της Ἕλενας Πέγκα
ΔΕΝ ΤΟΝ ΗΞΕΡΑ. Ἦταν ὁ ταξιθέτης σὲ ἕνα ἐναλλακτικὸ σινεμὰ
στὸ Βόρειο Λονδίνο. Εἶχα πάει μόνη μου ἕνα ἀπόγευμα ἐκεῖ νὰ παρακολουθήσω
ἕνα ἀφιέρωμα στὴν Pina Bausch, νὰ δῶ σὲ βίντεο παραστάσεις της. Ἔπαιζε
τὸ «Cafe Muler». Ἦταν πολὺ ὄμορφος, καὶ ὅταν τελείωσε ἡ προβολή, πήγαμε
μαζὶ στὸ διπλανὸ μπὰρ γιὰ ἕνα ποτό. Μὲ φλέρταρε, ἦταν εὐχάριστα μαζί
του, τοῦ ἔδωσα τὸ τηλέφωνό μου. Μὲ πῆρε τὴν ἄλλη μέρα καὶ μοῦ πρότεινε
νὰ τὸν συναντήσω τὰ μεσάνυχτα, στὴν ἄκρη τῆς πόλης, στὸ Hackney. Δέχτηκα.
Τὸ Hackney εἶναι κακὴ γειτονιά, φτωχὴ καὶ ἐπικίνδυνη, καὶ τὸ μετρὸ τοῦ
Λονδίνου κλείνει μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ὑπάρχουν λεωφορεῖα. Μόνο μὲ
λεωφορεῖο θὰ μποροῦσα ἀργὰ τὴ νύχτα νὰ ἐπιστρέψω ἀπὸ κεῖ στὸ κέντρο
ὅπου ἔμενα. Ἤμουν μόνη στὸ Λονδίνο, δὲν δούλευα, καὶ ἡ συγκάτοικός
μου ἔλειπε σὲ διακοπές. Δὲν εἶχα ἄλλους φίλους ἐκείνη τὴν ἐποχή, καὶ
δὲν χρειαζόταν νὰ δώσω σὲ κανέναν λογαριασμὸ γιὰ τὸ τί ἔκανα, ποῦ πήγαινα,
μὲ ποιόν. Στὸ τηλέφωνο μοῦ ζήτησε νὰ φορέσω κάτι σέξυ, νὰ πῶ τὸ ὄνομά
μου στὸν πορτιέρη τοῦ πάμπ, ἐκεῖνος θὰ μὲ περίμενε μέσα.
Ἔτσι
ἔκανα. Χάρηκε ὅταν μὲ εἶδε. Δὲν ἦταν καθόλου βέβαιος πῶς θὰ ἐρχόμουν.
Μοῦ παρήγγειλε μία μπίρα καὶ ἕνα διπλὸ οὐΐσκυ. Ὅ,τι ἔπινε καὶ κεῖνος. Μοῦ εἶπε πὼς ἦταν ἠθοποιός, πὼς καὶ οἱ δύο γονεῖς του εἶχαν σκοτωθεῖ σὲ αὐτοκινητικὸ ἀτύχημα ὅταν ἦταν μικρός, καὶ πὼς εἶχε μεγαλώσει μὲ ἕναν φίλο τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος, ἐπίσης, πρόσφατα εἶχε πεθάνει. Δὲν θυμᾶμαι νὰ τοῦ μίλησα γιὰ μένα. Στὶς τρεῖς τὸ πρωῒ τὸ πὰμπ ἔκλεισε. Ἔξω στὸ δρόμο ἔκανε κρύο. Μοῦ εἶπε πὼς ἔχει, τὰ κλειδιὰ ἑνὸς διαμερίσματος ἑνὸς φίλου του ποὺ ἔλειπε, καὶ πὼς θὰ μπορούσαμε νὰ πᾶμε ἐκεῖ περπατώντας. Τὸ διαμέρισμα ἦταν κοντά. Μοῦ εἶπε πὼς δὲν εἶχε δικό του σπίτι. Ἔμενε ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ, σὲ φίλους. Δὲν ἤθελε νὰ παραμείνει στὸ Λονδίνο. Θὰ πήγαινε στὴν Ἀμερικὴ μόλις εἶχε τὰ χρήματα γιὰ τὸ εἰσιτήριο. Περπατήσαμε σὲ ἔρημους δρόμους, χωρὶς ἀνθρώπους καὶ χωρὶς αὐτοκίνητα. Θυμᾶμαι πὼς ἦταν μιὰ πολὺ ὡραία νύχτα, βλέπαμε τὰ σπίτια, τοὺς κήπους, τοὺς φράχτες, σκοτεινὰ καὶ μυστηριώδη, ἔτσι ὅπως ποτὲ δὲν εἶναι μέσα στὴ μέρα. Τὸ διαμέρισμα δὲν ἦταν κοντά. Περπατήσαμε ἀρκετὴ ὥρα, ἐγὼ δὲν εἶχα ἰδέα ποῦ βρισκόμασταν, ἐκεῖνος μὲ πήγαινε δεξιά, ἀριστερά, εὐθεία, πάνω, κάτω.
Μοῦ παρήγγειλε μία μπίρα καὶ ἕνα διπλὸ οὐΐσκυ. Ὅ,τι ἔπινε καὶ κεῖνος. Μοῦ εἶπε πὼς ἦταν ἠθοποιός, πὼς καὶ οἱ δύο γονεῖς του εἶχαν σκοτωθεῖ σὲ αὐτοκινητικὸ ἀτύχημα ὅταν ἦταν μικρός, καὶ πὼς εἶχε μεγαλώσει μὲ ἕναν φίλο τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος, ἐπίσης, πρόσφατα εἶχε πεθάνει. Δὲν θυμᾶμαι νὰ τοῦ μίλησα γιὰ μένα. Στὶς τρεῖς τὸ πρωῒ τὸ πὰμπ ἔκλεισε. Ἔξω στὸ δρόμο ἔκανε κρύο. Μοῦ εἶπε πὼς ἔχει, τὰ κλειδιὰ ἑνὸς διαμερίσματος ἑνὸς φίλου του ποὺ ἔλειπε, καὶ πὼς θὰ μπορούσαμε νὰ πᾶμε ἐκεῖ περπατώντας. Τὸ διαμέρισμα ἦταν κοντά. Μοῦ εἶπε πὼς δὲν εἶχε δικό του σπίτι. Ἔμενε ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ, σὲ φίλους. Δὲν ἤθελε νὰ παραμείνει στὸ Λονδίνο. Θὰ πήγαινε στὴν Ἀμερικὴ μόλις εἶχε τὰ χρήματα γιὰ τὸ εἰσιτήριο. Περπατήσαμε σὲ ἔρημους δρόμους, χωρὶς ἀνθρώπους καὶ χωρὶς αὐτοκίνητα. Θυμᾶμαι πὼς ἦταν μιὰ πολὺ ὡραία νύχτα, βλέπαμε τὰ σπίτια, τοὺς κήπους, τοὺς φράχτες, σκοτεινὰ καὶ μυστηριώδη, ἔτσι ὅπως ποτὲ δὲν εἶναι μέσα στὴ μέρα. Τὸ διαμέρισμα δὲν ἦταν κοντά. Περπατήσαμε ἀρκετὴ ὥρα, ἐγὼ δὲν εἶχα ἰδέα ποῦ βρισκόμασταν, ἐκεῖνος μὲ πήγαινε δεξιά, ἀριστερά, εὐθεία, πάνω, κάτω.
Τὸ
διαμέρισμα ἦταν σὲ ἕνα κτίριο ὑπὸ κατασκευή, μισὸ χτισμένο, μισὸ
γιαπί. Τὸν ρώτησα ἂν εἶχε ξανάρθει. Ἦταν ἡ πρώτη φορά. Ξεκλείδωσε
μιὰ πόρτα καὶ μπήκαμε σὲ ἕναν χῶρο ποὺ ἔμοιαζε μὲ κουζίνα. Ἦταν μιὰ
κουζίνα ποὺ εἶχε ἐκτός τῶν ἄλλων καὶ ἕνα στρωμένο διπλὸ κρεβάτι. Ἐκεῖ
βγάλαμε τὰ ροῦχα μας. Μὲ τράβηξε πάνω του καὶ μοῦ εἶπε: «Θέλω νὰ μπῶ μέσα
σου ἀπὸ ὅλα τὰ ἀνοίγματα τοῦ σώματός σου, θέλω νὰ μπῶ ἀπὸ κεῖ ποὺ μὲ
θέλεις νὰ μπῶ καὶ ἀπὸ κεῖ ποὺ δὲν μὲ θέλεις, θέλω νὰ σοῦ προκαλέσω πόνο,
νὰ σὲ δῶ νὰ πονᾶς, νὰ σὲ δῶ σὲ ἔκσταση, μίλησέ μου, σὲ παρακαλῶ, μίλα
μου, συνέχεια, χωρὶς διακοπή, μὴ σταματᾶς, μίλα μου, ὅ,τι σοῦ ἔρχεται,
πὲς σὲ μένα ὅ,τι θὰ ἔλεγες σὲ κεῖνον ποὺ ἀγαπᾶς, ὅλα, θέλω νὰ σὲ ἀκούσω
νὰ τὰ λές.» Τοῦ μίλησα, δισταχτικά, ἐπιθετικά, βίαια, τρυφερά, πολὺ
ἁπαλά, ὅπως ἤθελα. Ὅπως μοῦ ζήτησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου