Ο ΠΑΠΠΟΥΣ καὶ ἡ γιαγιὰ ἔμεναν στὸ Κουκάκι.
Ὅταν τὰ παιδιά τους παντρεύτηκαν καὶ χήρεψε ἡ γιαγιὰ Ἑλένη χώρισε
τὸ σπίτι σὲ τρία διαμερίσματα. Τὰ δύο τὰ νοίκιασε καὶ κράτησε
γιὰ κατοικία τὰ τρία μεγαλύτερα δωμάτια καὶ τὴν τεράστια
κουζίνα ποὺ μύριζε γκάζι. Τὸ πιὸ μοντέρνο πράγμα στὸ σπίτι ἦταν
τὸ πατζούρι τῆς γιαγιᾶς τὸ ὁποῖο ἀνεβοκατέβαινε πατώντας ἕνα
κουμπὶ ποὺ βρισκόταν δίπλα ἀπὸ τὸ κρεβάτι της ἐπίσης, καινούργιο
ἦταν τὸ ψυγεῖο. Ἀργότερα, προστέθηκε καὶ μιὰ τηλεόραση. Γιὰ
μᾶς τὰ παιδιά, ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ σπιτιοῦ ἀνέδυε σοβαρότητα
καὶ μαγεία. Ὑπῆρχαν παλιά, καλοδουλεμένα ἔπιπλα καὶ ξενόφερτα
ἀντικείμενα. Θυμᾶμαι ὑπέροχα φωτιστικά.
Στὶς κρεβατοκάμαρες
ἦταν ἀπὸ ὀπαλίνα φουρφουρένια στὸ τελείωμα ἢ φτιαγμένα ἀπὸ
κρεμαστὰ γυάλινα λεπτὰ σωληνάκια ἄνισα, ὥστε νὰ καταλήγουν,
βοηθούμενα ἀπὸ χρωματιστὲς χάντρες, σὲ σχέδια ζὶγκ-ζάκ. Θυμᾶμαι
τὸ λαβομάνο πάνω σ’ ἕνα ἔπιπλο μὲ μάρμαρο ἄσπρο, στὴ κρεβατοκάμαρα
τῆς γιαγιᾶς. Τὸ μπρούτζινο κρεβάτι της μὲ τὴ διακοσμητικὴ φιλντισένια
ροζέτα, ποὺ πολὺ θὰ τὴν ἤθελα. Ἕναν πελαργὸ ζωγραφισμένο σὲ
βάζο. Μιὰ γυάλινη σφαίρα ποὺ ὅταν τὴν ἀναποδογύριζες στιγμιαῖα,
χιόνιζε στὸ τοπίο ποὺ ἀπεικονίζονταν μέσα της. Ἕνα μεγάλο
καύκαλο κάβουρα μὲ κάποιον ἅγιο ζωγραφισμένο στὴν ἐσωτερική
του μεριά, στὸ εἰκονοστάσι. Τὸ ψηλὸ ρολόι στὸ σαλόνι, ποὺ φοβόμουν
μήπως χτυπήσει τὴν ὥρα καὶ τρομάξω ἢ μήπως κρύβεται κάποιος
μέσα του. Μιὰ ὡραία παλιὰ ξυλόσομπα ἀπὸ μαντέμι καὶ πλακάκια
σμαλτωμένα μὲ ὑπέροχα χρώματα καὶ ἀνάγλυφα σχέδια ἂρ-νουβώ.
Μπορντὸ τραπεζομάντηλα κεντημένα μὲ χρυσοκλωστὴ σὲ φουσκωτά,
ἀνάγλυφα φυτικὰ μοτίβα. Μὲ ἐντυπωσίαζαν οἱ φεγγίτες στὶς
πόρτες καὶ στὰ παράθυρα. Ἀκόμα τοὺς νοσταλγῶ, εἰδικὰ τὸν χειμώνα
ποὺ ἀνοίγω τὶς μπαλκονόπορτες γιὰ ν’ ἀερίσω τὰ δωμάτια καὶ ὁ
ἄνεμος κάνει τὰ ἀντικείμενα νὰ κινδυνεύουν νὰ πέσουν κι ἐμᾶς
νὰ πάθουμε πνευμονία… Στὴν κουζίνα ὑπῆρχε μιὰ ξύλινη σκάλα.
Ὅταν μαζευόμαστε καὶ τὰ ὀχτὼ ἐγγόνια, παίζαμε στὰ σκαλοπάτια
της τὰ «ἀγάλματα». Στὴν κουπαστή της κάναμε τσουλήθρα. Στὸ τέρμα
της ὑπῆρχε τὸ μαγικότερο μέρος τοῦ σπιτιοῦ, μιὰ μικρούλα ἀποθήκη,
στὴν ὁποία ἀπαγορευόταν νὰ μποῦμε τὰ παιδιά. Μαζευόμαστε
στὴν κορφὴ τῆς σκάλας καὶ μέσα ἀπὸ τὸ παραθυράκι τῆς πόρτας,
προσπαθούσαμε ἀπεγνωσμένα νὰ διακρίνουμε κάτι. Μία ξαδέρφη
μας κοκορευόταν πὼς εἶχε μπεῖ μέσα. Ἀλλὰ δὲν τὴν πολυπιστεύαμε,
γιατὶ ὅταν τὴ ρωτούσαμε τί ὑπῆρχε ἐκεῖ, μᾶς ἀπαντοῦσε «παλιὰ
πράγματα». Μιὰ φορὰ μπῆκα κ’ ἐγὼ στὴν ἀποθηκούλα. Μὲ βάλανε
γιὰ λίγο καὶ ἀμέσως, μὲ βγάλανε ἔξω. Δὲν πρόλαβα ν’ ἀνοίξω οὔτε
μιὰ χαρτόκουτα. Δὲν εἶδα οὔτε, βέβαια, ἀποκόμισα κανένα θησαυρό.
Δὲν πρόλαβα ν’ ἀποκτήσω οὔτε ἕνα κρυσταλλάκι παλαιοῦ πολυελαίου
καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἀποθήκης δὲν λύθηκε. Ἴσως γι’ αὐτὸ μ’ ἀρέσει
τώρα νὰ τριγυρνάω στὸ Μοναστηράκι καὶ νὰ ψαχουλεύω στὰ παλιὰ
ἔπιπλα καὶ ἀντικείμενα. Οἱ φίλοι μου ἀποροῦν γιατί, ἀφοῦ δὲν
ἔχουμε ἐλλείψεις, τὸ ἐπισκέπτομαι. Οἱ κακοπροαίρετοι ἄδικα
προσπάθησαν νὰ ἐντοπίσουν κάποια κτητικὴ μανία. Κι ἐγώ,
μπορεῖ νὰ λέω ψέματα στὸν ἑαυτό μου πὼς μοῦ ἀρέσει, στὸ Γιουσουρούμ,
ἡ σουρεαλιστική του ἀτμόσφαιρα καὶ τ’ ἀντικείμενα ποὺ ἔχουν
«ζήσει». Πὼς μοῦ ἀρέσει τὰ ἀσήμαντα ἢ σπασμένα νὰ γειτνιάζουν
μὲ αὐτὰ ποὺ θεωροῦμε ὡραῖα καὶ σπουδαῖα. Μπορεῖ νὰ λέω ψέματα
πὼς μοῦ ἀρέσει νὰ βρίσκομαι στὸν δρόμο ποὺ περνᾶ στὸ πλάι τοῦ Θησείου,
γιατὶ κοιτώντας τὴν στοὰ τοῦ Ἀττάλου, τὴν Ἀκρόπολη, τὸ ναὸ τοῦ
Ἡφαίστου, τὰ νεοκλασικὰ καὶ τὸ τρένο ποὺ περνᾶ, νοιώθω πὼς
μπαίνω σὲ πίνακα τοῦ Ντὲ Κίρικο. Μὲ ἀπωθημένο τὴν ἀποθήκη τῆς
γιαγιᾶς, μπορεῖ ὅλ’ αὐτὰ ν’ ἀναιροῦνται.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἕλενα
Στριγγάρη (Ἀθήνα, 1950). Παρακολούθησε
μαθήματα στὴ σχολὴ Βακαλὸ μὲ καθηγητὲς τὸν Παναγιώτη Τέτση
τὴν Ἑλένη Βακαλὸ κ.ἄ. Στὴν περίοδο 1971-1974 συνεργάστηκε μὲ
τὸ Καλλιτεχνικὸ Πνευματικὸ Κέντρο «Ὥρα» στὴν ἐτήσια ἔκδοση
Χρονικό. Δημοσίευσε
τὶς ποιητικὲς συλλογὲς Ὑπὸ
τὸ φῶς τῶν προβολέων (1970), Ἀκάλυπτος Χῶρος (1974) καὶ Ἐν πλῷ καὶ ἀκυβέρνητα (2009).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου