«…I FEEL GOOD…», ἕνα δυνατὸ οὐρλιαχτὸ ποὺ ἔκοψε τὸν χρόνο στὰ δυό, κι ὅλοι πεταχτήκαμε ὄρθιοι, τὸ χέρι στὸ στῆθος πρὸς τὸ μέρος τῆς καρδιᾶς. Ὁ Τζαίημς Μπράουν ἤτανε. Ἀπὸ ζευγάρια καὶ παρέες καὶ μεμονωμένοι ἄνθρωποι γίναμε ἕνα ‘ἐμεῖς’. Ἐμεῖς οἱ ἐκδρομεῖς, ἐμεῖς ἡ κρουαζιέρα γιὰ τὴ Γραμβούσα καὶ τὸν Μπάλο ποὺ ψιλοκουβεντιάζαμε χαλαρωμένοι περιμένοντας νὰ ξεκινήσουμε μέχρι πού. Οὔφ, χαμογελάσαμε καθησυχασμένοι ‘ἐμεῖς’, ρίχνοντας μιὰ ματιὰ ἕνα γύρω, στοὺς ἄλλους παθόντες. Κορίτσια κι ἀγόρια, ζευγάρια, παρέες, μοναχικοὶ λιγότερο, μόλις εἴχαμε κολυμπήσει ὣς τὸ καράβι μας μετὰ τὶς βόλτες στοὺς δυὸ μοναδικοὺς προορισμούς, φωτογενεῖς σίγουρα, ρηχὲς λιμνοθάλασσες μὲ μεγάλες κρυμμένες κοτρόνες βαθύτερα, καὶ λάβαμε θέσεις ὕστερα γιὰ τὴν ἐπιστροφή.
Ὅλο κι ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ σκάλα ἀστραφτερὰ μπικίνι , κοριτσομάνι καὶ ζευγάρια κάνοντας ἀκόμα μιὰ βουτιὰ καὶ φωτογραφίες καὶ σέλφι καὶ πάλι στὸν βατήρα, φωτογραφίες καὶ βουτιὲς καὶ σέλφι – ἐξαργυρώνοντας τὴν ὀλιγόλεπτη διασημότητα ποὺ εἶχε διεκδικήσει γιὰ τοὺς ἄσημους ὁ Ἄντυ Γουῶρχολ.
Αὔγουστος. Διακοπές. Εἴχανε σχεδιάσει ἐπὶ χάρτου διαδρομὲς καὶ ταξίδια μὲς στὸ ταξίδι, καὶ τὶς πραγματοποιοῦσαν κατὰ λέξη μετά. Ξενοδοχεῖο στὸ παλιὸ λιμάνι στὰ Χανιὰ κι ἀπὸ κεῖ διαδρομὲς διάφορες στὴ Χαλέπα, στὸ Ἀκρωτήρι γιὰ τοὺς τάφους τῶν Βενιζέλων ὅσο ρόδιζε τὸ ἡλιοβασίλεμα, στὸν Βάμο, στὴ Φαλάσαρνα, στὸν Ὁμαλό, στὴν Κάντανο καὶ τώρα νά ποὺ ἡ κρουαζιέρα τους εἶχε λάβει τέλος. Ἡ λιμνοθάλασσα τοῦ Μπάλου μὲ τὰ σμαραγδένια νερὰ καὶ τὴ λευκὴ ἄμμο τῆς εἶχε κοστίσει μιὰ ἄγαρμπη γλίστρα στὴ σκάλα τοῦ πλοίου καὶ ἕνα χτύπημα στὸ μικρὸ δαχτυλάκι τοῦ ποδιοῦ ποὺ τὴν πονοῦσε καὶ τὴν ἔσφαζε ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα. Αὔριο θὰ πήγαιναν στὸ Ἐλαφονήσι, ἄλλη περιπέτεια τοὺς περίμενε κι ἐκεῖ, μὲ τὶς ρόδινες λιμνοθάλασσες ποὺ σύστηναν μὲ πάθος οἱ τουριστικοὶ ὁδηγοί. Καὶ ταβερνάκια, βόλτες, ἐκδρομές, θάλασσες κι ἱστορίες στὴν πόλη μέχρι τὸ τέλος, ποὺ θὰ ἔπαιρναν τὸ πλοῖο τοῦ γυρισμοῦ γιὰ τὸν Πειραιά. Χρόνια ταξιδεύουν μαζὶ παρέα τὰ τρία ζευγάρια. Ἔχουν μάθει νὰ ὑποχωροῦν, νὰ χαμογελοῦν, νὰ ἀντέχουν στραβομουτσουνιάζοντας ἀστεῖα τὶς ἰδιοτροπίες —ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ—ποὺ μὲ τὰ χρόνια γιγαντώνονται. Ἡ Λυδία, ποὺ ἐννοεῖ πάντοτε νὰ ἀλλάζουν θέση δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς στὸ ταβερνάκι, στὴν παραλία, στὸ καφενεῖο, μέχρι νὰ πετύχουν τὴν πιὸ καλὴ θέα, τὸ πιὸ δροσερὸ τραπέζι. Ἡ Ἰφιγένεια, ποὺ ἐπιμένει φορτικὰ νὰ γίνονται δεκτὲς οἱ προτάσεις της, δὲν θὰ πήγαιναν καὶ στὸ καινούργιο μουσεῖο τῆς Ἐλεύθερνας; Δὲν θὰ ἐπισκέπτονταν ἴσως καὶ τὴ Μηλιά; Τῆς εἶχαν πεῖ ὅτι θὰ ἔβρισκαν ἐκεῖ ἕνα μοναδικὸ ὀρεινὸ χωριὸ μὲ οἰκολογικὴ συνείδηση – νὰ φανταστεῖς ὅτι δὲν εἶχαν οὔτε φῶς οὔτε νερό. Ἔ, καὶ εἶχαν φτάσει ἀσθμαίνοντες, κατασκονισμένοι ἀπ’ τὸν χωματόδρομο καὶ βρῆκαν ἁπλῶς ἕναν πλήρως ἐξοπλισμένο τουριστικὸ οἰκισμό. Ὁ Λευτέρης πάλι, τῆς Ἰφιγένειας, ἐννοεῖ νὰ κολυμπήσει, ἀνεξαρτήτως προγράμματος, σὲ κάθε παραλία ποὺ συναντοῦν, ἐνῶ ὁ Παναγιώτης, ὁ δικός της, ἔχει ἀλλάξει κανὰ δυὸ φορὲς —μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες— τὸ σχέδιο πλεύσης, προκειμένου νὰ ἀπολαύσουν ἕνα οὐζάκι στὴν πράσινη αὐλὴ τοῦ βαθύσκιωτου καφενέ, στὸ Γαβαλοχώρι γιὰ παράδειγμα, ἄκυρο τὸ μπάνιο ποὺ ἦταν στὸ πρόγραμμα. Ἀδιέξοδο. Ἀλλά, περιέργως, οἱ ἄντρες χαίρουν μᾶλλον ἀσυλίας, καὶ οἱ δικές τους παραξενιὲς δὲν καταμετροῦνται ὡς τέτοιες, κι ὅλο καὶ βγαίνουν ἀλώβητοι ἀπὸ πρωτοβουλίες ἀνήκουστες γιὰ κεῖνες. Θὰ μποροῦσαν, βέβαια, νὰ συμμαχήσουν συμμετρικά, οἱ γυναῖκες μεταξύ τους, χρόνια φίλες ἐξ ἄλλου καὶ συμφοιτήτριες παλιότερα, ἀπὸ κεῖνες ἔχει δέσει καὶ ἡ φιλία τῶν ἀντρῶν τους καὶ κρατάει γερά, ἀλλὰ νὰ ποὺ συχνὰ προτιμοῦν συμβατικὰ τὴν ἀνίερη συμμαχία τοῦ ζευγαριοῦ. Ἀπαράδεκτο. Καὶ πάλι ἀναπολοῦν τὶς περσινὲς διακοπὲς —σὲ ποιό νησί;— καὶ τὶς προπέρσινες, προσπαθοῦν νὰ θυμηθοῦν συνεταιρικὰ —προϊούσης τῆς ἡλικίας ἡ μνήμη τους ὀπισθοχωρεῖ— χρονιὲς καὶ τοπωνύμια, παλιά τους κατορθώματα, καὶ ἀνέκδοτα καὶ τραγούδια καὶ ἡμερομηνίες, καὶ δίνουν τόπο στὴν ὀργὴ καὶ ἀνέχονται τὸν ἄλλο, ποὺ ποιός εἶναι στὸ κάτω-κάτω, ὁ στενός τους φίλος εἶναι, ἡ καλή τους φίλη ποὺ δοκιμάζει βέβαια τὰ ὅριά τους. Ἂν ἦταν οἱ δυό τους μὲ τὸ θεσμικό τους ταίρι, θὰ εἶχαν σκυλοκαβγαδίσει τοῦ καλοῦ καιροῦ. Τώρα, μόνο κανένας ἀναστεναγμὸς καὶ συνωμοτικὰ βλέμματα αὐτολύπησης. Τί νὰ γίνει, θὰ περάσουν οἱ μέρες, θὰ ὁλοκληρωθοῦν τὰ προγράμματά τους, θὰ μποῦν στὸ πλοῖο —στὸν Κύδωνα ἢ στὸ Μάτζικ Λάιφ— καὶ θὰ γυρίσουν στριμωγμένοι στὴν κοινή τους μεγάλη σακαράκα μὲ ὑπερδιπλάσια τὰ μπαγκάζια στὸν γυρισμό, ἀπὸ δῶρα καὶ ἀγορές, θὰ περάσουν τὶς φωτογραφίες στὸ κομπιοῦτερ, μαυρισμένοι, δυὸ κιλὰ βαρύτεροι, ἕτοιμοι νὰ ἀπαντήσουν χαμογελώντας στὴν ἐπίμαχη ἐρώτηση, ναί, ὀνειρεμένα πέρασαν καὶ φέτος. Καὶ τοῦ χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου