ΠΕΜΠΤΗ, 6 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2003. Κηφισιὰ-Πειραιᾶς.
Καθὼς γλιστράω ἀνάμεσα ἀπ’ τὶς πόρτες ποὺ κλείνουν, ἡ ματιά
μου πέφτει σὲ μιὰ ἐλεύθερη θέση δίπλα στὸ δεξὶ παράθυρο. Καμιὰ
φορὰ τὸ σύμπαν σὰν νὰ καταλαβαίνει πὼς κρέμεσαι ἀπὸ μιὰ ἐλεύθερη
θέση δίπλα στὸ δεξὶ παράθυρο, καὶ στὴ δίνει, παρόλο ποὺ εἶναι
ἐννιὰ καὶ τὰ μαγαζιὰ σχολάσανε καὶ θὰ ἔπρεπε γιὰ τὸ ἑπόμενο
μισάωρο νὰ ἰσορροπεῖς κόντρα στὰ τραντάγματα τοῦ βαγονιοῦ,
τὰ μοναχικὰ σπρωξίματα καὶ τὸ μούδιασμα μιᾶς ἀνελέητης μέρας.
Ἀπέναντί μου, τσαλακωμένος
σαραντάρης κρατᾶ δίλιτρο μπουκάλι κόκα-κόλας, ἀνοιχτό. Κάθε
λίγο πίνει μικρὲς γουλιές. Ρεύεται δυνατά. Μὲ κοιτάει στὰ
μάτια χαμογελώντας, θέλει νὰ προκαλέσει, ἀμηχανία, ἀποστροφή,
ὁτιδήποτε, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρξει. Τοῦ ἀνταποδίδω μόνο μισὸ χαμόγελο.
Τὸν λυπᾶμαι, ἀλλὰ εἶμαι ἄδεια.
Στὸ Μαρούσι ἀνεβαίνει
ἐμφανῶς εὐκατάστατη κυρία, ἑξηντάρα, στὴν τρίχα. Κάθεται
δίπλα του.
— Δῶσ’ μου ἕνα εὐρὼ νὰ
φάω κάτι.
Ἐνάντια στὶς προσδοκίες
μου —ἤμουν σίγουρη πὼς θὰ μουρμούραγε κάτι μὲ δυσφορία γιὰ
νὰ τὸ ἀποφύγει— ἀνοίγει τὴν τσάντα χωρὶς δισταγμὸ καὶ ψάχνει
γιὰ τὸ εὐρώ. Ὁ ἐπαίτης μοῦ γελᾶ μανιακά, καὶ μόλις παίρνει τὸ
κέρμα ἀρχίζει νὰ τραγουδᾶ δυνατά, καθαρά, λαϊκὸ τραγούδι
ποὺ δὲν μπορῶ νὰ θυμηθῶ. Μόλις τελειώνει καὶ τὸ δεύτερο ρεφρέν,
ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἀδιαφορία τοῦ κοινοῦ, ἀπευθύνεται ξανὰ
στὴν ἔκπληξη.
— Ἡ κόκα-κόλα κάνει
δύο εὐρώ.
— Δὲν κάνει νὰ πίνεις
τόση κόκα-κόλα.
— Λὲς γι’ αὐτὸ νὰ μὴν κοιμᾶμαι;
— Ἡ κόκα-κόλα ἔχει καφεΐνη,
γι’ αὐτὸ ξαγρυπνᾶς. Ἀπὸ ποῦ εἶσαι;
— Ἀπ’ τὸ Καινούργιο. Ἔξω
ἀπ’ τ’ Ἀγρίνιο.
— Καὶ τί κάνεις ἐδῶ; Ἡ Ἀθήνα
δὲν κάνει, στὴν Ἀθήνα χάνεσαι, γύρνα στὸ χωριό σου, ἀπ’ τὸν
Μάρτιο θά ‘ναι ὡραῖα στὸ χωριό.
— Ρωτᾶς ἂν μὲ θέλουν;
— Ποιὸς γονιὸς δὲν θέλει
τὸ παιδί του; Κι ἂν ποῦμε μιὰ κουβέντα παραπάνω ἐμεῖς οἱ γονεῖς
τί ἔγινε; Κανεὶς δὲν νοιάζεται πιὸ πολὺ ἀπ’ τὸ γονιό.
— Λέει πὼς γυρίζω στὰ
μαγαζιὰ ὅλη μέρα.
Σηκώνεται ἀπότομα ὅταν
οἱ πόρτες ἀνοίγουν στὰ Πετράλωνα. Περνώντας ἔξω ἀπ’ τὸ δεξί
μου παράθυρο, ἐλευθερώνει ἕνα δάκρυ. Μουτζουρώνει τὸ βαμμένο
βλέμμα τῆς μαντάμ. Τὸ ἀναζητῶ, θέλω νὰ πεῖ κάτι.
— Τόσο θά ’ταν κι ὁ γιός
μου, ψιθυρίζει. Ἄτιμο πράμα.
Φτάνουμε Ταῦρο. Θὰ περάσουν
μέρες γιὰ νὰ δραπετεύσω ἀπὸ τὸν σκοπὸ τοῦ τραγουδιοῦ ποὺ ἀκόμα
δὲν μπορῶ νὰ θυμηθῶ.
Αὐτὴ ἡ διαδρομὴ κοστίζει
ἀκριβά.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.
Ἕλλη
Κούσουλα (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε
μετάφραση στὸ Βρετανικὸ Συμβούλιο, ναυτιλιακὰ καὶ μεταφορὲς
στὸ ΤΕΙ Πειραιά, καθὼς καὶ ἀγγλικὴ φιλολογία στὸ ΑΠΘ. Παρακολουθεῖ
τὸ ΜΠΣ Δημιουργικῆς Γραφῆς τοῦ ΕΑΠ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου