του Κώστα Σβόλη
Υπάρχουν κάποια νουάρ μυθιστορήματα χωρίς μπάτσους, όπου πάντα κάποιοι, εκτός των τειχών, αναλαμβάνουν να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. Στην περίπτωση του Κώστα Μουζουράκη αυτή η περιπέτεια ξεκινάει το 2010 με το Φίδια στο σκορπιό, για να συνεχιστεί το 2016 με το Κακό χαρτί, και ελπίζουμε να μας επιφυλάξει και άλλες τέτοιες απολαυστικές στιγμές.
Η εμφάνιση του πρώτου βιβλίου του, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων σηματοδοτεί την εμφάνιση μιας νέας –όχι αναγκαστικά ηλικιακά– γενιάς συγγραφέων που έρχονται να γειώσουν το νουάρ μυθιστόρημα στη σύγχρονη πολιτικό-κοινωνική γεωγραφία της ελληνικής πραγματικότητας, κατεύθυνση που στην Ελλάδα έμοιαζε να απουσιάζει εδώ και αρκετά χρόνια από αυτό το είδος λογοτεχνίας.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια neo-polar ελληνική σκηνή, και δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία να βιαστούμε να βάλουμε ταμπέλες σε κάτι που είναι, ίσως, πολύ στην αρχή του. Υπάρχει όμως μια ώσμωση με όλους αυτούς τους συγγραφείς ανά τον κόσμο που, επιλέγοντας το είδος του αστυνομικού νουάρ για να δημιουργήσουν ιστορίες, πάνε πολύ παραπέρα από τη διήγηση μιας αστυνομικής περιπέτειας. Μιλάμε για συγγραφείς που είναι ή ήταν, κάποια στιγμή, πολιτικά ενεργοί στο ευρύτερο ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό κίνημα: ο Μανσέτ, ο Φαζαρντί και ο Ιζζό στη Γαλλία, ο Μπαλεστρίνι και ο Μπαττίστι στην Ιταλία, ο Τάϊμπο στο Μεξικό και δεκάδες άλλοι.
Το νουάρ μυθιστόρημα είναι ένα λαϊκό είδος λογοτεχνίας, που σου επιτρέπει να γράψεις για πάρα πολλά πράγματα, αρκεί να έχεις την επιδεξιότητα να αποφύγεις τις κακοτοπιές του διδακτισμού και της κατήχησης· οι διαδρομές αυτών των δυο μονοπατιών μπορούν, πράγματι, να σε κάνουν πολύ κακό συγγραφέα.
Ο Μουζουράκης δεν χρειάζεται να κάνει μεγάλο κόπο για να τα αποφύγει· επιλέγει να διαβεί τα μονοπάτια των ορεινών όγκων από τη Βάλια Κάλντα μέχρι τα Γεράνεια Όρη και το βουνό του Όθρυ. Αν θα έδινα έναν επιθετικό ορισμό στα μυθιστορήματα του, αυτός θα ήταν «ορεινό νουάρ».
Αν ο φυσικός τόπος του νουάρ είναι τα σκοτεινά στενά και οι κακόφημες συνοικίες των μεγαλουπόλεων με τα υποφωτισμένα μπαρ και τις χαρτοπαιχτικές λέσχες, οι ήρωες του Μουζουράκη ξεγλιστράνε προς τα βουνά για να πάρουν ανάσες, να ανασυνταχθούν και να ξαναβουτήξουν στη μάχη με τα σκατά του οργανωμένου εγκλήματος και της άκρας δεξιάς, ακολουθώντας τα ίχνη της διαπλοκής με το πολιτικό σύστημα, τους μπάτσους και τις «παραγωγικές δυνάμεις του τόπου».
Δεν πρόκειται για μάχες που έχουν επιλέξει, οι πράξεις τους δεν χαρακτηρίζονται από κάποιο είδος πολιτικής στράτευσης. Πρόκειται για καταστάσεις στις οποίες μπλέκουν γιατί, απλά, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μπλέξει κανείς στη ζωή του, και τύποι σαν τον Άρη μπορούνε να μετρήσουν στα δάχτυλα του ενός τους χεριού αυτούς που ακόμα δεν έχουν δοκιμάσει.
Στο Κακό χαρτί έχουμε να κάνουμε μ’ ένα τραπέζι πόκας και όλα όσα μπορούν να συμβούν γύρω από αυτό, δηλαδή τα πάντα. Λοιπόν, γύρω από ένα τραπέζι πόκας μπορεί να πας για μαλλί και να βγεις κουρεμένος, να σε πουλήσουν οι συνεργάτες σου για να σώσουν το τομάρι τους και να αποκτήσεις νέους συντρόφους, βγαλμένους μέσα από τη σκόνη ενός ιστορικού χρόνου που έχει κολλήσει στο καφενείο κάποιου ξεχασμένου χωριού. Γύρω από ένα τραπέζι πόκας μπορείς να βρεθείς ταπί και με την πλάτη στον τοίχο, να ελπίσεις ότι σου δόθηκε η ευκαιρία να ρεφάρεις, και να παίξεις τα ρέστα σου, να τραβήξεις κακό χαρτί ή να ανακαλύψεις έναν άσσο στο μανίκι σου. Γύρω από έναν τραπέζι πόκας μπορείς να ακούσεις ιστορίες για τα νομαδικά φύλα των Βαλκανίων, τις χαμένες μάχες τους, το σχέδιο «Κόκκινη προβιά» και τη μητρική επιχείρηση/το δίδυμο αδερφάκι του «Gladio» από την Ιταλία ή να μάθεις πώς μπορεί να ταξιδεύει η κόκα μέσα σε πλοία άγνωστης προέλευσης και ιδιοκτησίας, όπως στην υπόθεση του Noor One, και να αποκτήσεις πολλές άλλες «εγκυκλοπαιδικές γνώσεις»…
Όλες αυτές οι ιστορίες και οι αναφορές, με τις οποίες είναι γεμάτο το Κακό χαρτί, δεν είναι εμβόλιμες ούτε αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη. Αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας δυναμικής κινηματογραφικής γραφής, που ξέρει να συγκροτεί τα πρόσωπα και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτά δρουν. Χάρη σ’ αυτές τις αφηγήσεις ο αναγνώστης νιώθει τα κίνητρα, τους παλιούς και νέους λογαριασμούς που πρέπει να κλείσουν, τις διαψεύσεις και τα ανεκπλήρωτα γύρω από τα οποία εξυφαίνεται η δράση του μυθιστορήματος. Διαβάζοντας για δεύτερη φορά το βιβλίο, μου πέρασε από το μυαλό ως ενδεχόμενη μια αντίστροφη ανάγνωση: η πλοκή του μυθιστορήματος να είναι, στην πραγματικότητα, εκείνη που υπηρετεί την αφήγηση των ιστοριών, που εξασφαλίζει, με άλλα λόγια, τη δυνατότητα να ακουστούν τέτοιες ιστορίες μέσα από ένα νουάρ μυθιστόρημα και όχι μέσα από μια ιστορική έρευνα, ώστε να ενσωματωθούν εκ νέου στο λαϊκό φαντασιακό. Και, μ’ αυτόν τον τρόπο, επιστρέφω στην αρχική σκέψη σχετικά με τον ρόλο που μπορεί να επιτελέσει το νουάρ μυθιστόρημα ως λαϊκή λογοτεχνία.
Η τέχνη μπορεί να είναι πολιτική χωρίς να είναι στρατευμένη. Η τέχνη δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική. Όσο πολιτική και να είναι, δεν κάνει πολιτική· όμως, έχει την ικανότητα να τροφοδοτεί με νοήματα το λαϊκό φαντασιακό και να ματίζει τα κομμένα νήματα της ιστορικής μνήμης συνδέοντάς τα με τα σύγχρονα πολιτικά επίδικα.
Πριν τελειώσω, θα ήθελα να αναφερθώ στο πηγαίο χιούμορ του Μουζουράκη, το οποίο διαπερνάει και τη γραφή του. Εάν ένα βιβλίο σε κάνει να μην μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου και, ταυτόχρονα, να γελάς μόνος σου, είναι σίγουρα ένα καλό βιβλίο. Σε ό, τι με αφορά, και τα δύο αυτά τα κατάφεραν τα βιβλία του Μουζουράκη…
ΠΗΓΗ ΠΟΛΗΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου