Ο ΜΠΟΖΤΖΙΝ, ὁ μονόφθαλμος μαῦρος γάτος,
μπαινοβγαίνει στὴ συναγωγὴ λὲς καὶ ὁ τόπος ὅλος τοῦ ἀνήκει.
Ἐποπτεύει σὰ δεινὸς κύκλωπας ὁ τρυφερὸς γατούλης ποὺ ὅλοι
λατρεύουν καὶ τοῦ συγχωροῦν πὼς γεμίζει μὲ τρίχες τὰ ροῦχα
τους ὅταν τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς σκαρφαλώνει καὶ τρίβεται στὶς
ποδιές τους. Μιὰ μέρα ὁ Μποζτζὶν μὲ στριφογύριζε καὶ ἀπὸ δῶ
μ’ εἶχε ἀπὸ κεῖ μ’ εἶχε μέ ’κανε νὰ τὸν ἀκολουθήσω στὴν πίσω
αὐλὴ μὲ τοὺς τάφους τῶν ραββίνων. Ὕστερα ἀνέβηκε τὴν στριφογυριστὴ
μεταλλικὴ σκάλα, θρονιάστηκε σ’ ἕνα σκαλὶ καὶ κοίταζε ἀφ’
ὑψηλοῦ. Μόλις ἔκανα νὰ φύγω κατέβαινε καὶ πάλι μὲ τριγύριζε
σὰ νὰ μὲ τραβοῦσε μὲ τὸν τρόπο του πρὸς τὰ πίσω. Κι ἔπειτα ἀνέβαινε
πάλι τὴ σκάλα καὶ θρονιαζόταν καὶ μοῦ γούρλωνε τὸ μάτι του.
Παίρνω ὅρκο πὼς τὸ βλέμμα του ἔπεφτε πότε σὲ μένα πότε σ’ ἕναν
ἀπ΄ τοὺς τάφους λὲς κι ἤθελε νὰ τοῦ διαβάσω τὴν χαραγμένη ἐπιγραφή
του. Ἔτσι ἄρχισα νὰ καθαρίζω τὴν πλάκα κείνου τοῦ τάφου ἀπ’
τὰ πεσμένα ξερὰ φύλλα ποὺ τὴν εἶχαν σκεπάσει.
Προσπάθησα νὰ διαβάσω
τὸ ὄνομα τοῦ νεκροῦ μὰ δὲν τὰ κατάφερνα. Θύμωσα μὲ τὸν ἑαυτό
μου, τόσο ἀδιόρθωτα ἀπειθάρχητος, ποὺ σχεδὸν δυὸ χρόνια ἀφότου
εἶχα ξεκινήσει νὰ μαθαίνω ἑβραϊκὰ ἀκόμη δυσκολευόμουν
στὴν ἀνάγνωση.
Κοίταξα πάλι τὸν Μποζτζίν,
«Τί θέλεις πιά; Ἔχουμε καὶ δουλειές!» Κι ἔφυγα πρὶν προλάβει
νὰ ξανακατεβεῖ ἀπὸ τὴ σκάλα.
Τὸ ἴδιο βράδυ εἶδα ἕνα ὄνειρο:
Ἤμουν λέει μέσα σ’ ἕνα
βαθὺ πηγάδι. Ὅμως τὸ πηγάδι ἐκεῖνο δὲν εἶχε καθόλου νερό.
Μόνο στὶς πολὺ σκοτεινὲς μεριές του ἔβλεπα κάτι σὰ σκιὲς ποὺ
σέρνονταν ἐπάνω στὰ χτιστὰ τοιχώματα. Φοβόμουν καὶ φώναζα
μὰ δὲν μ’ ἄκουγε κανένας. Γονάτισα κι ἄρχισα νὰ προσεύχομαι.
Ἔνιωσα τότε τὶς σκιὲς νὰ πλησιάζουν, νὰ ἕρπουν σχεδὸν δίπλα
μου. Ἔπειτα ὁ νοῦς μου πλημμύρισε ἀπ’ τὶς γεύσεις ὅλων ἐκείνων
τῶν πραγμάτων ποὺ λαχτάρησα μὰ ποὺ δὲν εἶχα τολμήσει ποτὲ νὰ
ξεκινήσω στὴ ζωή μου, ἀπ’ τὶς γεύσεις ὅλων ἐκείνων ποὺ ἄρχισα
μὰ δὲν κατάφερα ποτέ μου νὰ τελειώσω. Γεύσεις ποὺ δάγκωναν
μὲ τὴν πίκρα τους καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω. Ὥσπου μιὰ βροχὴ ἀπὸ ξερὰ
φύλλα μὲ σκέπασαν. Κολύμπησα ἀνάμεσα στὰ φύλλα λὲς καὶ βρισκόμουνα
σὲ θάλασσα ὥσπου ἔφτασα στὸ χεῖλος καὶ ἔτσι ἐπιτέλους βγῆκα
ἀπ’ τὸ πηγάδι.
Πέρασε καιρὸς μὰ δὲ μποροῦσα
ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν αἴσθηση ποὺ μοῦ ’χε ἀφήσει τὸ ὄνειρο.
Πῆγα πάλι στὴ συναγωγὴ καὶ ξαναπερπάτησα στὴν πίσω αὐλὴ μὲ
τοὺς τάφους τῶν ραββίνων. Ὁ Μποζτζὶν ἦταν ξαπλωμένος στὴν ἄκρη
ἐκείνου τοῦ τάφου ποὺ εἶχα καθαρίσει ἀπ’ τὰ φύλλα καὶ γουργούριζε
εὐχαριστημένος. Ὁ τάφος ἦταν ἀκόμη καθαρός. Ἔσκυψα καὶ πῆρα
μὲ τὸ ἀριστερό μου χέρι μιὰ μικρὴ πέτρα ἀπὸ τὸ χῶμα. Τὴν ἀκούμπησα
ἐπάνω στὸν τάφο. Δὲν εἶχε σημασία πιὰ ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ διαβάσω
τὸ ὄνομα τοῦ νεκροῦ. Αὐτὴ ἡ μικρὴ πέτρα ἦταν στ’ ὄνομά του.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.
Ἰωάννα
Γαλανάκη (Χανιά). Σπούδασε Ἱστορία
καὶ Ἀρχαιολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ μὲ ὑποτροφίες
στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Durham (Ἀγγλία). Εἶναι ὑποψήφια διδάκτωρ
στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Leiden (Ὀλλανδία). Ποιήματά της ἔχουν
δημοσιευτεῖ στὴ Νέα
Εὐθύνη, ἐπίσης κείμενά της ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ
περιοδικό Monumenta,
στὸ μπλὸγκ Σταυροδρόμι
καὶ ἀλλοῦ. Πρῶτο της βιβλίο Ἀραδὴν (ποίηση,
Publibook 2010).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου