ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ μᾶς ἀρέσουν οἱ παραμελημένες παιδικὲς
χαρές. Εἰδικὰ ἐκεῖνες ποὺ μὲ τὰ σκουριασμένα σκαλοπάτια τους δίνουν
τὴν αἴσθηση ταξιδιοῦ στὸ χρόνο. Ἀλλὰ σήμερα δὲν προλαβαίνουμε —ἡ μητέρα
της θέλει νὰ φᾶμε στὸ σπίτι της— κι ἔτσι ὁδηγοῦμε στοὺς ἑλικοειδεῖς
δρόμους μὲ τὰ πανομοιότυπα σπίτια στὸ Κρίσταλ Κρίκ. Ἐκεῖ, ἡ παιδικὴ
χαρὰ εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ ξύλο καὶ σχηματίζει ἕνα πλοῖο. Ἔχει ἕνα
μικρὸ παρατηρητήριο στὴν κορυφὴ, στὸ ὁποῖο τῆς ἀρέσει νὰ σκαρφαλώνει
καὶ νὰ λέει: «Γιαγιά, ἂς σαλπάρουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα!». Δὲν ἔχω ἰδέα πῶς
τῆς ἔρχονται αὐτὰ τὰ πράγματα.
Πηγή: Τὸ διήγημα «Προσποίηση»,
ἢ «Make-Believe» σύμφωνα μὲ τὸν πρωτότυπο τίτλο, δημοσιεύτηκε γιὰ
πρώτη φορὰ στὸ ἠλεκτρονικὸ περιοδικὸ Smokelong Quarterly, τχ.
52 (Ἰούνιος 2016).
Σάστα Γκράντ (Shasta Grant). Ἀμερικανίδα συγγραφέας, ἐπιμελήτρια
καὶ δασκάλα. Ἔχει ἐκδώσει τὸ βιβλιαρίδιο Gather Us Up and Bring Us Home (Split Lip
Press, 2017). [=Συγκέντρωσέ
μας καὶ πήγαινέ μας σπίτι]. Ἡ Ἄνν Πάτσετ
(Ann Patchett) ἐπέλεξε τὴν ἱστορία της, "Most Likely To" [=«Πιθανότατα
να…»] ὡς νικήτρια τοῦ διαγωνισμοῦ μικροαφήγησης τοῦ Kenyon Review (2015). Ὑπῆρξε
ὑπότροφος τοῦ SmokeLong
Quarterly γιὰ τὸ 2016 κερδίζοντας τὴν ὑποτροφία Kathy
Fish καὶ τιμώμενη ἐπισκέπτρια-συγγραφέας στὸ Kerouac House γιὰ τὴν
Ἄνοιξη τοῦ 2017. Προτάθηκε γιὰ τὸ βραβεῖο Pushcart καὶ γιὰ Τὰ Καλύτερα Μικροαφηγήματα καὶ ἦταν
στὴ μακρὰ λίστα γιὰ τὸ Τὸπ-50 τοῦ Wigleaf
(ίστολόγιο γιὰ τὴ μικροαφήγηση). Οἱ ἱστορίες της καὶ τὰ
δοκίμιά της ἔχουν δημοσιευτεῖ στὰ The Kenyon Review, Epiphany, Gargoyle, Cream city review, Hobart, Monkey
Bicycle, Wigleaf καὶ ἀλλοῦ. Εἶναι ὑπεύθυνη συντονισμοῦ
στὸ SmokeLong Quarterly καὶ
ἐπιμελήτρια ὕλης στὸ Proximity.
Δίδαξε ἔκθεση καὶ δημιουργικὴ γραφὴ γιὰ ἐφτὰ χρόνια στὸ
Πανεπιστήμιο Ball State καὶ ἔχει παρευρεθεῖ σὲ διάφορα συνέδρια
συμπεριλαμβανομένου τοῦ The Indiana Gathering of Writers καὶ τοῦ
Winter Wheat: The Mid-American Review Festival of Writing. Ἐπίσης, ἔχει
διδάξει δημιουργικὴ γραφὴ στὸ The Writers' Center τῆς Ἰντιάνα καὶ σὲ
διάφορα γυναικεῖα σωφρονιστικὰ ἱδρύματα, συμπεριλαμβανομένου
τοῦ προγράμματος Right-to-Write στὴ Βαλχάλα, Νέα ‘Υόρκη.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Θανάσης Γαλανάκης (Ἀθήνα, 1993): Σπούδασε Μεσαιωνικὴ
καὶ Νεοελληνικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἀσχολεῖται
μὲ τὴν Ἱστορία καὶ τὴ Θεωρία τῆς Λογοτεχνίας, τὴ Μετάφραση θεωρητικῶν
καὶ λογοτεχνικῶν κειμένων καὶ τὴν Ποίηση. Μελέτες, μεταφράσεις καὶ
ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἐπιστημονικά, φιλολογικὰ καὶ
λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ ἱστοτόπους. Ἀγαπάει τὰ ζῶα καὶ εἰδικότερα
τὰ πτηνά. Ζεῖ στὴν Ἀθήνα.
planodion | 16 Σεπτεμβρίου 2018, 5:00 π.μ. | Ἐτικέττες: Αγγλόφωνο διήγημα, Θανάσης Γαλανάκης
Ἔτσι
περνᾶμε τὶς ἡμέρες μας, ἐνῶ ἡ μητέρα της δουλεύει, ἐνῶ ὁ πατέρας
της λείπει. Παίρνουμε χάμπουργκερς καὶ πατάτες καὶ μίλκσέηκς καὶ σάντουιτς
μὲ ἐπεξεργασμένο κρέας, πορτοκαλὶ τυρὶ καὶ πίκλες. Τρῶμε κοτομπουκιὲς
βουτηγμένες σὲ σὼς μουστάρδας μὲ μέλι καὶ χωνάκια παγωτοῦ περιχυμένα
ἀπὸ σοκολάτα ποὺ σκληραίνει γύρω τους σὰν κέλυφος – ὅλα αὐτὰ ποὺ ἡ
μητέρα της δὲ θὰ τὴν ἄφηνε νὰ φάει. Τὴν ἀφήνω νὰ πασαλείβεται μὲ τὸ
παγωτὸ καὶ τὴ σοκολάτα στὸ πρόσωπό καὶ στὰ χέρια της. Δὲν τὴ μαλώνω
γιὰ νὰ τρώει πιὸ μαζεμένα, νὰ γλείφει τὸ χωνάκι μεθοδικὰ ἔτσι ὥστε
νὰ μὴ λερώνεται.
Πρέπει νὰ τῆς πῶ ὅτι αὔριο θὰ πάει στὸ σπίτι κάποιου ἄλλου. Πρέπει
νὰ τῆς πῶ ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία μας μέρα μαζί, ἐπειδὴ ἡ μητέρα
της δὲ θέλει πιὰ τὴ βοήθειά μου. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ καταφέρω τὸν ἑαυτό
μου νὰ πεῖ οὔτε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς λέξεις.
Ἐδῶ
καὶ μῆνες, πηγαίνουμε ἀπὸ παιδικὴ χαρὰ σὲ παιδικὴ χαρά. Ὑπάρχουν
τόσες πολλὲς μικρὲς καὶ κρυμμένες, ἂν ξέρεις νὰ ψάχνεις. Τὸ παιδικὸ
πάρκο πίσω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Μεθοδιστῶν τοῦ Ἁγ. Παύλου εἶναι ὡραῖο,
ἀλλὰ πηγαίνει ὑπερβολικὰ πολὺς κόσμος ἐκεῖ. Ἐκείνη κι ἐγώ, θέλουμε
νὰ ἔχουμε ἕνα μέρος μόνο γιὰ ἐμᾶς τὶς δύο. Κοιτάζει ἀπὸ τὸ παράθυρο
τοῦ πίσω καθίσματος καὶ φωνάζει, «Ἐκεῖ, γιαγιά!», μόλις ἐντοπίσει
κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ μοιάζει μὲ τσουλήθρα, ἐγκατάσταση ἀπὸ πλαστικὲς
πέτρες ἢ μὲ γύρω-γύρω-ὅλοι. Σκέφτομαι νὰ τὴν πάρω καὶ νὰ φύγουμε. Μαζὶ
θὰ διασχίσουμε τὴ χώρα ψάχνοντας γιὰ τὸν πατέρα της κάτω ἀπὸ τραμπάλες
καὶ μονόζυγα.
Κόβω ταχύτητα καθὼς πλησιάζουμε τὴν παιδικὴ χαρὰ τοῦ Κρίσταλ
Κρίκ. Σύχνα βρίσκεται ἐδῶ μιὰ νεαρὴ μητέρα μὲ τὰ δυὸ παιδιά της, ἕνα
νεογέννητο κι ἕνα νήπιο, μὰ δὲ θέλω νὰ τὴ δῶ σήμερα. Πάντα μοῦ χώνει
τὸ νεογέννητό της στὴν ἀγκαλιά μου. Ὁ κόσμος ὑποθέτει ὅτι μιὰ γιαγιὰ
θὰ θέλει πολὺ νὰ κρατήσει ἕνα μωρό, ἀλλὰ ἐγὼ σχεδὸν ποτὲ δὲ θέλω. Ὅταν
εἶναι ἐκεῖ, παίρνω τὸ μικρὸ αὐτὸ ρὸζ δεματάκι στὰ χέρια μου καὶ τὸ ταχταρίζω
ὡς εἴθισται. Θέλω νὰ πῶ στὴ μητέρα ὅτι οἱ κόρες της, μὲ τὶς ἀσορτὶ ρὸζ
κορδελίτσες καὶ τὰ λευκὰ καλσόν, κάποια μέρα θὰ γίνουν ἡ καταστροφή
της. Θὰ πρέπει νὰ πλάσει πιὸ γερὰ κορίτσια, ποὺ δὲ θὰ φοβοῦνται νὰ λερωθοῦν,
ποὺ θὰ μποροῦν νὰ ἀνταπεξέλθουν στὶς ἀπώλειες ποὺ ἐπιφυλάσσει ἡ ζωή.
Ἡ
γυναίκα δὲν εἶναι ἐκεῖ κι ἔτσι παρκάρω τὸ αὐτοκίνητο· ἡ ἐγγονή μου
ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὸ παιδικὸ κάθισμα ποὺ κολλάει ἀπὸ τὸ λιωμένο
παγωτό καὶ τρέχει ἀμέσως στὴ θέση της λὲς κι εἶναι ὁ καπετάνιος τοῦ
πλοίου. Τὸ ἔδαφος εἶναι νωπὸ ἀπὸ τὴ χτεσινοβραδινὴ βροχὴ ἀλλὰ ἐκείνη
δὲ φοβᾶται τὸ ὑγρὸ γρασίδι καὶ τὴ λάσπη. Πιάνει τὸ τιμόνι μὲ τὰ χέρια
της, ἐνῶ ἐγὼ κάθομαι σὲ μιὰ κούνια καὶ ξεκουράζω τὰ πόδια μου. Εἶναι
δύσκολη δουλειὰ τὸ νὰ κυνηγᾶς ἕνα τετράχρονο.
Ὅταν
ἦταν παιδί, ὁ πατέρας της λάτρευε νὰ κρεμιέται ἀνάποδα ἀπὸ τὸ μονόζυγο,
ἀκριβῶς ὅπως κι αὐτή. Μιὰ μέρα σκαρφάλωσε σὲ μιὰ ξύλινη κατασκευὴ
ψηλότερα ἀπὸ παιδιὰ μὲ διπλάσια ἡλικία ἀπὸ αὐτόν. Μιὰ μητέρα πανικοβλήθηκε
καὶ τοῦ εἶπε νὰ κατέβει κάτω· τοῦ εἶπε ὅτι θὰ πέσει καὶ θὰ σκοτωθεῖ. Αὐτὸς
κοίταξε ἀπὸ τὸ ψηλότερο σκαλὶ πρὸς ἐμένα λὲς κι ἤθελε νὰ βεβαιωθεῖ
ὅτι αὐτὸ ἦταν ἀλήθεια. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν πανικοβλήθηκα. Τοῦ εἶπα ποῦ νὰ
βάλει τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του ὁδηγώντας τον κάτω. Εἶναι τόσα πολλὰ
πράγματα ποὺ θέλω νὰ τῆς πῶ – γιὰ τὸν πατέρα της, γιὰ τοὺς ἄντρες γενικά,
γιὰ τὸν τρόπο ποὺ καμιὰ φορὰ φεύγουν χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲ σὲ ἀγαποῦν.
«Γιαγιά, ἔλα!», λέει. Εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ σαλπάρουμε, τὸ πλήρωμα
σηκώνει τὶς ἄγκυρες. Μοῦ λέει νὰ βιαστῶ καὶ νὰ ἐπιβιβαστῶ. Σταματῶ
τὴν κούνια· ἕνα φύλλο ἔχει κολλήσει στὸν πάτο τοῦ σανδαλιοῦ μου, λίγη
λάσπη κρέμεται ἀπὸ τὸ δάχτυλό μου. Ἀνεβαίνω ἀπὸ τὴν ξύλινη σκάλα
τοῦ πλοίου. Ἡ ἐγγονή μου εἶναι ἀπασχολημένη μὲ τὸ νὰ διατάζει τὸ
φανταστικό της πλήρωμα ἀλλὰ παράλληλα κουνᾶ τὸ κεφάλι της πρὸς ἐμὲ
συγκαταβατικά. Εἴμαστε ἕτοιμοι τώρα.
Κάνει τὸν ἦχο τῆς κόρνας καὶ ξεκινᾶμε. Οἱ κούνιες καὶ τὸ λασπωμένο
ἔδαφος ὑποχωροῦν. Τὰ κύματα λικνίζονται ἀπὸ κάτω μας καὶ ἀργὰ ἡ ἀκτὴ
ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα. Πλέουμε ἥσυχα μὲ τὸ ξύλινὸ πλοῖο
μας πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Ἴσως πλέουμε πρὸς τὸν πατέρα της. Ἴσως πλέουμε
μακριὰ ἀπὸ αὐτόν. Ἴσως δὲν ἔχει κἂν σημασία ὅσο τὸ ὅτι ἐμεῖς οἱ δύο
εἴμαστε μαζὶ ἐδῶ στὴ θάλασσα. Ὁ ἥλιος βυθίζεται καὶ εἶναι τόσο ὄμορφα
ποὺ θέλω νὰ φωνάξω τὴν ἐγγονή μου νὰ τῆς τὸν δείξω: οἱ πορτοκαλοκόκκινες
σκιὲς ἀντανακλῶνται στὰ καθάρια μπλὲ νερὰ ἀπὸ κάτω μας. Ἀλλὰ ἐκείνη
εἶναι ἀπασχολημένη μὲ τὸ νὰ μανουβράρει τὸ πλοῖο, προσέχοντας τὰ
βράχια καὶ τὰ κύματα. Δὲ θὰ γυρίσει σπίτι στὴν ὥρα της γιὰ τὸ βραδινό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου