Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

Larry Cool: «Οι εκδότες ας πάρουν τ’ αρίδια μου…» / Συνέντευξη


 Συνέντευξη στον Γιώργο Κόκκινο
13/9/2018
Larry Cool: «Οι εκδότες ας πάρουν τ’ αρχίδια μου...» / Συνέντευξη



Φιλοξενούμενος σήμερα στον Γιώργο Κόκκινο και το eBooks4Greeks είναι ο ποιητής Larry Cool.

Το «Larry Cool» είναι ψευδώνυμο συνταξιούχου πυροτεχνουργού της αστυνομίας ο οποίος επί 35 χρόνια εξουδετέρωνε τις βόμβες που έβαζαν αναρχικοί. Όταν ο Larry είδε την σύνταξή του να μειώνεται στα 400 ευρώ, εξοργίστηκε τόσο που προσχώρησε στο στρατόπεδο των αντιπάλων του. Μετά από πολλά πειράματα ανακάλυψε ένα νέο είδος πανίσχυρης εκρηκτικής ύλης –την ύλη των ιδεών– την οποία προσφέρει στα ανύποπτα θύματά του σε περιτύλιγμα ποιήματος. Έτσι, οι συντηρητικές αντιλήψεις των αναγνωστών που διαβάζουν τις ύπουλες νάρκες-ποιήματα, ανατινάζονται στον αέρα αφήνοντας ελεύθερο χώρο για καινούργιες, επαναστατικές ιδέες.

Εργογραφία: «Αστρικές Συνουσίες», συλλογή 6 νουβελών, Modern Times, 2000. «Τον Κανένα θα τον Φάω Τελευταίο», μυθιστόρημα, Τυφλόμυγα-Αμόνι, 2006. «Fortune Cookies», συμμετοχή με μια νουβέλα σε συλλογή, Αμόνι 2007. «Άγγελοι Καρφώνονται με το Κεφάλι στην Άσφαλτο», μυθιστόρημα, διαδικτυακή έκδοση 2010. «Με Χίλια Μάτια θα σε δω, με Χίλια Στόματα θα σε Καταβροχθίσω», μυθιστόρημα, Τυφλόμυγα 2018. «100 Ποιήματα», διαδικτυακή έκδοση 2014.




― Αγαπητέ Larry, σε γνώρισα πολλά χρόνια πριν μέσα από τα ποιήματά σου που κατά καιρούς έκανες γνωστά στο διαδίκτυο ως διαδικτυακός ποιητής (άλλωστε έτσι σε γνωρίσαμε οι περισσότεροι) και πρωτοτύπησες κυρίως γιατί κράτησες μια καθαρά προσωπική γραφή – σαν ένα ιδίωμα – που μόνο ο Larry Cool θα μπορούσε να εφεύρει, έπειτα και από τη μάσκα οξυγονοκόλλησης που κάλυπτε μέχρι σήμερα το πρόσωπό σου. Θέλω λοιπόν να σε ρωτήσω, πως προέκυψε καταρχήν η ανάγκη να εκφραστείς μέσα από το διαδίκτυο πρωτίστως, γράφοντας ποιήματα.

Πήγα τα ποιήματά μου σε μερικούς εκδότες. Ούτε που τα κοίταξαν. Αν τους έδινα μερικά χιλιάρικα σίγουρα θα τα εξέδιδαν. Ένα μεσημέρι θυμάμαι μπήκα στον ‘ Ίκαρο.’ Με κοίταξαν υποτιμητικά σε στυλ, «εμείς κύριε εκδίδουμε Σεφέρη και Ελύτη· τί θέλετε εσείς εδώ…» Χέστηκα· ο Σεφέρης κι ο Ελύτης είναι υπερτιμημένοι επειδή τα Νόμπελ τονώνουν το εθνικό αίσθημα των ταπεινωμένων Ελλήνων. Ευτυχώς που ο Τιμ Μπέρνερς δημιούργησε το διαδίκτυο. Του ’χω κάνει εικόνισμα. Το δίκτυο είναι δωρεάν, άμεσα προσβάσιμο στον καθένα, ιδανικό μέσο για δημοσίευση ποιημάτων, κι έχω και προσωπικό διάλογο με τους αναγνώστες μου. Οι εκδότες ας πάρουν τ’ αρχίδια μου…






― Πώς δημιουργήθηκε η ανάγκη για την επιλογή ως προς το ψευδώνυμο Larry Cool με το οποίο μας συστήθηκες;

Όταν άρχισα να γράφω αυτά τα «ακατανόμαστα» ποιήματα και πεζά, ήμουν υποδιευθυντής σ’ ένα λύκειο. Φαντάζεστε τί θα κάνανε οι μαθητές αν ξέρανε αυτά που γράφω; Οι γονείς θα με κατηγορούσαν για σάτυρο κι επικίνδυνο για τα παιδιά τους και το υπουργείο θα με απέλυε. Είχα και δυο μικρά παιδιά που θα ΄ταν εκτεθειμένα στις κακόβουλες επιθέσεις των συμμαθητών τους. Έπρεπε λοιπόν να προστατέψω τα παιδιά μου και τη δουλειά μου και γι’ αυτό επέλεξα να έχω ψευδώνυμο και φόρεσα μάσκα. Τώρα που τα παιδιά μου μεγάλωσαν κι έφυγα απ’ την Ελλάδα έβγαλα τη μάσκα.



«…Έπρεπε λοιπόν να προστατέψω τα παιδιά μου και τη
δουλειά μου
και γι’ αυτό επέλεξα να έχω ψευδώνυμο και φόρεσα μάσκα..…»



― Γνωρίζω ότι τα ποιήματά σου τελικά δεν κυκλοφόρησαν σε βιβλίο (ή κάνω λάθος), παρά μαζεύτηκαν σε ένα ψηφιακό αρχείο και τα κατέθεσες προς ανάγνωση στους επόμενους. Πώς και δεν ευοδώθηκε κάποιου είδους συνεργασία γύρω από την ποίηση και γιατί; Αντιθέτως κυκλοφόρησαν βιβλία με πεζά σου κείμενα μεταγενέστερα.

Υπήρξε μια συνεργασία… Θα σου πω την ιστορία: Ένα βράδυ ήρθε στην Ασκληπιού όπου έμενα, ο Bilos που έχει τον «Κακό Βήχα». Του ’κανα μπιφτέκια, πατάτες τηγανητές, κι εκεί που τρώγαμε και πίναμε καλό κρασί μου λέει:

«Μου δίνεις τα ποιήματά σου να στα βγάλω;»
«Καν’ τα ό,τι θες,» του λέω. Την άλλη μέρα του τυπώνω 100 ποιήματα και του τα δίνω.
«Είναι πολλά» μου λέει σκεφτικός· «κανείς δεν κάθεται να διαβάσει 100 ποιήματα»
Παίρνω τις μισές σελίδες, χρατς! τις σχίζω. «Ορίστε 50. Είναι καλά τώρα;»

Περνά καιρός, τον πετυχαίνω μετά από μήνες.
«Τί γίνονται ΄κείνα τα ποιήματα, ρε Bilo,» τον ρωτώ.
«Δεν έχω μία. Μου δίνεις ένα πενηντάρικο ν’ αγοράσω χαρτί;»
«Ρε μαλάκα,» του λέω, «αφού ξέρεις ότι δεν πληρώνω για να μου εκδώσουν ποιήματα· για ψώνιο με πέρασες;»

Τέλος πάντων του ’δωσα 50 ευρώ γιατί δεν ήταν πολλά και γιατί ο Bilos είναι καλό παλληκάρι. Περνάνε πάλι κάτι μήνες. Πηγαίνοντας μια μέρα στο μαγαζί του Gus στην Αραχώβης, βλέπω τον Bilo με πεντ’ έξι άλλους χαλασμένους στο πατάρι.

«Τί κάνετε εκεί πάνω ρε;»
«Ρε μαλάκα έλα πάνω να βοηθήσεις. Το βιβλίο σου φτιάχνουμε. Για σένα δουλεύουμε κι εσύ κάθεσαι.» Τέτοιος παραλογισμός.

Τέλος πάντων ο Bilos όπως είπα, είναι καλό παλληκάρι και τον αγαπώ κι αν μου ζητήσει κι άλλα ποιήματα θα του δώσω. Κάθισα λοιπόν στο πατάρι κι έγραψα έναν πρόλογο για την έκδοση, μια ψευδο-νεκρολογία, ότι τάχατες ο Larry πέθανε από εγκεφαλικό μιαν ανοιξιάτικη νύχτα που το άρωμα των νεραντζιών έμπαινε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του νοσοκομείου, και ότι ο φίλος του ο Bilos πήγε σπίτι του Larry και συγκέντρωσε ό,τι ποιήματα βρήκε στα συρτάρια και τα εξέδωσε σ’ αυτή τη μικρή συλλογή εις μνήμη του. Και την άλλη μέρα ερχόταν διάφοροι τύποι και ρωτούσαν έκπληκτοι, «ρε συ, πέθανε ο Larry;!» Κι εγώ έσκασα μύτη μετά από μερικές μέρες κι έγινε της πουτάνας…









― Έχοντας διαβάσει το βιβλίο σου «Αστρικές Συνουσίες» και έχοντας κατά καιρούς μελετήσει διαδικτυακά το πρόσφατο εκδοτικό εγχείρημά σου «Με χίλια μάτια θα σε δω» όπου διαφαίνεται και η πλέον ώριμη ματιά του Larry Cool μέσα στον λογοτεχνικό κόσμο, προσωπικά σε κατατάσσω σε μια ανεξάρτητη LarryCoolίστικη κατηγορία, εξαιτίας της προσωπικής σου γραφής. Κατατάσσεις τον εαυτό σου σε κάποια λογοτεχνική κατηγορία; Νιώθεις ποιητής, λογοτέχνης ή απλά συγγραφέας; Πιστεύεις ότι εντάσσεσαι σε μια ανεξάρτητη κατηγορία ενός συγγραφέα που αποσκοπεί σε τι τελικά; Τι επιχειρείς να μας πεις εν κατακλείδι μέσα από τα κείμενά σου;

Καλλιτέχνης είναι αυτός που έχει βρει το προσωπικό του ύφος, τη φωνή του. Από ένα και μόνο πλάνο του Ταρκόφσκι μπορείς να καταλάβεις ότι αυτή η ταινία είναι «Ταρκόφσκι». Πόσοι το ’χουν καταφέρει αυτό; Τα γραπτά μου είναι χαρακτηριστικά γιατί έχω σκάψει ένα εσωτερικό πηγάδι και βρήκα νερό που έχει μια ιδιαίτερη γεύση. Αν ανήκω σε κάποια κατηγορία; Είμαι ιδρυτής και μοναδικό μέλος (δεν βρήκα την απήχηση που περίμενα) του κινήματος του «Ονειρισμού». Ονειριστής δεν είναι εκείνος που ψωλαρμενίζει και «ξεχνιέται μ’ ένα βιβλίο». Ονειριστής είναι αυτός που αντιλαμβάνεται ότι ουσία του κόσμου είναι το όνειρο. Χαρακτηριστικό του ονείρου είναι ότι παρουσιάζεται στον κοιμισμένο σαν πραγματικότητα. Ονειριστής είναι εκείνος ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι αυτό που βλέπει είναι όνειρο και περιγράφει τον κόσμο σαν τέτοιο. Τί επιχειρώ να πω; Επιχειρώ –έστω κι αν είμαι καταδικασμένος σε αποτυχία– να πάω πριν από τον ποιητικό ή πεζό λόγο, πολύ πιο πριν απ’ τη φιλοσοφία και τη θρησκεία, πέρα από την κωμωδία και την τραγωδία, να κραυγάσω την άηχη, πρωταρχική κραυγή από την οποία ξεπηδούν όλα τα είδη του λόγου.



«…Τα γραπτά μου είναι χαρακτηριστικά γιατί έχω σκάψει ένα εσωτερικό πηγάδι
και βρήκα νερό που έχει μια ιδιαίτερη γεύση
.…»



― Σήμερα υπάρχει λογοτεχνία και κατ΄ επέκταση ποίηση, Larry; Κι αν ναι, πού μπορεί κανείς να την αντλήσει και να την διαβάσει; Υπάρχουν ποιητές;

Ας δούμε καθαρά την κατάστασή μας. Έχουμε μπει πια σ’ έναν νέο Μεσαίωνα. Ζούμε σε μια βάρβαρη εποχή που δεν έχει μουσική. Η μουσική έχει πεθάνει· είναι ανίκανη να βγάλει μια μελωδία. Η «μουσική» στους καιρούς μας μας είναι, είτε ένας μηχανοποιημένος θόρυβος για αυτιστικά ανδροειδή, είτε νιαουρίσματα· οι managers την έχουν στραγγαλίσει. Κινηματογράφος δεν υπάρχει. Υπάρχουν κάτι ταινιούλες που το επόμενο πρωί δεν θυμάσαι τι είδες. Τα εικαστικά, μια απέραντη ανιαρή έρημος. Τα ελέγχουν οι γκαλερίστες κι οι συλλέκτες. Ζω στο Λονδίνο σε μια από τις μητροπόλεις του κόσμου. Το City είναι παγκόσμιας οικονομικής εμβέλειας ενώ η τέχνη είναι σε επαρχιακό επίπεδο. Η διαφορά είναι δυσθεώρητη. Σπόνσορες της Tate Modern είναι η BP και οι τράπεζες. Οι ατζέντηδες λογοτεχνίας κάνουν «τικ» σε κουτάκια για να δουν αν ένα βιβλίο πληροί τις προϋποθέσεις για έκδοση. Κομπάζουν ότι μέσα σε δυο λεπτά μπορούν να κρίνουν ένα βιβλίο. Χώνουν την τέχνη σε μικρά κουτάκια του μυαλού τους. Αν είναι δυνατόν! Μιλάμε για απειρομεγέθη βλακεία. Αλλ’ όμως, ναι! Σε πείσμα των καιρών, ναι, υπάρχουν ποιητές! Τους συναντώ στο internet. Είναι κάτι παράξενα κι επίμονα πλάσματα που δεν καταλαβαίνουν από εξουσίες και μαλακίες και κάνουν το θαύμα όταν όλοι οι άλλοι έχουν παραιτηθεί απ’ αυτό. Τους σκοτώνουν κι αυτοί συνεχίζουν να γράφουν. Γράφουν το μέγα έπος της «Ζομπιάδας».



«…Σε πείσμα των καιρών, ναι, υπάρχουν ποιητές!
Τους συναντώ στο internet. Είναι κάτι παράξενα κι
επίμονα πλάσματα που δεν καταλαβαίνουν από εξουσίες
.…»



― Πώς είναι ο κόσμος των εκδόσεων σε γενικές γραμμές, καλός ή κακός; Τα βιβλία σου εκδόθηκαν εύκολα ή κατ΄ ανάγκη κυνήγησες ευκαιρίες ώστε να τυπωθείς; Μίλησέ μας λίγο για την εκδοτική εμπειρία, αλλά και πως προέκυψε το πρόσφατο εκδοτικό σου εγχείρημα.

Θα σου πω πώς εκδόθηκε ο «Κανένας»… Τον είχα πάει σε καμιά 20σαριά εκδότες. Μια μέρα τον πήγα και στον Λιβάνη. Ο «Κανένας…» είναι γραμμένος σε καθαρεύουσα. Μια κυρία με γυαλιά φυλλομετράει το δακτυλόγραφο και μου λέει με αφ’ υψηλού ύφος:

«Δεν γράφουμε πια σ’ αυτή τη γλώσσα, κύριε!», «Μπα, δεν τό ’ξερα! Από πότε;» λέω παριστάνοντας τον έκπληκτο. Το βιβλίο μου έμεινε στο ράφι. Περνούν μήνες, μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνο: «Μ’ αρέσει το βιβλίο σου και θα στο βγάλω» «ποιος είναι;» ρωτώ «Aris Velouchiwtis,» λέει η φωνή. «Καλά,» του λέω, «βγαλ’ το.» Περνούν κάτι μήνες, ξέχασα το περιστατικό, ντριίν! το τηλέφωνο: «Aris Velouchiwtis εδώ, έλα γωνία Ιπποκράτους κι Αραχώβης στο υπόγειο. Θα βγάλουμε το βιβλίο σου.» Από μέσα μου σκεφτόμουν: «ρε μπας κι είναι τίποτα κωλομπαράδες και θέλουν με γαμήσουν;» Πήρα το ρίσκο και πήγα. Ήταν ένα υπόγειο-αποθήκη με σωλήνες αποχετεύσεων απ’ όπου ακούγονταν τα νερά απ’ τα καζανάκια που παρέσερναν τα σκατά. «Aris Velouchiwtis,» μου συστήνεται ένας ψηλός, γεροδεμένος τύπος, «Gus» μου συστήνεται ο άλλος, ο πιο κοντός· «εμείς θα σου βγάλουμε το βιβλίο.» Κρύο, Φλεβάρης μήνας κι οι τρεις με μπουφάν, όρθιοι, ούτε καρέκλες δεν είχε. «Αλλά δεν μ’ αρέσει ο τίτλος,» λέει ο Gus –είχα άλλον τίτλο τότε· δεν θυμάμαι ποιον. Κάνει έτσι, πιάνει μια Οδύσσεια, την ανοίγει στην τύχη και διαβάζει τον πρώτο στίχο που πέφτει το μάτι του: «τον Κανένα θα τον φάω τελευταίο… Αυτός είναι ο τίτλος!» λέει ενθουσιασμένος· «ωραία» λέω· «θα υπογράψουμε συμβόλαιο;» «τί συμβόλαια και μαλακίες· πάω να φέρω μπύρες απ’ το περίπτερο να το γιορτάσουμε.» Επιστρέφει με τρεις παγωμένες μπύρες, κρύο, Φλεβάρης μήνας και πίναμε όρθιοι στο υπόγειο που έπεφταν τα σκατά. «Εγώ παιδιά, δεν έχω λεφτά,» λέει ο Velouchiwtis. «Θα πάω στη Δανία, σ’ έναν γνωστό μου εργολάβο να δουλέψω και θα στείλω τα λεφτά. Εσείς ξεκινήστε την έκδοση.» Ξεκινά ο Gus, κανένα νέο απ’ τον Velouchiwti. Όπως εκ των υστέρων μάθαμε, ο εργολάβος τον είχε πιάσει με τη γυναίκα του και τον έδιωξε. Κι ο Velouchiwtis με τα λεφτά που είχε πάρει, έκανε tour Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο και περνούσε μια χαρά… Τελικά ο «Κανένας…» βγήκε.



― Μεταγενέστερα τι άλλο μπορούμε να περιμένουμε να δούμε από τον Larry Cool στα γράμματα. Τι μας επιφυλάσσεις για το άμεσο μέλλον;

Πώς να ξέρω, ρε Γιώργο; Εδώ δεν ξέρουμε τί μας ξημερώνει αύριο! Αυτό που επωάζεται στη μήτρα του μέλλοντος είναι άγνωστο…

ΠΗΓΗ  ebooks4Greeks 


ΠΗΓΗ  ebooksforgreeks

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου