«ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟΣ εἶσαι;» ρώτησα.
«Ὄχι», εἶπε. «Εἶμαι κοριτσάκι. Ποῦ χάθηκες τώρα τελευταῖα,
Κύριε;»
Στεκόμουν στὸ τμῆμα λογοτεχνίας τῆς δημοτικῆς βιβλιοθήκης
καὶ διάβαζα ἕνα βιβλίο τοῦ Γουότσον Τ. Σμὶθ Μπράουνλι στὸ ὁποῖο
διατύπωνε, μὲ ἀπολύτως λογικὸ τρόπο, τὴν ἰδέα ὅτι ὅλοι
οἱ συγγραφεῖς καὶ ποιητὲς θὰ ἔπρεπε νὰ σταματήσουν νὰ γράφουν
κι ἀντὶ γι’ αὐτὸ νὰ ἐπιδοθοῦν στὸ χτίσιμο μὲ τοῦβλα. Ἤμουν
πάρα πολὺ ἀπορροφημένος ἀπὸ τὸ βιβλίο, τὴν ὥρα ποὺ κάποιος
ἄρχισε νὰ μοῦ χτυπᾶ ἐλαφρά το πόδι. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐνῶ
διάβαζα κάποιο βιβλίο στὴ βιβλιοθήκη κάποιος μοῦ χτυποῦσε
τὸ πόδι. Ἤμουν περίεργος νὰ δῶ τί συμβαίνει. Κοίταξα πρὸς τὰ
κάτω καὶ εἶδα ἕνα κοριτσάκι μὲ ξανθὰ μαλλιά, πράσινο φόρεμα
καὶ μπλὲ μάτια νὰ χτυπᾶ ἐλαφρά το πόδι μου μὲ τὸν δείκτη τοῦ χεριοῦ
του.
«Ποῦ ’ναι ἡ μητέρα σου, κοριτσάκι;» ρώτησα.
«Γιὰ ψώνια», ἀπάντησε.
«Κι ἐσὺ τί κάνεις ἐδῶ;» εἶπα. «Καὶ σταμάτα, σὲ παρακαλῶ, νὰ
σκουντᾶς τὸ πόδι μου.»
«Ἡ μητέρα μου μὲ ἄφησε ἐδῶ νὰ διαβάσω μέχρι νὰ κάνει τὰ ψώνια
της. Ἔχω ξεκινήσει νὰ διαβάζω ἕνα βιβλίο.»
«Γιατί δὲν πᾶς πίσω τότε νὰ διαβάσεις τὸ βιβλίο σου;» πρότεινα.
«Εἶναι σαχλαμάρα», εἶπε.
«Καὶ τί ὑποτίθεται ὅτι πρέπει νὰ κάνω ἐγὼ γι’ αὐτό;»
«Πές μου μιὰ ἱστορία», εἶπε.
«Τί;»
«Ἥσυχα,» εἶπε «ἀλλιῶς θὰ τοὺς ξεσηκώσεις ὅλους».
«Δὲν θέλω νὰ σοῦ πῶ καμιὰ ἱστορία,» εἶπα. «Θέλω νὰ διαβάσω
τὸ βιβλίο μου.»
«Θὰ μοῦ πεῖς μιὰ ἱστορία.»
«Γιατί ἐγώ;»
«Γιατί ἔψαξα νὰ δῶ ποιὸς ἔχει τὸ μεγαλύτερο στόμα ἐδῶ μέσα
καὶ τὸ ἔχεις ἐσύ.»
«Τί θὰ κάνεις ἂν ἀρνηθῶ νὰ σοῦ πῶ τὴν ἱστορία σου;» ρώτησα.
«Ἄ, τίποτα», εἶπε γλυκά. «Ἁπλῶς θὰ ἀρχίσω νὰ οὐρλιάζω ὅσο
πιὸ δυνατὰ μπορῶ καὶ μόλις ἔρθουν ὅλοι ἐδῶ πέρα, θὰ τοὺς πῶ ὅτι
εἶσαι ὁ πατέρας μου. Μοῦ ’χουν πεῖ ὅτι ὅταν οὐρλιάζω ἀκούγεται
σὰ νὰ ἐπίκειται τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Δὲν ἀποκλείεται νὰ δαγκώσω
καὶ κανέναν: μιὰ ἀγαθὴ κι ἀθώα γριούλα λόγου χάρη. Σ’ ἔχουν
ἁλυσοδέσει ποτὲ σὲ γαλέρα νὰ κάνεις κουπί, Κύριε;»
Ἤξερα ὅτι τὴν εἶχα πατήσει κι ἔτσι, ἀπρόθυμα, ἔβαλα τὸ βιβλίο
πίσω στὸ ράφι. «Θὰ σοῦ πῶ μιὰ ἱστορία ἔξω στὰ σκαλιά», εἶπα μὲ
τὴ φωνὴ τοῦ ἡττημένου.
«Τὸ ’ξερα ὅτι θὰ τὰ βροῦμε», εἶπε.
Βγῆκα περπατώντας ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη καὶ κρατιόμουν ἀπὸ τὸ
χέρι ἑνὸς μικροῦ κοριτσιοῦ ποὺ γνώριζα χωρὶς καμιὰ ἀμφιβολία
ὅτι θὰ διέψευδε τὴ θεωρία τῆς σχετικότητας τοῦ Ἀϊνστάιν.
Κάθισα στὰ σκαλιὰ τῆς βιβλιοθήκης κι ἐκείνη κάθισε ἀνέμελα
στὰ πόδια μου. Σήκωσα τὸ βλέμμα μου κι εἶδα τὸ παλιὸ δημαρχεῖο
σκεπασμένο ἀπὸ κλήματα καὶ περιστέρια νὰ στέκονται στὴν ὀροφή
του καὶ νὰ γουργουρίζουν.
«Τί θὰ ἔλεγες νὰ ἀκούσεις μιὰ ἱστορία γιὰ ἕνα περιστέρι;»
ρώτησα.
«Ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ περιστέρια;» εἶπε δείχνοντας τὴν ὀροφὴ
τοῦ δημαρχείου.
«Ναί», εἶπα.
«Ὄχι», εἶπε.
«Γιατί ὄχι;» εἶπα.
«Μοῦ μοιάζουν μὲ ἕνα μάτσο μπούφους», εἶπε.
«Τότε τί εἴδους ἱστορία θὲς νὰ ἀκούσεις;»
«Νά, μιὰ ἱστορία μὲ μιὰ ὡραιότατη ἀνθρωποκτονία μὲ τὰ ὅλα
της· καὶ νὰ ’ναι σύντομη καὶ κοφτὴ ὅπως αὐτὲς τοῦ Χέμινγουεϊ.
Σιχαίνομαι τὶς παρεκβάσεις.»
«Ἔ;»
«Λοιπόν, βιάσου», εἶπε ἀνυπόμονα.
«Ξέρεις τὴν ἱστορία μὲ τὸν Δράκουλα;»
«Ναί», εἶπε. «Αὐτὴ ἡ ἱστορία εἶναι παλιὰ ὅσο καὶ τὰ Καρπάθια.»
«Τί θὰ ἔλεγες γιὰ μιὰ ἱστορία ἐπιστημονικῆς φαντασίας;»
«Ὄχι ἀπ’ αὐτὲς μ’ ἐκείνους τοὺς τύπους ποὺ προσπαθοῦν νὰ γίνουν
ἀστροναῦτες», εἶπε μὲ περισπούδαστο ὕφος.
«Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό,» ξεκίνησα νὰ λέω, «ἦταν μιὰ φυλὴ
πεντακέφαλων σκορπιῶν ποὺ ζοῦσαν στὸν Ποσειδώνα.»
«Πόσο κοινότοπο», εἶπε. «Αὐτὴ ἡ ἀρχὴ εἶναι τόσο μὰ τόσο παλιομοδίτικη…
Ἄσε ποὺ ἡ ἀτμόσφαιρα στὸν Ποσειδώνα εἶναι παγωμένη στὸ ἐπίπεδο
τοῦ ἐδάφους. Πῶς θὰ μποροῦσαν πεντακέφαλοι σκορπιοὶ νὰ ζήσουν
χωρὶς ἀτμόσφαιρα, μοῦ λές;»
Γιὰ πολλὴ ὥρα ἀκολούθησε σιωπή.
«Εἶσαι σίγουρη ὅτι θὲς ὄντως νὰ ἀκούσεις ἱστορία;» ρώτησα.
«Γιατί δὲν πᾶς πίσω στὴ βιβλιοθήκη νὰ διαβάσεις Νίτσε ἢ Γιοὺνγκ
ἢ κάτι τέτοιο;»
«Θέλω νὰ ἀκούσω μιὰ ἱστορία.»
«Καλά… καλά», εἶπα δουλοπρεπῶς.
Τῆς εἶπα μιὰ ἱστορία γιὰ κάτι βατράχια μὲ ὑψηλὴ νοημοσύνη
καὶ πὼς αὐτὰ εἶχαν ἀνακαλύψει ἕναν τρόπο νὰ ταξιδεύουν στὴν
τέταρτη διάσταση κι ὅτι θὰ εἶχαν καταλάβει τὸν κόσμο ἂν δὲν
εἶχαν διαπράξει τὸ ἑξῆς σφάλμα: ἔφτασαν τόσο βαθιὰ στὴν τέταρτη
διάσταση ποὺ κατρακύλησαν μέσα στὴν πέμπτη διάσταση καὶ δὲν
μποροῦσαν νὰ γυρίσουν πίσω στὴν τέταρτη διάσταση κι ἔτσι δὲν
μποροῦσαν νὰ βλάψουν μὲ κανέναν τρόπο τὴ γῆ γιατί αὐτὴ βασίζεται
αὐστηρὰ στὶς τρεῖς καὶ στὶς τέσσερις διαστάσεις. Μόλις τελείωσα
τὴν ἱστορία μὲ εἶχε πιάσει πονοκέφαλος.
Τὸ κοριτσάκι συλλογίστηκε γιὰ λίγη ὥρα σιωπηλὸ μὲ τὸ πρόσωπό
του νὰ ἔχει πάρει μιὰ πολὺ σοβαρὴ ἔκφραση. Ἔπειτα σηκώθηκε
ἀπότομα ἀπ’ τὰ πόδια μου καὶ εἶπε ἀργά,
«Κύριε, γιατί δὲν πᾶς πάλι μέσα νὰ διαβάσεις τὸ βιβλίο
σου;»
Ἔτρεξα μὲ μικρὰ βιαστικὰ βήματα, σὰν πληγωμένος κάβουρας,
πίσω στὴ βιβλιοθήκη. Δόξα τῷ θεῶ δὲν ξαναεῖδα ποτὲ τὸ κοριτσάκι!
Πηγή:
Richard Brautigan, The
Edna Webster Collection of Undiscovered Writings, εἰσαγ.
Keith Abbott, Βοστόνη / Νέα Ὑόρκη, A Mariner original
(Houghton Mifflin Company), 1999. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan) (1935, Τακόμα
– 1984, Σὰν Φρανσίσκο). Ἀμερικανὸς πεζογράφος καὶ ποιητής.
Τὸ ἔργο του ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕντεκα νουβέλες, δέκα ποιητικὲς
συλλογὲς καὶ μία συλλογὴ σύντομων πεζογραφημάτων. Ἡ πρωτοπρόσωπη
ἀφήγηση, τὸ παιγνιῶδες καὶ γλυκόπικρο ὕφος καὶ ἡ εὐρηματικότητά
του εἶναι στοιχεῖα ποὺ θὰ συναντήσει κανεὶς στὸ σύνολο τοῦ
ἔργου του. Ἔδωσε ὁ ἴδιος τέλος στὴ ζωή του.
Μετάφραση
ἀπὸ τὰ ἀγγλικά
Γιῶργος
Ἀποσκίτης (1984).
Γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Πραγματοποίησε σπουδὲς στὴν
Ἀθήνα καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο. Ἔχει ἀσχοληθεῖ, μεταξὺ ἄλλων,
μὲ τὴ λεξικογραφία καὶ μὲ τὰ κινούμενα σχέδια. Δουλειά του
ἔχει δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Σημειώσεις καὶ ἀλλοῦ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου