ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΤΟ ΓΑΛΑ τοῦ πρωινοῦ μου νὰ
αἰωρεῖται σὰν σύννεφο πάνω ἀπὸ τὴν κούπα μου. Τὸ σύννεφο παίρνει
τὸ σχῆμα ἑνὸς ἀερόστατου, διογκώνεται μέχρι νὰ γίνει σχεδὸν
διάφανο κι ἔπειτα ξανασερβίρεται στὴν κούπα μου.
Στὸ
ἀνθοπωλεῖο βλέπω ἕνα ἀνθισμένο κίτρινο τριαντάφυλλο. Τὰ πέταλα
πάλλονται ἐλαφρὰ μέχρι ποὺ τὸ καθένα ἀποκτάει τὸ δικό του ρυθμό.
Τὸ τριαντάφυλλο ἀνοίγει καὶ κάθε πέταλο εἶναι ἕνα κύμα σὲ μιὰ
καινούρια θάλασσα. Ἀκούω μιὰ φωνὴ «θέλετε νὰ σᾶς βοηθήσω;»,
χαμογελάω καὶ φεύγω.
Ἁπλώνω τὰ βιβλία στὸ γραφεῖο μου καὶ μπαίνω
στὸ γνώριμο κόσμο τῶν ἐξισώσεων. Τὰ ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα
σταματᾶνε καὶ βυθίζομαι στὴν ἡσυχία τῆς ἀναπνοῆς μου. Σ’ αὐτὸ
τὸν κόσμο, οἱ ἔννοιες γίνονται καθολικὲς καὶ ἀπόμακρες. Σὰν νὰ
πετᾶς σ’ ἕναν ἄδειο οὐρανὸ καὶ νὰ χαρτογραφεῖς ἀπὸ ψηλά. Ἡ ἄμμος,
τὸ χῶμα καὶ ἡ πέτρα γίνονται στεριὰ καὶ ὁτιδήποτε μπλὲ γίνεται
νερό. Γίνεσαι ἄρχοντας καὶ ὅ,τι ἀποδεικνύεις ἀποδεικνύεται
γιὰ ὅλους καὶ γιὰ πάντα.
Ἕνας ἐνοχλητικὸς ἦχος μὲ ἐπαναφέρει στὴν
πραγματικότητα, πρέπει νὰ πάω νὰ φάω. Ἔχω ρυθμίσει τὸ ρολόι
μου νὰ χτυπάει σὲ ὅλα τὰ γεύματα τῆς μέρας ὥστε νὰ μὴν μὲ ἀπασχολεῖ
τὸ θέμα «φαγητό». Στὴν τραπεζαρία κάθομαι μὲ ἄλλους ἐρευνητὲς
καί, ὅπως συνήθως, συζητᾶμε γιὰ τὴ δουλειά μας. Θὰ ΄θελα νὰ μιλήσω
καὶ γιὰ ἄλλα πράγματα, ὅπως τὴν ὄμορφη κίτρινη θάλασσα ποὺ φαντάστηκα
τὸ πρωί, ἀλλὰ ντρέπομαι.
Κοιτάω ἀπ’ τὸ παράθυρο τοῦ γραφείου μου, ὁ ἀέρας
παίζει μὲ τὰ φύλλα τῶν δέντρων. Τὸ δασάκι τοῦ πανεπιστημίου εἶναι
τέλειο. Ὅλα εἶναι τέλεια. Ἡ δουλειά μου, οἱ φίλοι μου, ἡ γυναίκα
μου, ὅλα τέλεια, μὰ κάτι λείπει. Σὰν νὰ ὑπάρχει ἕνα μικρὸ κομμάτι
τοῦ ἐαυτοῦ μου ποὺ ΄χει κλειστεῖ σ’ ἕνα κουτὶ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εὐχαριστηθεῖ.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο πρόβλημα ποὺ δὲν μπορῶ νὰ λύσω γιατί δὲν ξέρω
πῶς νὰ ξεκινήσω. Κάθε φορὰ ποὺ μὲ πιάνει ἀντιδράω διαφορετικά.
Κάποιες φορὲς παίρνω μιὰ λευκὴ σελίδα καὶ ἀφήνω τὸ χέρι μου νὰ
κυλήσει. Ἄλλες, πιάνω τὰ παλιά μου πινέλα καὶ σκιτσάρω κάτι ἀφηρημένο.
Καθὼς κλείνω τὰ βιβλία μου, σκέφτομαι πὼς ἂν
θέλω νὰ λύσω τὸ πρόβλημα, πρέπει νὰ δοκιμάσω κάτι διαφορετικό.
Περπατάω στὸν ἴδιο δρόμο ποὺ περπατοῦσα τὸ
πρωὶ μόνο ποὺ τώρα εἶναι νύχτα. Ἴσως ἡ λύση δὲν μοιάζει μὲ λύση.
Ἴσως γιὰ ν’ ἀνοίξει τὸ κουτὶ θέλει πολλὲς μικρὲς κινήσεις. Ὅλα
εἶναι πιθανὰ καὶ τίποτα δὲν εἶναι σίγουρο κι αὐτὸ μὲ μπερδεύει
ἀκόμα περισσότερο.
Σταματάω ἔξω ἀπ’ τὸ ἀνθοπωλεῖο καὶ ἐνστικτωδῶς
ψάχνω τὸ κίτρινο τριαντάφυλλο. Πρὶν προλάβω νὰ τὸ βρῶ, ἀκούω
μιὰ φωνὴ «θέλετε νὰ σᾶς βοηθήσω;», χαμογελάω καὶ λέω «βεβαίως».
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Στάθης Ἀντωνίου (1982) Σπούδασε μαθηματικὰ καὶ ἐργάζεται ὡς
ἐρευνητὴς Ἐφαρμοσμένων Μαθηματικῶν στὸ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο
καὶ ὡς σύμβουλος στὴν ἑταιρεία Avon. Ἔχει παρακολουθήσει μαθήματα
λογοτεχνίας στὸ βιβλιοπωλεῖο Shakespeare & Co τοῦ Παρισιοῦ
καὶ στὸ ποιητικὸ έργατήριο τοῦ «Ἱδρύματος Τάκης Σινόπουλος» στὴν Ἀθήνα.
Ἔχει δημοσιεύσει σὲ διαδικτυακὰ καὶ ἔντυπα περιοδικὰ στὴν
Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου