ΚΑΠΟΙΑ ΘΕΣΣΑΛΗ ΜΑΓΙΣΣΑ προέβλεψε τὴ μοίρα
τοῦ Πολυκράτη παρατηρώντας τὰ σχέδια ποὺ ἔφτιαχνε ἡ θάλασσα
στὴν ἀκρογιαλιὰ ὅταν ἀποτραβιόταν τὸ κύμα· μιὰ Ρωμαία ἑστιάδα
προέβλεψε ἐκείνη τοῦ Καίσαρα σ’ ἕναν μικρὸ σωρὸ ἀπὸ ἄμμο ποὺ
περιστοίχιζε κάποιο φυτό· ὁ γερμανὸς Κορνήλιος Ἀγρίππας
χρησιμοποίησε ἕναν καθρέφτη γιὰ νὰ προβλέψει τὸ μέλλον. Ὁρισμένοι
μάγοι τοῦ καιροῦ μας διαβάζουν τὰ φύλλα τοῦ τσαγιοῦ ἢ τὸ κατακάθι
τοῦ καφὲ στὸν πάτο τοῦ φλιτζανιοῦ, κάποιοι τὰ δέντρα, τὴ βροχή,
τὶς κηλίδες μελάνι ἢ τὸ ἀσπράδι τοῦ αὐγοῦ, κάποιοι τὶς γραμμὲς
ἁπλῶς τῆς παλάμης, ἄλλοι κοιτοῦν μέσα σὲ κρυστάλλινες σφαῖρες.
Ὁ Μαγκοὺς λέει τὴ μοίρα μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὸ ἐγκαταλελειμμένο
κτίριο ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸ καρβουνάδικο στὸ ὁποῖο
ζεῖ. Τὰ ἑφτὰ πελώρια παράθυρα καὶ τὰ δώδεκα παραθυράκια τοῦ
γειτονικοῦ κτιρίου εἶναι γι’ αὐτὸν σὰν τραπουλόχαρτα. Ὁ Μαγκοὺς
δὲν σκέφτηκε ποτὲ νὰ συσχετίσει παράθυρα μὲ τραπουλόχαρτα:
ἦταν δική μου ἡ ἰδέα. Οἱ μέθοδοί του εἶναι μυστηριώδεις καὶ ἐξηγοῦνται
μονάχα ἐν μέρει. Μοῦ εἶπε πὼς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μέρας δυσκολεύεται
νὰ βγάλει συμπεράσματα, γιατὶ τὸ φῶς κάνει τὶς εἰκόνες νὰ ἀχνοφαίνονται.
Ἡ πλέον κατάλληλη στιγμὴ γι’ αὐτὴ τὴ δουλειὰ εἶναι τὸ ἡλιοβασίλεμα,
τότε ποὺ συγκεκριμένες ἀχτίδες φωτός, καθὼς φιλτράρονται ἀπὸ
τὶς περσίδες τῶν παραθύρων στὰ πλάγια τοῦ κτιρίου, ἀντανακλῶνται
στὰ τζάμια τῶν μπροστινῶν παραθύρων. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν
ὁποῖο κανονίζει τὰ ραντεβοῦ του μὲ τοὺς πελάτες πάντοτε τὴν ἴδια
ὥρα. Γνωρίζω —ἔφτασα σὲ αὐτὴ τὴ γνώση ὕστερα ἀπὸ σειρὰ ἐπαληθεύσεων—
ὅτι τὸ ψηλότερο τμῆμα τοῦ κτιρίου φανερώνει ὑποθέσεις τῆς
καρδιᾶς, τὸ χαμηλὸ τμῆμα ὑποθέσεις ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸ
χρῆμα καὶ τὴ δουλειὰ καὶ τὸ κεντρικὸ τμῆμα οἰκογενειακὰ προβλήματα
καὶ θέματα ὑγείας.
Ὁ Μαγκοὺς εἶναι φίλος μου παρότι εἶναι μόλις δεκατεσσάρων ἐτῶν.
Τὸν γνώρισα κατὰ τύχη μιὰ μέρα ποὺ πῆγα νὰ ἀγοράσω ἕνα σακὶ
κάρβουνα. Δὲν ἄργησα νὰ διαισθανθῶ τὴ μαντική του ἱκανότητα.
Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς κουβέντες στὸ αἴθριο τοῦ καρβουνάδικου (ἤμασταν
περιτριγυρισμένοι ἀπὸ σακιὰ μὲ κάρβουνο καὶ πεθαίναμε ἀπὸ
τὴν παγωνιά), μὲ ὁδήγησε στὸ δωμάτιο ὅπου ἐργάζεται. Τὸ δωμάτιο
εἶναι κάτι σὰν διαδρομάκος, ἐξίσου κρύος μὲ τὸ αἴθριο· ἀπὸ ἐκεῖ,
μέσα ἀπὸ ἕναν συνδυασμὸ ἀπὸ φεγγίτες μὲ χρωματιστὰ τζάμια
κι ἕνα παράθυρο ψηλὸ καὶ στενὸ —σὰ νὰ προορίζεται γιὰ κάποια
καμηλοπάρδαλη—, διακρίνεται μὲ ἄνεση τὸ ἀπέναντι κτίριο
μὲ τὴν κιτρινωπὴ πρόσοψή του σημαδεμένη ἀπὸ τὶς βροχὲς κι ἀπὸ
τὸν ἥλιο. Ἀφοῦ πέρασα λίγη ὥρα σ’ αὐτὸ τὸ δωμάτιο, διαπίστωσα
ὅτι τὸ κρύο ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ καὶ τὴ θέση του ἔπαιρνε μιὰ εὐχάριστη
αἴσθηση ζεστασιᾶς. Ὁ Μαγκοὺς μοῦ εἶπε πὼς τὸ συγκεκριμένο φαινόμενο
συμβαίνει κατὰ τὶς στιγμὲς τῆς μαντείας κι ὅτι δὲν εἶναι τὸ δωμάτιο
ἀλλὰ τὸ σῶμα ποὺ ἀπορροφᾶ ἐκεῖνες τὶς τόσο ὠφέλιμες ἀκτινοβολίες.
Ὁ Μαγκοὺς μὲ ἐκτιμοῦσε ἰδιαιτέρως κι ἦταν πολὺ καλὸς μαζί
μου. Μὲ ἄφηνε νὰ κοιτάζω ὁλομόναχος, τὴν πλέον κατάλληλη ὥρα,
ἕνα πρὸς ἕνα τα παράθυρα τοῦ κτιρίου. (Ὁρισμένες φορές, σκηνὲς
ποὺ ἦταν δύσκολο νὰ ἀποκρυπτογραφηθοῦν γίνονταν ὁρατές· ὑπ’
αὐτὴ τὴν ἔννοια στάθηκα ἀρχικὰ τυχερός.) Σὲ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ
εἶδα —πληρώνοντας ποιός ξέρει τί ἁμαρτίες— τὴ μετέπειτα ἀρραβωνιαστικιά
μου νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὸν ἀντίζηλό μου. Φοροῦσε τὸ κόκκινο
φουστάνι μὲ τὸ ὁποῖο συνήθιζε νὰ μὲ θαμπώνει καὶ τὰ πλούσια
μαλλιά της ἦταν πιασμένα πίσω σε ἕναν μικροσκοπικὸ κότσο χαμηλὰ
στὸ σβέρκο της. Γιὰ νὰ δῶ τέτοιες λεπτομέρειες θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχω
τὰ μάτια λύγκα, ὅμως ἡ καθαρότητα τῆς εἰκόνας ὀφειλόταν στὴ
μαγεία ποὺ τὴν περιέβαλλε καὶ ὄχι στὴν ὅρασή μου. (Ἀπὸ τὴν ἴδια
ἀκριβῶς ἀπόσταση κατόρθωσα νὰ διαβάσω ἐπιστολὲς ἢ ἀποκόμματα
ἀπὸ ἡμερολόγια.) Ἐκεῖ εἶδα τὴν ἐπώδυνη σκηνὴ ποὺ θὰ καλούμουν
ἀργότερα νὰ ὑπομείνω ἐνσαρκωμένη. Ἐκεῖ εἶδα ἐκείνη τὴν
κλίνη καλυμμένη μὲ ρόδινα σκεπάσματα καὶ τὶς φρικτὲς αὐτὲς
κυρίες ποὺ ἔμπαιναν κι ἔβγαιναν κρατώντας δέματα στὰ χέρια. Ἐκεῖ,
στὰ τζαμένια παράθυρα, κάτω ἀπ’ τὸ φῶς τῆς δύσης, εἶδα τὶς βόλτες
στοὺς ποταμοὺς Τίγκρε καὶ Λουχάν. Ἐκεῖ ἔφτασα πολὺ κοντὰ στὸ νὰ
στραγγαλίσω κάποιον. Ἀργότερα, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ βιώσω αὐτὰ
τὰ περιστατικά, ἡ πραγματικότητα μοῦ φάνηκε κομματάκι ἀποχρωματισμένη
καὶ ἡ ἀρραβωνιαστικιά μου ἴσως λιγότερο ὄμορφη.
Μὲ τὸ πέρας αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν λιγόστεψε τὸ ἐνδιαφέρον μου
νὰ ζήσω ὅ,τι μοῦ ἤτανε γραφτό. Συμβουλεύτηκα τὸν Μαγκούς. Ἦταν
ἄραγε δυνατὸν νὰ τὸ ἀποφύγω; Νὰ ἀπαρνηθῶ τὴ ζωή… ἦταν δυνατόν;
Ὁ Μαγκούς, ἔξυπνος ὅπως εἶναι, σκέφτηκε μὲ ποιόν τρόπο θὰ μποροῦσε
νὰ ὑλοποιήσει κάτι τέτοιο. Γιὰ κάμποσες μέρες δὲν ἔφυγα ἀπὸ
κοντά του. Ψυχαγωγούμουν μὲ τὸ νὰ βλέπω εἰκόνες, νὰ ἀπέχω ἀπὸ
τὸ νὰ τὶς ἀναζητῶ ὅπως κι ἀπὸ τὸ νὰ τὶς ζῶ. Ὁ Μαγκοὺς μοῦ εἶπε πὼς
γιὰ χάρη τῆς φιλίας μας, ποὺ κρατοῦσε τόσα χρόνια, ἔκανε τὴν ἐξαίρεση·
σὲ κανέναν δὲν θὰ εἶχε ἐπιτρέψει αὐτὴ τὴ συμπεριφορά. Ψυχαγωγούμουν
μὲ τὸ νὰ βλέπω τὸ πεπρωμένο μου σὲ ἐκεῖνα τὰ παράθυρα καὶ τὶς παγίδες
ποὺ ἔστηνε ὁ Μαγκοὺς σὲ πελάτες τοὺς ὁποίους ἐξαπατοῦσε παρουσιάζοντάς
τους τὸ πεπρωμένο μου σὰ νὰ ἦταν δικό τους.
— Εἶναι περισσότερο σῶφρον νὰ βιώσει κάποιος ἄλλος τὴ μοίρα
σου εὐθὺς ἀμέσως μόλις κάνει τὴν ἐμφάνισή της στὰ παράθυρα.
Εἰδάλλως, δὲν ἀποκλείεται αὐτὴ νὰ ἔρθει στὴ συνέχεια καὶ νὰ σὲ
γυρέψει: ἡ μοίρα μοιάζει μὲ ἀνθρωποφάγο τίγρη ποὺ στήνει ἐνέδρα
στὸ ἀφεντικό της, συνήθιζε νὰ μοῦ λέει ὁ Μαγκούς· καὶ γιὰ νὰ μὲ
καθησυχάσει πρόσθετε: Κάποια μέρα ἐνδέχεται νὰ μὴν ὑπάρχει
τίποτα πιὰ γιὰ σένα σ’ ἐκεῖνα τὰ παράθυρα.
— Θὰ πεθάνω; – ρωτοῦσα μὲ ἔκδηλη ἀνησυχία.
— Δὲν εἶναι ἀπαραίτητο – ἀπαντοῦσε ὁ Μαγκούς. Μπορεῖς νὰ συνεχίσεις
νὰ ζεῖς χωρὶς πεπρωμένο.
— Μά, μέχρι καὶ τὰ σκυλιὰ ἔχουν πεπρωμένο – ἀντέτεινα.
— Τὰ σκυλιὰ δὲν μποροῦν νὰ τὸ ἀποφύγουν: εἶναι ὑπάκουα.
Ἡ πρόγνωση τοῦ Μαγκοὺς ἐπαληθεύτηκε ὣς ἕνα βαθμὸ κι ἔτσι ἔζησα
γιὰ λίγο καιρὸ βαριεστημένος καὶ ἤρεμος, ἀφοσιωμένος στὴ
δουλειά μου, ὅμως ἡ ζωὴ αὐτὴ μὲ τράβαγε καὶ τὴ νοσταλγοῦσα, τὸ
νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τὸν Μαγκοὺς καὶ νὰ ἀτενίζω τὸ κτίριο. Ἀκόμα δὲν
εἶχαν ἐκλείψει οἱ μορφὲς ἐκεῖνες οἱ ἀφιερωμένες στὸ νὰ ρίξουν
φῶς στὴ μοίρα μου. Σὲ καθένα ἀπὸ τὰ παράθυρα μᾶς ξαφνίαζαν ἐνίοτε
νέες ἀναπόδραστες συνθέσεις. Ἀμυδρὰ φῶτα, φαντάσματα μὲ κεφάλια
σκύλων, ἐγκληματίες, τὰ πάντα ἔδειχναν πὼς θὰ ἦταν προτιμότερο
νὰ μὴ φτάσουν αὐτὲς οἱ εἰκόνες ποὺ ἔβλεπα νὰ γίνουν ἀληθινές.
— Ποιὸς θὰ ζοῦσε μὲ εὐχαρίστηση αὐτὲς τὶς ἀθλιότητες; – εἶπα
στὸν Μαγκούς, ὁ ὁποῖος κατέληξε ἐκείνη τὴ μέρα, γιὰ νὰ μοῦ ἀποσπάσει
τὴν προσοχή, νὰ κάνει τὸν σύμβουλο μαζὶ καὶ τὸν μάγο. Ἄρχισα νὰ
βλέπω βεγγαλικά, μαριονέτες, γιαπωνέζικα φανάρια, νάνους,
ἀνθρώπους ντυμένους σὰν ἀρκοῦδες καὶ σὰν γάτες. Τοῦ εἶπα ὑποκρινόμενος:
— Σὲ ζηλεύω. Θά ’θελα νά ’μουν δεκατεσσάρων.
— Ἂς ἀνταλλάξουμε πεπρωμένα – μοῦ εἶπε ὁ Μαγκούς.
Ἀποδέχτηκα τὴν πρόταση, ἂν καὶ μοῦ φάνηκε παράτολμη. Τί θὰ ἔκανα
μὲ ἐκείνους τοὺς μικρούληδες νάνους; Μιλήσαμε ὥρα πολλὴ γιὰ
τὶς δυσκολίες ποὺ πιθανὸν κουβαλοῦσαν μαζί τους οἱ διαφορετικὲς
ἡλικίες μας. Χάσαμε, ἴσως, τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ τὴν εἴχαμε ἀνάγκη.
Τὸ σχέδιό μας δὲν ὁλοκληρώθηκε. Χάσαμε κι οἱ δυὸ τὴν εὐκαιρία
νὰ ἱκανοποιήσουμε τὴν περιέργειά μας.
Ὁρισμένες φορὲς ὑποκύπτουμε ἐκ νέου στὸν πειρασμὸ νὰ ἀνταλλάξουμε
πεπρωμένα· κάνουμε κάποιες ἀπόπειρες, ὅμως κάθε φορὰ τείνει
νὰ ἐπανεμφανίζεται ὁ ἴδιος ἀποτρεπτικὸς παράγοντας: ἂν ἀναλογιστεῖ
κανεὶς τὶς δυσκολίες τὶς ὁποῖες ἔχει ὑπερνικήσει ὁ Μαγκούς,
ἀποβαίνει παράλογο. Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ εἶχα βάλει σκοπὸ νὰ
φύγω. Ἑτοίμασα τὶς ἀποσκευές μου. Ἀποχαιρετηθήκαμε. Οἱ εἰκόνες
στὰ παράθυρα ἦταν θελκτικές. Κάτι μὲ κράτησε πίσω τὴν τελευταία
στιγμή. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ στὸν Μαγκούς· δὲν εἶχε τὸ
κουράγιο νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὸ καρβουνάδικο.
Πάντοτε μὲ συναρπάζει τὸ πεπρωμένο τοῦ Μαγκοὺς κι ἐκεῖνον τὸ
δικό μου (ὅσο ἄσχημο κι ἂν εἶναι), ὅμως κατὰ βάθος ἡ μοναδικὴ
ἐπιθυμία καὶ τῶν δυό μας εἶναι νὰ συνεχίσουμε νὰ ἀτενίζουμε
τὰ παράθυρα ἐκείνου τοῦ σπιτιοῦ καὶ νὰ δωρίζουμε σὲ ἄλλους τὸ
δικό μας πεπρωμένο, ἐφόσον δὲν μᾶς φαίνεται νὰ εἶναι κάτι τὸ ἀσυνήθιστο.
Πηγή: (ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ)Silvina Ocampo, La
furia y otros cuentos, ἐπιμ. Ernesto Montequin, Biblioteca
Silvina Ocampo, Μπουένος Ἅιρες, Editorial Sudamericana, 2006 [πρώτη
ἔκδοση: Sur, 1959].
Σιλβίνα Ὀκάμπο (Silvina Ocampo) (1903, Μπουένος
Ἄιρες – 1993, Μπουένος Ἄιρες). Ἀργεντινὴ διηγηματογράφος
καὶ ποιήτρια. Προτοῦ ἀφιερωθεῖ μὲ πάθος στὴ γραφὴ σπούδασε
σχέδιο καὶ ζωγραφικὴ στὸ Παρίσι μὲ δασκάλους τὸν Τζόρτζιο ντὲ
Κίρικο καὶ τὸν Φερνὰν Λεζέ. Σύζυγος τοῦ Ἀντόλφο Μπιόι Κασάρες
καὶ φίλη τοῦ Χόρχε Λουὶς Μπόρχες. Οἱ τρεῖς τους ἐπιμελήθηκαν
καὶ ἐξέδωσαν τὸ 1940 τὴ μνημειώδη Ἀνθολογία τῆς λογοτεχνίας
τοῦ φανταστικοῦ.
Μετάφραση
ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:
Γιῶργος
Ἀποσκίτης (1984). Γεννήθηκε καὶ
ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Πραγματοποίησε σπουδὲς στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο.
Ἔχει ἀσχοληθεῖ, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὴ λεξικογραφία καὶ μὲ τὰ
κινούμενα σχέδια. Δουλειά του ἔχει δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ
Σημειώσεις
καὶ ἀλλοῦ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου