αφιερώνεται στην Μ.Χ που το ενέπνευσε
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ νὰ εἶναι ἡ κυρία Ντάλογουεϊ,
ποὺ δραπέτευσε ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Βιρτζίνια Γοὺλφ καὶ βγῆκε γιὰ
τὴν καθημερινή της τσάρκα. Ἡ θηλυκὴ ἐκδοχὴ τοῦ Λεοπόλδου
Μπλούμ. Συνοπτικότερη καὶ γοητευτικότερη. Ἀπολύτως ἀκατάλληλη
γιὰ ὅσους μὲ τὰ βιβλία ἐπιθυμοῦν νὰ ἀντικαταστήσουν τὰ βαράκια
τοῦ γυμναστηρίου καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν θὰ δίσταζαν νὰ ἀράξουν
στὴν παραλία μὲ τὸν «Ὀδυσσέα» στὰ γλιστερὰ ἀπὸ τὸ ἀντηλιακὸ
χέρια καὶ τάχα δὲν προσέχουν ὅλη τὴν ἐκτεθειμένη γύμνια. Τόσο
ἀπορροφημένοι στὴν ἀνάγνωση. Τρύπωσε ἡ Βιρτζίνια στὸν λογοτεχνικὸ
κανόνα τὸν ἀνδροκρατούμενο. Εἶχε φαίνεται δικό της δωμάτιο.
Ἔσκασε ὁ ἀνυπέρβλητος ὁ Τζόυς ἀπ’ τὸ κακό του ποὺ δὲν θὰ εἶναι
μόνος νὰ ἀπολαμβάνει τὶς δάφνες τοῦ βιβλίου ποὺ ὅλοι ξέρουν
καὶ κανεὶς δὲν ἄντεξε νὰ τὸ τελειώσει.
Αὐτὴ δὲν ἦταν ὁ Λεοπόλδος Μπλούμ. Θὰ μποροῦσε
ὡστόσο νὰ εἶναι ἡ κυρία Ντάλογουεϊ. Ἔκανε κάθε μέρα τὴν ἴδια
διαδρομή. Κάθε μέρα μὲ διαφορετικὸ φόρεμα. Ὅλα χρωματιστά,
φανταχτερὰ καὶ κραυγαλέα. Καὶ τὸ κραγιὸν της κατακόκκινο. Σὲ
ἀπόλυτη ἀνισορροπία μὲ τὴν ἡλικία της καὶ τὶς ἐπιταγὲς τῆς
μόδας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἡρωίδα πρότυπο. Στὴ λαϊκὴ γιὰ φροῦτα.
Στὸ σοῦπερ-μάρκετ κάποια ἀπαραίτητα, καὶ τὴν καθημερινὴ μικρὴ
σοκολατίτσα (γιὰ τοὺς πολέμιους τῶν ὑποκοριστικῶν νὰ σημειωθεῖ
ὅτι ἐδῶ εἶναι ἀπαραίτητο λόγω μεγέθους, τιμῆς καὶ δίαιτας).
Τέλος στὸ περίπτερο. Μιὰ τοπικὴ ἐφημερίδα, χαμηλῆς κυκλοφορίας.
Μὲ τὶς τσάντες στὰ χέρια καὶ τὴν ἐφημερίδα στὴ μασχάλη πήγαινε
στὸ μικρὸ καφενεδάκι. Ἀπόμερο καὶ συμπαθητικό. Ἀπὸ αὐτὰ
ποὺ ἡ καλημέρα συνοδεύεται ἀπὸ φιλικὴ προσφώνηση, γιατί σὲ
ξέρουν. Δὲν εἶσαι μόνον τὸ ἀντίτιμο ἑνὸς καφέ. Ἀπὸ αὐτά. Ζητοῦσε
ἕναν σκέτο καὶ ἄνοιγε πρῶτα τὴ σοκολατίτσα, μετὰ τὴν ἐφημερίδα.
Διάβαζε τὰ ζώδια. Φρικτὴ ἡ σημερινὴ ἡμέρα γιὰ «λογοτέχνες».
Διάβαζε καὶ χαμογελοῦσε. Ρουφοῦσε τὸν καφέ. Ἀντάλλασσε κουβέντες
μὲ τὸν καφετζή. Ἄφηνε ἕνα κέρμα στὸ τραπεζάκι καὶ σημάδια ἀπὸ
τὸ κραγιόν της στὸ φλιτζάνι. Μάζευε τὰ πράγματά της. Ἴσιωνε τὶς
πτυχὲς ἀπὸ τὸ φόρεμα. Ἔφευγε. Ἤξερε πὼς τὴν παρακολουθοῦσε.
Στὸ σπίτι ἄνοιγε τὶς κουρτίνες γιὰ νὰ τὴ βλέπει
καλύτερα. Μαγείρευε. Τίναζε. Σκούπιζε. Τέλος ἔπαιρνε τὴν ἐφημερίδα
ποὺ ἐκεῖνος ἔγραφε μόνο γι’ αὐτή, τὴ δική του Ὀδύσσεια σὲ δόσεις
λέξεων καθορισμένου ἐκ τῶν προτέρων ἀριθμοῦ. Τὴν πατσαβούριαζε.
Στὸ ἄλλο χέρι τὸ AJAX. Ἔτσι καθάριζε τὰ τζάμια της. Στὸν δικό
της λογοτεχνικὸ κανόνα δὲν θὰ ἔμπαινε ποτέ. Μπορεῖ δωμάτιο
δικό της νὰ μὴν εἶχε καὶ ἔτσι μοιραῖα δὲν ἀνέπτυξε κανένα συγγραφικὸ
ταλέντο. Μπορεῖ οἱ ἄρρενες γραφιάδες νὰ θεωροῦν πὼς τοὺς ἀνήκουν
ὅλες οἱ θέσεις τοῦ κανόνα ἀκόμα κι ἂν πρόκειται γιὰ πόλεις ἐπαρχιακές,
μικροῦλες, ὅπου το μέγεθος ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὰ δεδομένα
τῆς τελευταίας ἀπογραφῆς καὶ κάνει ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ἀκρίβεια
τοῦ λόγου καὶ τὸ ὑποκοριστικὸ αὐτό. Ἀλλὰ τί στὸ διάβολο οἱ ἀναγνῶστες
στὴ μεγάλη τους πλειοψηφία, τὴν τεράστια (νὰ κι ἕνα μεγεθυντικὸ
γιὰ τὴν ἀντίστιξη), εἶναι γυναῖκες – ὅπως καὶ τὸ ἐκλογικὸ σῶμα,
ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἄλλη ἱστορία. Τώρα προέχει ὁ θάνατος τοῦ
συγγραφέα. Ἕνα πατσαβουριασμένο φτηνὸ χαρτὶ ποτισμένο
AJAX μές τὰ χέρια της. Ἐτούτη τὴ στιγμὴ ὁ θάνατος ἡ πιὸ μεγάλη
εὐτυχία καὶ τζάμια ἀόρατα νὰ μὴν ἐμποδίζει τίποτα τὴν ἀδιακρισία.
Ἤξερε πὼς τὴν παρακολουθοῦσε, γι’ αὐτὸ τὸ ἔκανε
ἀργά, βασανιστικὰ ἀργά, ὅπως ὁ Τζόυς.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Γιώτα
Ἀναγνώστου (Ἀθήνα). Τελείωσε τὴ
Νομικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ ζεῖ ἀπὸ τὴ δικηγορία.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου