύθραυστος κοινός μας κόσμος και να περιοριστούν όλες οι θυμικές εκρήξεις που θα μπορούσαν να τον συντρίψουν.
Ελπίδα δεν είναι να λέμε «διεκδικήστε το αδύνατο»·ελπίδα είναι ο συμβιβασμός με τη «μοίρα» μας (amor fati), με το παρελθόν μας και τις ατέλειές μας, με τα όριά μας, με την αρκαδική μας απλότητα, όχι ωστόσο με την υποδούλωσή μας στον πεσιμισμό και στην α-σκεψία που οι κομφορμιστές εξισώνουν με την «ειρήνη». Ελπίδα δεν είναι η ηττοπάθεια και η υπεράσπιση της έχουσας κατάστασης ως «η καλύτερη δυνατή που μπορεί να υπάρξει». Οφείλουμε, ωστόσο, να γνωρίζουμε ότι τα όρια μεταξύ εφικτού και ανέφικτου, μεταξύ ελπίδας και ουτοπίας (ή κομφορμισμού), δεν μας δίνονται a-priori μήτε είναι πάντα ευδιάκριτα. Ο φόβος του αγνώστου, του ακαθόριστου και απρόβλεπτου, τούτη η αιώνια πρόκληση ενάντια στον άνθρωπο, ουδέποτε θα πάψει να μας καταδιώκει. Ας δούμε όμως την ελπίδα σαν μια ενεργή προσπάθεια να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από κάθε αδιέξοδη θλίψη και οδύνη· ας εξοπλιστούμε με ψυχική δύναμη, σθένος και πίστη, όπως πάνω κάτω περιγράφει η Emily Brontë στο ποίημα Anticipation:
Hope soothers me in the griefs I know;
She lulls my pain for others’ woe,
And makes me strong to undergo
What I am born to bear.
Επιμονή, αποφασιστικότητα, αυτοπεποίθηση, αυτοδυναμία, κριτικό πνεύμα… Ελπίδα δεν είναι η ανάθεση των υποχρεώσεών μας σε τρίτους, σε επαγγελματίες, σε ηγέτες, σε αυτούς που υπόσχονται τα πάντα στην τιμή του μηδενός, σε ανθρώπους πανούργους που ισχυρίζονται πως έχουν λύσεις για κάθε μας πρόβλημα, λύσεις απλές και ανώδυνες σε ζητήματα περίπλοκα και σύνθετα. Η ελπίδα αρχίζει και τελειώνει μέσα στον κόσμο των ιδίων μας πράξεων. Πρόκειται για την ακλόνητη πεποίθησή μας πως η αδικία θα δώσει τη θέση της στην ευπρέπεια και την αξιοπρέπεια, πως η εμπειρία θα μας εφοδιάσει με την απαραίτητη ανθεκτικότητα ώστε να ανταπεξέλθουμε στις προκλήσεις που οι ίδιοι προξενούμε λόγω της ύβρεως, λόγω της υπερβολής η οποία φωλιάζει μέσα μας, στα πιο ενδόμυχα τμήματα της ίδιας μας της ψυχής.
Οφείλουμε να γνωρίζουμε, ωστόσο, πως εμπειρία και η μνήμη δεν συνιστούν από μόνες τους αποδείξεις αλήθειας, και -ως εκ τούτου- δικαιοσύνης. Μια εμπειρία (ιδίως αν πρόκειται για «τραυματική» εμπειρία, ικανή να διεγείρει συναισθήματα και θυμικές αντιδράσεις, ή πολύ χειρότερα, εκδικητικές τάσεις) θα μπορούσε κάλλιστα να μας εξαπατήσει αν την ταυτίσουμε με το «αντικειμενικό», δίχως κάποια αρχική προσπάθεια διαύγασης των όλων όσων διαδραματίζονται μπροστά μας. Παρότι η μνήμη αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους συμμάχους μας σε κάθε προσπάθεια εύρεσης της αλήθειας, την ίδια στιγμή οφείλουμε να καταφεύγουμε στη διαβούλευση, στη δύναμη του λόγου, στην ομιλία, στη συζήτηση, δηλαδή στον πλουραλισμό των απόψεων.
Ενδεχομένως, όσες περισσότερες προσεγγίσεις, τόσες περισσότερες πτυχές ενός γεγονότος θα φωτίζονται, δίχως αυτό, βέβαια, να αποκλείει περιπτώσεις δημαγωγίας και παραπλάνησης. Μήτε η σημασία των παραδόσεων θα πρέπει να παραβλέπεται· όπως ισχυρίστηκε ο Orwell, ο Lasch και ο Tocqueville[23], το εθιμικό δίκαιο διασφαλίζει τη σύσφιξη των σχέσεων ενάντια στη διάλυση, στις μηδενιστικές και ηδονιστικές ασημαντότητες, αλλά και σε κάθε είδους εγωιστική επιδίωξη. Στην τελική, όπως έλεγε ο John Steinbeck[24], «δεν με απασχολεί αν το κακό πραγματικά νικήσει· λέω πως το κακό δεν θα νικήσει ποτέ, μήτε βέβαια κάποια στιγμή θα πεθάνει». Εν τέλη, ελπίδα είναι: «να λέω στον εαυτό μου κάθε πρωί: «Έχω θάρρος, δεν φοβάμαι». Θα αποκτήσω θάρρος, αλλά ένα θάρρος που συμμορφώνεται με αυτά που μπορώ να φανταστώ όντας απόλυτα συνυφασμένα με την παρούσα ατέλειά μου. Κατά συνέπεια το θάρρος μου δεν θα υπερβεί τούτη την ατέλεια» (Σιμόν Βέιλ)[25]
[1] Simone Weil, An Anthology. London: Penguin. 2005. (σσ.221-2).
[2] Ralph Waldo Emerson. The Journals and Miscellaneous Notebooks of Ralph Waldo Emerson. Harvard: Harvard University Press. 1960. (σ.144)
[3] John Milton. Paradise Lost. Oxford: Oxford University Press. 2005.
[4] Hannah Arendt. The Origins of Totalitarianism. New York: A Harvest Book. 1976
[5] Thomas Aquinas. Summa Theologiae (6). US: Novantiqua. 2013
[6] Thomas Hobbes, Richard Tuck και Michael Silverthorne (εισαγωγικό σημείωμα). On the Citizen. Cambridge: Cambridge University Press. 1998. (σ.32). Επιπλέον, Thomas Hobbes και Arthur Joseph Gaskin (εισαγωγικό σημείωμα). The Elements of Law, Natural and Politic: Part I, Human nature, part II, De corpore politico; with Three lives. Oxford: Oxford University Press. 1994. (σ.99)
[7] Thomas Aquinas. Summa Theologiae (6). US: Novantiqua. 2013.
[8] William James. Pragmatism: The Meaning of Truth. Harvard: Harvard University Press. 1978. (σ.44)
[9] ο.π. (σ.44).
[10] Reinhold Niebuhr. Moral Man, Immoral Society. New York: Charles Scribner’s Sons. 1960. (σ.pvii).
[11] Simone Weil, An Anthology. London: Penguin. 2005. (σ.93).
[12] Thomas Hobbes. Leviathan. New York: Dover Philosophical Classics. 2005. (σ.73).
[13] Thomas Hobbes, Richard Tuck και Michael Silverthorne (εισαγωγικό σημείωμα). On the Citizen. Cambridge: Cambridge University Press. 1998. (σ.xxvi).
[14] Thomas Hobbes και Arthur Joseph Gaskin (εισαγωγικό σημείωμα). The Elements of Law, Natural and Politic: Part I, Human nature, part II, De corpore politico; with Three lives. Oxford: Oxford University Press. 1994. (σ.xxxi)
[15] Martin Luther King. A Testament of Hope: The Essential Writings of Martin Luther King. New York: Harper One. 1986. (σ.50)
[16] Hannah Arendt. Life of The Mind. New York: Harcourt Brace. 1978.
[17] Hannah Arendt. Eichmann in Jerusalem. New York: The Viking Press. 1963. (σ.26)
[18] Hannah Arendt. Life of The Mind. New York: Harcourt Brace. 1978. (σ.4).
[19] Christopher Lasch. Optimism or Hope? The Ethic of Abundance and the Ethic of Limits. Sacred Heart University. Online. (Volume 10: Issue 2). 1990. (σ.13).
[20] Hannah Arendt. The Human Condition. Chicago: University of Chicago Press. 1988. (σ.242)
[21] Βλ το δεύτερο κεφάλαιο (The Social Question) στο βιβλίο της Hannah Arendt, On Revolution. London: Penguin. 1990.
[22] Martin Luther King. A Testament of Hope: The Essential Writings of Martin Luther King. New York: Harper One. 1986. (σ.13)
[23] George Orwell. The Lion and The Unicorn. London: Penguin. 1984.
Alexis De Tocqueville. Democracy in America. London: Wordsworth Classics. 1998.
Christopher Lasch. The True and Only Heaven. New York: W & W Norton Inc
[24] John Steinbeck. A Life in Letters. London: Penguin Books. 1976. (σ.221).
[25] Simone Weil, An Anthology. London: Penguin. 2005. (σ.260).
από το «http://www.respublica.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου