Του Κωνσταντίνου Αγγέλου
Αυτό που καλούμαστε να καταλάβουμε είναι το περιεχόμενο των
δίπολων ανεξαρτησία-εξάρτηση στην τέχνη, όρους που θα πρέπει να τους δούμε σε
σχέσεις σύνθετες και πολυπεπίπεδες. Οι σχέσεις αυτές αναγκαστικά εμπλέκουν στους συλλογισμούς μας
μια σειρά τόσο από εξωτερικά όσο και εσωτερικά αντικείμενα, και τελικά μια
σειρά ολόκληρων τομέων του επιστητού. Αυτό που υφέρπει όμως πρωταρχικά είναι
μια απορία που ήδη συνίσταται στην βάση τους: ανεξάρτητος από τι; Εξαρτημένος
πως; Ποια ελλιπής ύπαρξη δύναται να
ολοκληρωθεί στο ανεξάρτητο και πια ακέραια να ακρωτηριαστεί ή να ματαιωθεί στην
εξάρτηση ;
Με την πρώτη ματιά καταλαβαίνουμε λοιπόν πως υπάρχουν
υποδηλώσεις άρνησης, αντίρρησης, ανταρσίας. Ακόμα παραπέρα αντιλαμβανόμαστε μια
άρνηση της διακινδύνευσης που επιφέρει η εξάρτηση, με ποικίλα περιεχόμενα που
μπορούμε να φανταστούμε. Αν στην εξάρτηση υπονοείται ο γενικευμένος όρος
εξουσία, οφείλουμε τότε να τον προσδιορίσουμε. Αναγγέλλεται τότε ένας επιπλέον
προβληματισμός πάνω στις κινητήριες δυνάμεις, τα πεδία που απλώνονται, τις
προϋποθέσεις, τις ομαδοποιήσεις.
Ίσως μάλιστα αν προχωρούσαμε τους συλλογισμούς μας να
φτάναμε στην αφηρημένη-υπαρξιακή απορία της αρνητικότητας, του περιορισμού ή
του «υπαρξιακού» θανάτου. Διαστάσεις της εξάρτησης, ή όχι; Σ’ ένα τέτοιο βάθος στοχασμού μπορεί ν’
ανακαλύπταμε τελικά τις απλοποιήσεις μας, τις παγίδες μας και την προφάνεια των
επιλογών μας. Η πάλι στο τέλος του δρόμου μπορεί να ερχόμασταν μπροστά σε
αποκαλύψεις για την «αδυνατότητα» ή το «μόλις και μετά βίας» αυτών των εννοιών.
Ένας τέτοιος λόγος είναι βέβαια μακρύς και αυτό που μπορώ
και οφείλω να επιτελέσω στην σύντομη αυτή συνάντηση μας δεν είναι παρά ένα
σκίτσο και όχι ένα έργο. Οφείλω λέω, διότι αν δεν εντοπίσουμε εκείνους τους
δρόμους που μέσα στο είναι τους αποκαλύπτεται ο κόσμος και ο άνθρωπος πως θ’
ανακαλύψουμε σε πια στέρεα ή σαθρή βάση κινείται όλη μας η συζήτηση; Και πως θα
αποδεσμεύσουμε το πλαίσιο των επιλογών μας , πως θα ορίσουμε μια στρατηγική;
Πρώτα, θα κάνω λοιπόν, ένα βασικό διαχωρισμό των εξουσιαστικών δομών μένοντας στην γενική
θέση του Φουκώ, ότι δηλαδή η εξουσία εκπορεύεται από παντού.
Μια ανεξάρτητη από εξουσίες τέχνη θα μπορούσε έτσι, να
κατανοηθεί ειδικότερα ως:
- Ανεξαρτησία από μια αρχή θεσμοποιημένη η αθεσμοποίητη. Εδώ έχουμε τους θεσμούς, τα «κέντρα», τις ομάδες ή τα δίκτυα της παραίνεσης ή της καταστολής. Τα υπουργεία, οι επιτροπές, τα μουσεία, τις γκαλερί, τους συλλέκτες, τους επιμελητές και τους εκπαιδευτικούς θεσμούς, ακόμη και τα ΜΜΕ, όλοι οικοδομούν ένα σύστημα, όλοι επιτρέπουν μια επιλογή η οποία συνάδει με την ταυτότητα της εξουσίας τους. Εδώ έχουμε την αγορά, τα κέντρα πώλησης, την συγκεκριμένη εκπαίδευση του κοινού και την διαφήμιση του προϊόντος, ενώ παραπέρα και σε συνάρτηση μαζί τους έχουμε τους ευρύτερους θεσμούς της πολιτείας, την οικονομία, την εκπαίδευση συνολικά, το δίκαιο, την πολιτική, την επιστήμη και την θρησκεία.
- Μια ανεξάρτητη από εξουσίες τέχνη θα μπορούσε να κατανοηθεί ειδικότερα ως ανεξαρτησία από έναν λόγο, ένα νόημα– κανόνα θεσμοποιημένο, ή ένα λόγο αθεσμοποίητο. Εδώ έχουμε τους λόγους, το σώμα των γνώσεων, τις αποδεκτές ερμηνείες, τα συστήματα λόγων και τους θεσμούς λόγου όπως τα συστήματα της «θεωρίας της τέχνης». Οι τρόποι των λόγων μπορεί να διαμοιράζονται σε διάφορες στρατηγικές, από την προτροπή ως την παραίνεση και την πειθώ, από την απλή επίδειξη-υποβολή του «σωστού», μέχρι την επιβολή και το νόμο. Ανεξαρτησία σημαίνει τότε, ανεξαρτησία από μία πολιτική με την έννοια του λόγου, μια οδηγία του υπουργείου, μια παραίνεση από ένα εκπαιδευτικό θεσμό. Ευρύτερα είναι το μέγα-σύστημα των γνώσεων, η εγκυκλοπαίδεια του καιρού μας oι ισχύοντες γλωσσικοί ορισμοί στην «κοινή μας πολιτιστική εγκυκλοπαίδεια», η γλώσσα που όλοι μιλάμε. Τότε οι ορισμοί εννοιών και οι ίδιες οι έννοιες, όπως ή ανεξαρτησία, αλήθεια, κ.ο.κ., δεν ανήκουν - τουλάχιστον μερικώς - παρά στις ήδη ισχύουσες εξουσιαστικές πρακτικές που τις παράγουν. Αν αυτό αληθεύει από κάποιες σκοπιές τότε μέσα σε ποια γλωσσικά μέσα θα πρέπει να εξειδικεύσουμε πρωταρχικά την ανεξαρτησία μας; Ποια μάχη όμως πρέπει να δοθεί, πρώτα και κύρια, στα χαρακώματα της γλώσσας, μέσα στις ενημερώσεις και πραγματώσεις των εννοιών, τις συχνά φαινομενικά ουδέτερες;
Αλλά γεννάται η απορία: ποιες
είναι ακόμα οι αξίες των λόγων (οι πρώτοι βασικοί λόγοι μεταμορφωμένοι σε
σύστημα-αντίληψη της ζωής και του υπάρχειν) που υπηρετεί ή αντιδρά, η τέχνη, ο
καλλιτέχνης, το σύστημα της τέχνης ; Ποιές αξίες διάσπαρτες ή συντονισμένες σε
ένα σύστημα, διακυβεύονται, προωθούνται και αντιπαλεύουν στην τέχνη και με τον
όρο τέχνη; Πόσο πολύπλευρο είναι αυτό το γλωσσικό παιχνίδι του πραγματικού,
η σύγκρουση των συμβόλων; Θα μπορούσαμε
να θεωρήσουμε κάποιον αφανή η φανερό αξιακό παράγοντα- για παράδειγμα ένα
οποιοδήποτε μανιφέστο- ως ένδειξη ανεξαρτησίας μιας τέχνης ή έχουμε να κάνουμε
ακόμα και τότε, με μια άλλη σειρά από εκδηλώσεις εξουσίας; Γίνεται τέλος το
αντίθετο να υπάρχει, χωρίς θεμέλιο να είναι κάτι ανεξάρτητο, χωρίς αξιακό πυρήνα,
χωρίς κοινωνικό υποκείμενο, χωρίς ηθική τοποθέτηση, χωρίς επιθυμία
αυτοεκπλήρωσης, χωρίς αλήθεια;
Κι αν αυτή η πάλη που προανέφερα χρειάζεται,
είναι γιατί πιο πέρα και πιο ειδικά, το πολιτιστικό αρχείο των εννοιών, το
λεκτικό μας σύμπαν, αντιβάλλει αλλά ταυτόχρονα ενοποιεί το πραγματικό με το
φαντασιακό. Τότε στην λέξη ή στο εικαστικό σήμα, «κρύβονται» μια σειρά από
διαστάσεις ρύθμισης και πρακτικής που αντιπαλλεύουν με ένα φαινομενικά «πηγαίο»
φαντασιακό υποκείμενο και που εκβάλλουν συνεχώς σε μια νέα σειρά από
δυνατότητες του αντικειμένου. Ενός αντικειμενοποιημένου υποκειμένου. Ένα πλέγμα
από λεκτικές σχέσεις σε μόνιμη διαπάλη διεκδικούν την έννοια μαζί με την
πρακτική της, αντικειμενοποιούν το άτομο, το πραγματοποιούν μαζί με τον κόσμο. Από την άλλη μια σειρά από πραγματικά
διακυβεύματα εκβάλλουν και συνοψίζονται στους λόγους, τους λόγους της τέχνης
και του ατόμου. (Εδώ θέλει να πάρει θέση ο λόγος μου πιο κάτω)
- Ένα τρίτο πόλο της εξουσίας που θα μπορούσαμε να διαβλέψουμε είναι όχι ο χώρος των θεσμών ή του λόγου αλλά ο βιωματικός – συναισθηματικός χώρος που πραγματοποιούμε τις καθημερινές μας πράξεις, ένας χώρο επικοινωνίας με άλλα όντα όπου εκπληρώνουμε τις επιθυμίες μας. Πρόκειται για ένα χώρο μιας έγκυρης κατάστασης που ερχόμαστε σε συνάφεια εμπλεκόμενοι και διαμεσολαβημένοι με τα στοιχεία του, ο οποίος αποτελεί μια εξουσία του πραγματικού, ως βιωμένου συναισθηματικού χώρου. Δε πρόκειται τόσο για θεσμούς ή για τους λόγους αλλά για αυτό το ίδιο το συναίσθημα του πραγματικού ως προσδιορισμός, ή βία της ίδιας της κατάστασης, μια βία που δεχόμαστε μέσα στον ίδιο το χώρο της συνύπαρξης και της επικοινωνίας. Σε αυτήν την κατηγορία εξουσίας η τέχνη παρουσιάζεται ως ενταγμένη σε αυτό το ίδιο το αίσθημα της κατάστασης ή σε ετεροπροσδιορισμό σε σχέση με αυτό το αίσθημα.
Εδώ θα σκιαγραφήσω το πολιτισμικό «τοπίο» που μας
περιβάλλει, αυτό που μας δημιουργεί και μας «εκπληρώνει» και γι αυτό έχει τη
δύναμη να μας «ματαιώνει».
Διερευνώντας μονάχα την τάξη
των αξιών και του λόγου, εξειδικεύω το ερώτημα: Πως υπάρχει και πως
υπηρετεί η τέχνη το γενικό πολιτιστικό μοντέλο του σύγχρονου δυτικού κόσμου
όπου ανήκουμε; Και ακόμα πιο δυνατά: ποιος είναι ο σύγχρονος κόσμος; Eίναι δυνατή σήμερα, (στον
μεταμοντέρνο κόσμο) μια τέχνη;
Η απάντηση μου θα είναι σαφής και περιεκτική (και την
διαισθανόμαστε όλοι): Ο σύγχρονος κόσμος είναι ένας κόσμος που εγκαταλείπει όλο
και περισσότερα αξιακά θεμέλια. Ότι αυτό μπορεί να το κάνει στο όνομα της
«ανεξαρτησίας» και της «απελευθέρωσης» του ατόμου είναι προφανές. Σε ποιες παρυφές θεμελίων φύεται, αν φύεται λοιπόν, σήμερα η
«ανεξάρτητη τέχνη σε σχέση με όσα προανέφερα;
Η ίδια η ιστορία της τέχνης, δομείται μέσα σε ένα σύμπαν
εννοιών ανασχηματίζοντας διαρκώς το «δια-κινδύνευμα» της τέχνης με νέους όρους.
Θα ήταν ενδιαφέρον, για να σχηματίσουμε μια καλύτερη θεωρητική άποψη, να την δούμε
από την μία μεριά, ως ένα είδους νομικό πλαίσιο που δομεί ένα σύστημα εξουσίας
και πειθαρχίας, ένα θεσμό με υπαλλήλους στην εργασία του ( ό όρος δεν έχει
υποτιμητικό περιεχόμενο). Η θεωρεία της τέχνης τότε δεν θα αποτελούσε παρά ένα
είδος διαταγμάτων που συνέβαλλαν στην πρακτική της εξάσκηση και η ιστορία της, τον
υποδειγματικό κανόνα νοήματος.
Αντίστροφα θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως τουλάχιστον
αυτό που επιφανειακά φαίνεται να επικυρώνεται σήμερα, στον νέο μας «χαρούμενο»
κόσμο και ιδιαίτερα στην τέχνη που μας ενδιαφέρει σήμερα - είναι η άρνηση ενός
αξιακού λόγου (όπως προείπα) που συνεπάγεται τελικά μια άρνηση διερεύνησης των
κριτηρίων της αλλά και του νοήματος της γενικά. Θεωρώ πως δεν είναι τυχαίο πως
αυτό το γεγονός, συμβαδίζει από τα μισά τουλάχιστον του τελευταίου αιώνα, με
την άνοδο ενός νέου παγκόσμιου ολοκληρωτισμού, μια κοινωνία πρωτοφανούς
απαξίωσης του ανθρώπου και των «κλασσικών» του ηθικών θεμελίων, μια πράξη που ασφαλώς
συνδέεται με την εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας. Θα παρατηρούσαμε τότε, πολύ
εύκολα, μετά από όλα αυτά, πως ο εξουσιαστικός
λόγος στις μέρες μας, δεν έχει ανάγκη να υπάρχει ως μια τελική θεωρεία
στην τέχνη, δηλαδή ως ένας ηθικός στοχασμός που προβάλλεται ρητά, αλλά ως ένα αυτοαναφερόμενο υποκείμενο άρθρωσης του
λόγου που επιβάλλει την ίδια την υποκειμενικότητα ή το καπρίτσιο των λόγων
του, στρατηγική που παρουσιάζεται ως αυτονομία της τέχνης. Η άρνηση αυτού του
ηθικού λόγου (λόγος περί του ανθρώπινου νοήματος της πράξης - άρα και τέχνης) από
την άλλη του πλευρά, συνάδει με μια αυτιστική μεταφυσική επιστημολογία, που ενέχει
τελικά την υπόρρητη ηθική της αυθαιρεσίας της κυριαρχίας.
Εξειδικεύω για να γίνω ακόμα πιο σαφής: Σήμερα αυτός ο
επίσημος λόγος και ο ίδιος ο ορισμός της τέχνης - έρρειται στο συνολικότερο μεταμοντέρνο ιδεολόγημα, δηλαδή ένα μέγα σύστημα αντιμετώπισης των
λόγων – μια εσωτερική-κρυφή κανονικότητα που ενέχει την θέση αξιακότητας ακόμα
κι αν την αρνείται σε όλα τ’ άλλα. Το ιδιαίτερο αυτού του ιδεολογήματος είναι αυτή ακριβώς η άρνηση της αξιακότητας που επιβάλλει
έμμεσα την ειδική επιθυμία των ισχυρών για εξουσία, δηλαδή της κατά βούλησην
καθιέρωσης των προτύπων εκείνων που βολεύουν κατά περίσταση. Αυτή η ευελιξία των
προτύπων συνιστά σήμερα το βασικό αισθητικό κριτήριο – που δεν είναι παρά ένα ιδεολόγημα
της σύγχρονης τέχνης.
Οι λόγοι αυτού του γενικού ή εξειδικευμένου υποκειμένου που
βρίσκεται πίσω από τους ανθρώπους που «φαινομενικά» ασκούν την κυρίαρχη δημόσια
τέχνη, σήμερα αντιστοιχούν τελικά σε μια ευφάνταστη άρνηση άποψης, σε μια
κουλτούρα εύκολης φαντασμαγορίας, σε
έναν κόσμο αποδοχής του απροσδόκητου (αλλά όχι και τόσο ελεύθερου)
πειραματισμού, με μια τελική έννοια της άρνησης της κριτικής των νέων αυθαίρετων λειτουργιών της
τεχνικής εξουσίας «μέχρι τα μύχια του εαυτού». Αυτές οι νέες τακτικές
επιβάλλουν τέλος στο κοινωνικό γίγνεσθαι και στο κοινωνικό υπάρχειν, ως αίσθημα
της κατάστασης, μια «πλαστική» και
διασαλευμένη αίσθηση ατομικής και
συλλογικής ταυτότητας. Αυτό που συλλαμβάνουμε εδώ δεν είναι ένας κόσμος
ελευθερίας αλλά μία κατάκτηση της φαντασίας από την ανάποδη.
Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος και ποιός ο χώρος της ανεξάρτητης
τέχνης σήμερα;
Θα πω μονάχα δύο λόγια: Αν καταλήγουμε πως δεν υπάρχει
(ανεξάρτητη) τέχνη, χωρίς να θίγει την ισχύ και το ισχύοντα λόγο – σκέψη, τότε
αυτή η προοπτική- που εμπεριέχει ρητά
μια συγκεκριμένη ηθική- δεν έχει να κάνει καθόλου με το νέο παιχνίδι ή το ευφάνταστο,
σύμπτωμα της απώλειας του νοήματος του κόσμου, αλλά με μια άλλη υπαρξιακή
προοπτική. Η απώλεια του νοήματος
στην σύγχρονη τέχνη, ή αναζήτηση του διαρκώς νέου σε μορφή, οδηγεί σε μια
απομονωτική ερμηνεία του έργου, ερμηνεία ενός κλειστού και αυτάρεσκου,
αυτιστικού σύμπαντος. Σύμπτωμα του συνολικού μεταμοντέρνου ιδεολογήματος είναι
ο φόβος ανάδυσης του γενικού μας πολιτισμικού περιβάλλοντος στην ανάλυση στην
τέχνης και της η απόκρυψη της σχέση της με τα κοινωνικά και πολιτικά
συγκείμενα, η άρνηση του θέματος μιας
ηθικής αξίας και μιας ανθρωπότητας, στο
όνομα μιας διαρκούς μετανάστευσης της φαντασμαγορίας σε συνθήκες ΜΜΕ και αγοράς
που επιβάλλει το εφήμερο ως καταναλώσιμο.
Η ανεξάρτητη τέχνη έχει άλλα και εντελώς ανεξάρτητα
οντολογικά κριτήρια από εκείνα που ενεργητικά χρησιμοποιεί το σύστημα εξουσίας.
Είναι η τέχνη «στα όρια» της νέας διακινδύνευσης της γλώσσας, της προσβολής του
γενικού μηντιοκρατούμενου κοινωνικού αισθήματος της κατάστασης. Η ανεξάρτητη
τέχνη μπορεί να είναι εκείνη η τέχνη που προκαλεί και που καταστρέφει την διαρκή
και χωρίς νόημα «εξέλιξη» ως μοναδική δυνατότητα της μορφής, που αρνείται ακόμα και την «θετικότητα του καινούργιου»
όταν αυτό συγκροτείται από παλιές εξουσίες που μεταλλάσσονται, και που δεν
αλλάζουν οποιεσδήποτε δομές παρά για να εξουσιάζουν περισσότερο. Είναι η τέχνη
που επιθυμεί τον άνθρωπο λιγότερο αιχμάλωτο στον κόσμο της σύγχρονης βίας. Είναι μια τέχνη που διαθέτει
αιχμές όχι για να το «παίζει» επαναστατική αλλά για έναν κόσμο ουσιωδώς και
πέρα από κάθε λεκτικότητα, ευτυχισμένου.
Η ανεξάρτητη είναι η τέχνη που αναφέρεται στον άνθρωπο σε
όλο του το βάθος και που καθορίζει ο ίδιος τον εαυτό του. Αλλά πως
μπορούμε να μιλήσουμε για ανεξάρτητη τέχνη χωρίς ανεξάρτητους ανθρώπους,
δίχως ανεξάρτητη ανθρωπότητα; δεν βλέπεται σ’ αυτό μια αντίφαση; Ταυτοποιόντας
τον εαυτό της η τέχνη μπορεί να στοχεύει την ηθική έννοια της ευτυχίας, την
υπεράσπισης της ευτυχίας, να θέτει τον κάθε άνθρωπο δημιουργό και ν’
«απορρίπτει την συνομωσία της πολιτικής με το χρήμα» (J.Boys) .
Eίναι η τέχνη που
βγάζει τα δόντια της όχι μόνο για να μας καταπιεί αλλά επίσης για να μας
χαμογελάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου