ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΦΕΡΑ νὰ γίνω, ἦταν
μητέρα. Μιὰ μητέρα χοντρὴ μὲ κοντὰ ποδιὰ σφηνωμένα σὲ ἄβολες ρὸζ
κάλτσες. Πάντα εἶχα μεγάλη λεκάνη. Αὐτὴ θὰ κάνει πολλὰ παιδιὰ ἔλεγε
ἡ μάνα μου, θὰ μᾶς γεννοβολᾶ ὅλη τὴν ὥρα. Θὰ ἀνοίγει τὰ πόδια της θὰ
βάζει τὰ χέρια της καὶ θὰ τραβᾶ τὰ μωρὰ νὰ βγοῦνε στὸν κόσμο μιλιούνια.
Ἄνοιγα τὰ πόδια μου, ἔβαζα τὰ χέρια μου ἔβγαζα τὰ μώρα στὸν κόσμο μιλιούνια,
τὰ ἔβαζα στὸ στῆθος μου καὶ θήλαζα γάλα. Ἔτρεχε τὸ γάλα ποταμὸς ἀπὸ
τὰ στήθια μου καὶ ἐγὼ ἔκλαιγα ἄσπρα μεγάλα δάκρυα. Κολλοῦσε τὸ γάλα
μου, κυλοῦσε στὴν κοιλιά μου στὰ πόδια μου κόμπους, κομμάτια. Κάποτε ἔβαζα
τὰ μωρὰ στὸ στῆθος μου καὶ ἔτρεχα. Αὐτὰ χτυπούσανε πάνω στὰ πόδια μου,
στὴν μέση μου, βαστιόνταν γερὰ μόνο ἀπὸ τὸ στῆθος μου, εἶχα τὰ χέρια
γεμάτα τσάντες καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τὰ κρατήσω. Ἔτρεχα ὅμως γρήγορα
καὶ ἂς εἶχα δυὸ μωρὰ στὸ στῆθος μου. Αὐτὸ ποὺ λένε γιὰ τοὺς χοντροὺς πὼς
δὲν τρέχουν γρήγορα, γιὰ μένα καθόλου δὲν ἰσχύει. Πολὺ ἔτρεχα καὶ εἶχα
καὶ τὰ μωρὰ σφηνωμένα νὰ ρουφᾶνε στὸ στῆθος μου. Ἔτρεχα. Κάποτε στείρευε
τὸ στῆθος μου, ἔνιωθα τὸ γάλα ποὺ στέρευε, φτάνει, ἀλλὰ τὰ μωρὰ ρουφοῦσαν
ἀκόμα, ἄκουγα τὸ στόμα τους ποὺ ἔκανε ρούφφφφ καὶ ἔπειτα ἔπιαναν αἵματα
ἢ καὶ λίγο κρασὶ καὶ ἔπιναν. Ἕνα κρασὶ ὡραῖο κόκκινο, λίγο γλυκό,
ποὺ ἔπινα τὶς νύχτες, κρυφὰ στὴν ζούλα. Μὴν πίνεις κρασί μοῦ ἔλεγε ὁ
Νίκος, μὴν πίνεις κρασὶ στὸ σπίτι, ἔχουμε μωρὰ παιδιά, κοιτᾶνε. Ξύπνα,
πάλι μιλᾶς στὸν ὕπνο σου. Ξυπνοῦσα ἔτρεχα νὰ δῶ τὰ μωρά, κοιμόντουσαν
χορτασμένα μὲ πρησμένες κοιλιές, στὸ πηγούνι τους σκούπιζα μιὰ ἰδέα
σάλια μὲ ρὸζ χρῶμα. Γενικὰ σὰν οἰκογένεια μᾶς ἄρεσε τὸ ρόζ, ἀγοράζαμε
ρὸζ κάλτσες καὶ ρὸζ παλτουδάκια καὶ κάτι κόκκινα ἀχνὰ γλυκάκια ποὺ τὰ
τρώγαμε μὲ σαντιγὶ τὰ ἀπογεύματα. Ἡ λεκάνη μου βάρυνε. Χόντραινε.
Μὴν τρῶς τόσα γλυκά, ἔλεγε ὁ Νίκος, μὴν τρῶς τόσο πολύ. Τὰ παιδιὰ κοιτᾶνε.
Τὶς νύχτες ἔπιανα μιὰ κόκκινη ἀχνὴ κλωστή, θὰ μποροῦσες νὰ τὴν πεῖς
καὶ ρόζ, περνοῦσα ἄρον ἄρον τὸ βελόνι, ἔραβα σφικτὰ τὰ χείλια μου. Ἔκανα
στὸ στόμα μου σταυροβελονιά, γαλλικὴ στενὴ ραφή, εἶμαι καλὴ στὸ βελόνι,
χρυσοχέρα, ἔφτιαχνα τὸ στόμα μου κέντημα, τοὺς κόμπους μόνο δὲν κατάφερνα,
δὲν τέλειωνα, ἡ ραφή μου ξήλωνε, ξέφτιζε πάλι τὸ πρωί. Νὰ τὸ ράψεις
καὶ νὰ μὴν τρῶς καὶ νὰ μὴν μιλᾶς, ἔλεγε ὁ Νίκος. Κι ἐγὼ τὶς νύχτες ἔραβα
ἀλλὰ τὸ πρωὶ ὅλα τα ξήλωνα, μπορεῖ νὰ ἔφταιγε ἡ κλωστή, ποὺ ἦταν ἀνοικτὴ
κόκκινη ἀχνή, θὰ μποροῦσες νὰ τὴν πεῖς καὶ ρόζ. Μιὰ νύχτα ποὺ ἔραβα μοῦ
ἔσπασε ἡ κλωστὴ καὶ πῆγα νὰ βρῶ τὴν μάνα μου. Δὲν μοῦ ἔμαθες τῆς εἶπα
καθόλου νὰ κάνω κόμπους, ἐσὺ φταῖς, τὸ μόνο ποὺ κατάφερα νὰ κάνω εἶναι
μωρὰ λόγῳ ποὺ εἶχα μεγάλη ἀνοικτὴ λεκάνη ποὺ ρούφηξαν ἀπὸ τὸ στῆθος
μου ὅλο το αἷμα μου, ἀλλὰ δὲν μὲ ἔμαθες νὰ κάνω κόμπους νὰ ράβω τὸ στόμα
μου, νὰ ράβω τὰ χείλη μου. Τῆς τά ΄πα μιὰ χαρὰ καὶ ξεθύμανα, τὸ ἄλλο πρωὶ
μετάνιωσα καὶ πῆγα νὰ τῆς πάρω λίγα λουλούδια στὸ μνῆμα της. Πῆγα καὶ
ἀγόρασα κάτι μεγάλα ρὸζ γαρύφαλλα, μὲ ἄσπρα νερά, ὁλάνθιστα, εἶχαν
ἀκόμα τὴν δροσιὰ πάνω τους, ὡραιότατα, ἑφτὰ εὐρὼ τὰ πλήρωσα. Τὴν ὥρα
ποὺ ἔφευγα τὶς ἄκουσα πάλι ποὺ σχολίαζαν τή μάνα μου, κοίτα την καλὲ
ποὺ τώρα τὴν θυμήθηκε, κοίτα ποὺ τῆς παίρνει λουλούδια τώρα ποὺ πέθανε.
Εἶναι καὶ λιγάκι ὑποκρισία αὐτό, ἔλεγε ὁ Νίκος, τόσο ποὺ τσακωνόσασταν
τώρα πηγαίνεις καὶ πλένεις τὸν τάφο της, γεμίζεις κουβάδες νερὸ καὶ
πλένεις τὰ μάρμαρα. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν τοῦ ἀπάντησα, αὔριο ποὺ πῆγα στὸ μνῆμα
ἔμαθα νὰ κάνω κόμπους πού μοῦ ἔδειξε ἡ μάνα μου, ράβω τὰ χείλη μου, ἡ
λεκάνη μου χόντρυνε, γεμίζω κουβάδες νὰ πιεῖ νερὸ ἡ μάνα μου, τὸ μόνο
ποὺ κατάφερε ἡ καημένη εἶναι νὰ γίνει μητέρα. Ἔχει μεγάλη λεκάνη.
Ἀνοίγει τὰ πόδια της βάζει τὰ χέρια της τραβᾶ τὰ μωρὰ νὰ βγοῦνε στὸν κόσμο
μιλιούνια. Μαμά. Πάντα ὅταν φεύγω ἀπὸ τὸ μνῆμα κλαίω μεγάλα ἄσπρα
δάκρυα.
Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα
Ημέρες ορειβασίας
Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015
Κωνσταντία Σωτηρίου : Ἄσπρα, μεγάλα δάκρυα
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Κωνσταντία Σωτηρίου (Λευκωσία, 1975). Εἶναι ἀπόφοιτος τοῦ Τμήματος
Τουρκικῶν καὶ Μεσανατολικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου καὶ
κάτοχος μεταπτυχιακοῦ στὴν Ἱστορία τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο
τοῦ Μάντσεστερ. Δημοσίευσε τὸ μυθιστόρημα Ἡ
Ἀϊσὲ πάει διακοπές (ἐκδ. Πατάκης, 2015).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου