Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Μπρέχτ : "Η 'οπερα της πεντάρας"


Το κλασικό αριστούργημα του Μπέρτολντ Μπρεχτ 

                         «Κυρίες και κύριοι σκεφτείτε,
τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας
μπροστά στην ίδρυσή της
και τι η δολοφονία ενός ανθρώπου
                            μπροστά στην πρόσληψή του.»                                                                
Μπέρτολντ Μπρεχτ
  
               
Λιμπρέτο: Μπέρτολντ Μπρεχτ
Παραγωγή: Σέιμουρ Nέμπενζαλ
Πρωτότυπο σενάριο: Τζον Γκρέι
Φωτογραφία: Φριτζ Άρνο Βάγκνερ
Μοντάζ: Χανς Όσερ
Καλλιτεχνικός Διευθυντής: Αντρέι Αντρέγιεφ
Μουσική: Κουρτ Βάιλ
Ενορχηστρώσεις: Άντολφ Γιάνσεν
Γαλλική εκδοχή: Σόλανζ Μπούσι
Εταιρείες παραγωγής: Τobis-Filmkunst/Nero Film/Warner Bros /First National Productions


         
 ΣΥΝΟΨΗ
Η «Όπερα της πεντάρας», γράφτηκε από τον Μπρεχτ το 1928, την παραμονή δηλαδή του μεγαλύτερου ως τότε παγκόσμιου οικονομικού κραχ. Αποτελεί διασκευή του έργου του Τζων Γκαίυ, «H Όπερα του ζητιάνου» (1728), από το οποίο διατήρησε το σατιρικό ύφος, όχι όμως διακωμωδώντας την ιταλική όπερα αλλά καυτηριάζοντας την αστική υποκρισία. Λίγο αργότερα, το 1931 σκηνοθετήθηκε για τη μεγάλη οθόνη από τον Γκεόργκ Βίλχελμ Πάμπστ. Ο Πάμπστ γύρισε την ταινία σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική, με δύο καστ (Γερμανούς και Γάλλους ηθοποιούς), σύμφωνα με την κοινή πρακτική που ακολουθούσαν οι δημιουργοί στις αρχές της περιόδου του ομιλούντος κινηματογράφου. Ογδόντα χρόνια μετά το γύρισμα της ταινίας, το έργο παραμένει επίκαιρο, σαρκαστικό και ένα δριμύ «κατηγορώ» στο καπιταλιστικό σύστημα, που εκμεταλλεύεται ακόμη και τους πιο αδύναμους κρίκους της κοινωνίας σε κάθε εποχή, δηλαδή τους ανέργους και την ανάγκη τους για δουλειά. Εμπόριο μπορούν να γίνουν τα πάντα, ακόμη και η ελεημοσύνη. Πρωταγωνιστές, ένας στυγνός «επιχειρηματίας» με εταιρεία-βιτρίνα που εκμεταλλεύεται τους επαίτες του Λονδίνου αλλά δηλώνει φτωχός, ένας επίορκος αστυνομικός, ένας ληστής που λιγουρεύεται τα μεγάλα «πορτοφόλια», μια διάσημη πόρνη. Πρόκειται για μορφές βγαλμένες από τη φαντασία του Μπρεχτ  με φόντο την αστική τάξη του βικτοριανού Λονδίνου, οι οποίες όμως παραμένουν  εξαιρετικά γνώριμες και σήμερα. Η ταινία είναι μια επίκαιρη επιλογή και κριτικό σχόλιο για τις εποχές που διανύουμε,  όπου το σύγχρονο οικονομικοκοινωνικό σύστημα περνά την πιο βαθιά του κρίση.


Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΜΠΣΤ (γαλλική και γερμανική)
Το 1930, ο Γκέοργκ Βίλχεμ Παμπστ άρχισε τα γυρίσματα της «Όπερας της πεντάρας», σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική με διαφορετικούς ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά με τους ίδιους ηθοποιούς στους δεύτερους ρόλους και τα ίδια σκηνικά. Ο λόγος ήταν πως ήθελε, όπως και πολλοί άλλοι σκηνοθέτες της ίδιας εποχής, να χαρίσει στην ταινία το διεθνές κύρος που είχαν οι ταινίες του βωβού κινηματογράφου μερικά χρόνια πιο πριν. Η πρακτική όμως αυτή διόγκωνε τον προϋπολογισμό και παρέτεινε το χρόνο των γυρισμάτων κι έτσι, εγκαταλείφθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Όσες ταινίες επέζησαν εκείνης της περιόδου σε δύο εκδοχές, προσφέρουν συναρπαστικό υλικό για σύγκριση. Η εταιρεία παραγωγής Warner Bros, σε συνεργασία με την Nero Film, σκόπευε να γυρίσει την ταινία και σε αγγλική εκδοχή, αλλά η ιδέα αυτή σκιάστηκε από τη δικαστική διαμάχη του Μπρέχτ και του Βάιλ με τη Nero Film. Λόγος ήταν πως οι δύο δημιουργοί θεωρούσαν πως η εταιρεία παραγωγής είχε διαστρεβλώσει το έργο τους. Αργότερα, αποδείχτηκε πως ο ίδιος ο Μπρεχτ είχε κάνει μόνος τους πολλές αλλαγές στο σενάριο της ταινίας του Παμπστ και έτσι έχασε το δικαστήριο, αλλά ο Βάιλ κέρδισε παίρνοντας και αποζημίωση.

Ο Μπρεχτ και ο Βάιλ είχαν όμως δίκιο. Η ταινία έχει αρκετές διαφορές από το θεατρικό. Στόχος τους ήταν ένα έργο «από ζητιάνους, για ζητιάνους» με λιτά σκηνικά και κοστούμια, ενώ ο Παμπστ μαζί με τον  καλλιτεχνικό διευθυντή Αντρέγιεφ έστησαν το πιο εντυπωσιακό σκηνικό ταινίας που είχε ποτέ δει το γερμανικό θέατρο. Ο Μπρεχτ πίστευε, σύμφωνα με την περίφημη θεωρία της «αποξένωσης», πως το κοινό του παρακολουθούσε ένα δράμα και δε θα έπρεπε να ταυτίζεται με τους χαρακτήρες. Ο Πάμπστ, από την άλλη, μέσω του μονοκόμματου μοντάζ και της κλίσης του για ψυχολογική εξερεύνηση των χαρακτήρων, εμπλέκει το θεατή. Αρκετά από τα πιο πικρά και καυστικά τραγούδια του θεατρικού, λείπουν από την ταινία. Ωστόσο, η ταινία, με το αιχμηρό και έντονο αντικαπιταλιστικό κλείσιμό της, παίρνει ουσιαστικά μια πιο ισχυρή πολιτική θέση σε σχέση με το θεατρικό έργο. Ο Μπρεχτ δεν είδε τη γαλλική βερσιόν της ταινίας, η οποία, μάλλον θα τον ενοχλούσε περισσότερο. Λείπουν μερικές μικρές σκηνές λόγω της γαλλικής λογοκρισίας της εποχής εκείνης, αλλά ακόμη και αν υπήρχαν, πάλι η γαλλική εκδοχή θα ήταν δέκα λεπτά μικρότερη από τη γερμανική, καθώς οι Γάλλοι ηθοποιοί παίζουν με ταχύτερο ρυθμό.
Η πρεμιέρα της ταινίας στη Γερμανία έγινε στις 19 Φεβρουαρίου του 1931 και σύντομα προβλήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Πολύ σύντομα η φήμη του έργου έφτασε στην Αμερική, όπου προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 13 Απριλίου του 1933 στο Empire Theatre της Νέας Υόρκης. Αξίζει να σημειωθεί πως στην ταινία του Παμπστ, το ρόλο της Τζένη κρατά η πανύψηλη βιεννέζα ηθοποιός Λότε Λένια, ο μεγάλος έρωτας και σύζυγος του Κουρτ Βάιλ. Η δυναμική ηθοποιός ακολουθούσε ένα δικό της άστατο τρόπο ζωής, με εξωσυζυγικές σχέσεις, που δεν ενοχλούσαν όμως τον Βάιλ. Παρ' όλο που πήραν διαζύγιο, συνέχισαν να είναι φίλοι, και παντρεύτηκαν ξανά τέσσερα χρόνια αργότερα. Έκτοτε έζησαν μαζί διατηρώντας και οι δύο παράλληλες σχέσεις.
Η ταινία αποτελεί ορόσημο των πρώιμων χρόνων του ομιλούντος κινηματογράφου. Ο Παμπστ καταφέρνει να δημιουργήσει μια πολύ όμορφη οπτική αίσθηση του χώρου και του χρόνου στο βικτοριανό Σόχο του Λονδίνου. Ο σκιερός φωτισμός αναδεικνύει το στοιχείο της διεφθαρμένης κοινωνίας και τα τραγούδια μάς διασκεδάζουν με τον κυνισμό τους («Μακ ο Μαχαιροβγάλτης»), τον κυνισμό για την αφελή αγάπη («Το γαμήλιο τραγούδι των φτωχών»), το κυνισμό της ρεαλιστικής αγάπης («Το τραγούδι της Πόλυ»), τον κυνισμό του στρατού («Τραγούδι των κανονιών») και τέλος τον κυνισμό της απέχθειας («Η Τζένη των πειρατών»).





Η ΥΠΟΘΕΣΗ                                                                                      
Η ταινία ακολουθεί την ιστορία του Μακήθ Μέσερ ή Μακ του Μαχαιροβγάλτη. Ενός δολοφόνου, βιαστή, εμπρηστή και κλέφτη. Ο Μακήθ, εμφανίζεται ως αξιοπρεπής κύριος με το στενό του κοστούμι, το γκρι του καπέλο και την ακριβή πίπα τσιγάρου από ελεφαντόδοντο, κι έτσι ρίχνει εύκολα τους άλλους στα δίχτυα του. Γι’ αυτόν τα μαθαίνουμε όλα από έναν πλανόδιο μουσικό, που διασκεδάζει το πλήθος στο δρόμο λέγοντας ιστορίες με τα κατορθώματα του περιβόητου κακοποιού. Στην ιστορία μπαίνει τώρα ο Ιερεμίας Πήτσαμ, ο οποίος δηλώνει φτωχός, αλλά είναι ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης εταιρείας ζητιάνων στο Λονδίνο, την «Τζόναθαν Τζερεμάια Πήτσαμ Α.Ε.». Ο Πήτσαμ προσλαμβάνει ανέργους και τους εκμεταλλεύεται, μετατρέποντάς τους σε «εξειδικευμένους» ζητιάνους που εργάζονται γι’ αυτόν. Ο Μακήθ, ερωτεύεται την όμορφη Πόλυ, κόρη του Πήτσαμ ενώ βάζει στο μάτι  και την «επιχείρηση» του. Έτσι, παντρεύεται κρυφά την Πόλυ με σκοπό να βάλει χέρι στα κέρδη. Ο γάμος γίνεται σε μια σκονισμένη υπόγεια αποθήκη, διακοσμημένη πολυτελώς με κλεψιμαίικα από τα καλύτερα μαγαζιά του Λονδίνου και με την παρουσία ζητιάνων και ληστών, αλλά και του Τάιγκερ Μπράουν (ή Μπράουν ο Τίγρης), αρχηγού της αστυνομίας και κολλητού του Μακήθ! Όταν ο Πήτσαμ το μαθαίνει, καταλαβαίνει ότι η «εταιρεία» του κινδυνεύει, και αποφασίζει να εκδικηθεί τον Μακήθ. Προσπαθεί λοιπόν να τον καταδώσει στην αστυνομία, και απειλεί τον Τάιγκερ Μπράουν πως αν δε συλλάβει τον Μακήθ, θα οργανώσει εξέγερση όλων των ζητιάνων της πόλης με σκοπό τη διατάραξη της επικείμενης στέψης της βασίλισσας. Ο Τάιγκερ προειδοποιεί τον Μακήθ, και ο Μακήθ καταφεύγει στην Τζένη, την ερωμένη του, ζητώντας της να τον κρύψει. Η Τζένη όμως θα τον προδώσει από ζήλια και θα τον παραδώσει στην αστυνομία. Ο Μακήθ κλείνεται στη φυλακή, περιμένοντας την κρεμάλα. Εντωμεταξύ, η Πόλυ έχει αναδειχτεί σε εξαιρετική αρχηγός των ζητιάνων – παίρνοντας την «κλίση» του πατέρα της. Η πανουργία του Πήτσαμ βρίσκει συνεργό την πεποίθηση του Μακήθ ότι όλα λύνονται με απειλές και χρήμα, κι έτσι, συμφωνούν από κοινού ότι ο πιο εύκολος τρόπος να ληστεύουν τους άλλους δεν είναι πλέον με τον παράνομο τρόπο, αλλά με την ίδρυση μιας τράπεζας, μέσω της οποίας θα ληστεύουν τους άλλους νόμιμα! Έτσι, με αυτό το «χαρούμενο» τέλος, μένουν όλοι ευχαριστημένοι!








Η «ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΆΡΑΣ» ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
Το έργο έκανε πρεμιέρα στις 31 Αυγούστου του 1928 στο Σιφμπάουερνταμ Τεάτερ του Βερολίνου - θέατρο που έγινε από το 1954 η έδρα του θιάσου του Μπρεχτ, του Μπερλίνερ Ανσάμπλ - σε σκηνοθεσία Έριχ Ένγκελ, σκηνικά Κάσπαρ Νέχερ, με τους Χάραλντ Πάουλσεν, Ρόζα Βαλέτι, Έριχ Πόντο και Λότε Λένια (σύζυγος του Κουρτ Βάιλ) στους βασικούς ρόλους. Το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και λόγω της εκπληκτικής μουσικής του Κουρτ Βάιλ. Την επομένη κιόλας της πρεμιέρας, τα τραγούδια του έργου ακούγονταν στους δρόμους του Βερολίνου και σύντομα άνοιξε ένα μπαρ με όνομα «Η Όπερα της πεντάρας» όπου παιζόταν αποκλειστικά η μουσική του έργου. Μουσική με στοιχεία τζαζ, με επιρροές από στρατιωτικά εμβατήρια, από μουσικά καμπαρέ και από ψαλμούς, ρομαντική και νοσταλγική, συνοδευτική της μπρεχτικής πρόζας αλλά και αυτάρκης.
Ο ίδιος ο Βάιλ έγραφε χαρακτηριστικά για τη μουσική του σε γράμμα του στην εφημερίδα «Anbruch» τον Ιανουάριο του 1929: «Σε κάθε μουσικό έργο προορισμένο για τη θεατρική σκηνή προβάλλει πάντα η ερώτηση: ποια είναι η θέση της μουσικής, ιδιαίτερα του τραγουδιού, στο έργο; Εδώ η ερώτηση επιλύθηκε με τον πιο εύκολο τρόπο. Το έργο είχε μια ρεαλιστική πλοκή, κι έτσι έπρεπε να αντιπαραθέσω σε αυτή τη μουσική, δεδομένου ότι δεν θεωρώ ότι η μουσική μπορεί να επιφέρει ρεαλιστικά αποτελέσματα από μόνη της. Εκ τούτου η δράση είτε διακόπηκε, προκειμένου να εισαχθεί η μουσική, είτε η δράση οδηγήθηκε σκόπιμα σε ένα σημείο όπου δεν υπήρξε καμία άλλη εναλλακτική λύση από το να υπάρξει τραγούδι».
Ο πυρετός που κατέλαβε τους Βερολινέζους για το έργο, πέρασε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Τον Απρίλιο του 1929 το έργο παίχτηκε στο Γκρατς, προκαλώντας επέμβαση ναζιστικών ομάδων. Το Μάιο της ίδιας χρονιάς παίχτηκε στο Θέατρο Πόλσκι της Βαρσοβίας, σε σκηνοθεσία Λέον Σίλλερ, το Μάρτιο του 1930 στο Ζάλτσμπουργκ, προκαλώντας και πάλι την επέμβαση ναζιστικών ομάδων, τον Ιανουάριο του 1930 στο Θέατρο Δωματίου της Μόσχας σε σκηνοθεσία Αλεξάντρ Τάιροφ και στις 13 Οκτωβρίου 1930 εγκαινίασε το Τεάτρ Μονπαρνάς, σε σκηνοθεσία του Γκαστόν Μπατί. Η «Όπερα της Πεντάρας» ανήκει στα πιο δημοφιλή έργα του διεθνούς ρεπερτορίου που μετράει περισσότερες από 10.000 σκηνικές παρουσιάσεις (από την πρεμιέρα του το 1928).





Στην Ελλάδα                                                                                                                    
Το έργο παίχτηκε στη χώρα μας για πρώτη φορά από το θίασο του Νίκου Χατζίσκου το 1962, με τον παραπλανητικό τίτλο «Ρομάντζο της πεντάρας». Η «Όπερα της Πεντάρας» έγινε όμως γνωστή στην Ελλάδα το χειμώνα του 1975 σε μια θρυλική παράσταση στο θέατρο «Κάππα», σε σκηνοθεσία και διασκευή Ζυλ Ντασσέν και μετάφραση από τον Παύλο Μάτεσι, με την Μελίνα Μερκούρη, η οποία ως «Τζένη» τραγουδά τον «Μακ τον μαχαιροβγάλτη», την «Τζένη των πειρατών», το «Τραγούδι της Μπάρμπαρα», κ.ά., έχοντας συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο. Μια ακόμη πολύ σημαντική παράσταση ήταν αυτή που ανέβασε το 1981 το Μπερλίνερ Ανσάμπλ (που ίδρυσε ο Μπρεχτ στο ανατολικό Βερολίνο) στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στο Ηρώδειο, ενώπιον, για δύο βράδια, δέκα χιλιάδων θεατών. Άλλη μια παράσταση της «Όπερας της Πεντάρας»  ανέβηκε την περίοδο 1980-1981 στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών - Κεντρική Σκηνή σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου και μετάφραση του ιδίου και της Σωτηρίας Ματζίρη. Το καλοκαίρι του 1993, η «Όπερα της Πεντάρας» ανέβηκε ξανά σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν και με ένα μεγάλο καστ ηθοποιών. Ο Λάκης Λαζόπουλος ήταν στο ρόλο του Μακήθ, ο Κώστας Καζάκος υποδυόταν τον Πήτσαμ και η Πέμη Ζούνη την Πόλυ. Το έργο ανέβηκε επίσης και το 2005 από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας σε μετάφραση της Λαμπρινής Παππά. Τον Ιανουάριο του 2010,  η «Όπερα της Πεντάρας» ανεβαίνει στο «Παλλάς» από τον αναγνωρισμένο σκηνοθέτη και πρωτοστάτη του πειραματικού θεάτρου, Robert Wilson, σε μια παράσταση άψογα σχεδιασμένων σκηνών σε κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Τέλος, το 2009, «Η Όπερα της Πεντάρας» ανεβαίνει σε απόδοση-σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, με τους ηθοποιούς Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Στέλιο Μάινα, Ρένια Λουιζίδου, Αλέξανδρο Μπουρδούμη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και πολλούς άλλους εκλεκτούς ηθοποιούς. Η πρεμιέρα της παράστασης δόθηκε  στην Αθήνα στο Θέατρο Badminton και στη συνέχεια παρουσιάστηκε σε επιλεγμένες πόλεις και θέατρα της ελληνικής περιφέρειας αλλά και στην Κύπρο, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.
(Πηγές: Μεγάλη μουσική βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Σύλλογος «Οι φίλοι της μουσικής», www.mmb.org.gr, Eλληνική Θεαμάτων: http://www.ellthea.gr, www.musicpaper.gr, Η Αυγή, Κώστας Γεωργουσόπουλος)  

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΥΡΤ ΒΑΙΛ
Ακολουθούν αποσπάσματα από τη συνέντευξη του μαέστρου και βαρύτονου κυρίου Χ. Κ. Γκρούμπερ στην Ελευθεροτυπία (στην Ιωάννα Κλεφτογιάννη, 22/01/2008), ο οποίος μιλά για τη μουσική του Κουρτ Βάιλ και τη συνεργασία που είχε ο Γερμανός μουσικός με τον Μπρεχτ.



Ποιες είναι οι βασικές ιδιαιτερότητες του μουσικού του ιδιώματος;
«Στη μουσική του Βάιλ υπάρχει μη τονικότητα. Προτού συναντήσει τον Μπέρτολντ Μπρεχτ και δουλέψουν την “Όπερα της πεντάρας”, ο Βάιλ έγραφε συμφωνικές συνθέσεις στο «σύνορο» της μη τονικής μουσικής. Στη μουσική της Όπερας για πρώτη φορά απλοποιεί τη μουσική δομή, χωρίς να χάνεται όμως η συμφωνική συνθετότητα. Άλλωστε, ο Μπρεχτ τού είχε ζητήσει το συμβιβασμό μεταξύ της όπερας και της οπερέτας. Κι έτσι ο Βάιλ ανακάλυψε ότι ήταν απαραίτητο να γράψει απλά και εύληπτα τραγούδια».
Αυτό συνέβη και γιατί ήθελε να προσεγγίσει το ευρύ κοινό;
«Ήθελε να προσεγγίσει τις μάζες και το κατόρθωσε. Ακόμη και στο Μπρόντγουεϊ ήταν ο πιο επιτυχημένος συνθέτης. Ήταν ικανός να γράψει μελωδίες που μπορούσε να σφυρίξει ο καθένας».
Έχει σήμερα απήχηση η μουσική του;
«Σήμερα ο Βάιλ είναι ίσως ο πιο γνωστός και πιο σημαντικός κλασικός Γερμανός συνθέτης του 20ού αιώνα. Είναι πολύ δημοφιλής. Την περίοδο που ζούσε στο Βερολίνο είχε ονομαστεί ο σημαντικότερος Γερμανός αβανγκάρντ συνθέτης. Στην Αμερική διαπίστωσε ότι μόνο ως συνθέτης θεάτρου μπορούσε να επιβιώσει».
Ολοι κάπου, κάπως, κάποτε επιδίωξαν να τραγουδήσουν Βάιλ: από τον Στινγκ μέχρι τον Τομ Γουέιτς. Ποια ερμηνεία προτιμάτε;
«Οι αγαπημένες μου είναι οι original με τη Λότε Λένια. Πιστεύω, όμως, ότι θα άρεσε και στον Βάιλ ο Στινγκ. Ωστόσο, αυτό που θα έλεγε σε όλους -μεταξύ αυτών, και στον Στινγκ- είναι «μην ξεχνάτε την πρωτότυπη εκτέλεση». Ο Βάιλ ακόμα και σήμερα παραμένει αβανγκάρντ. Σε καμία περίπτωση δεν έχει ξεπεραστεί».

Η «ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ» ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΕΝΤΑΓΡΑΜΜΟ
Η μελοποιημένη δουλειά του Μπέρτολντ Μπρεχτ έγινε ευρέως γνωστή στην Ελλάδα μέσα από έναν εκπληκτικό δίσκο με ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη και μετάφραση του Παύλου Μάτεσι, με τίτλο «Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδάει Μπέρτολντ Μπρεχτ». Στο δίσκο περιλαμβάνονται και τρία τραγούδια από την «Όπερα της Πεντάρας», πάλι σε μετάφραση Παύλου Μάτεσι, ο οποίος τα είχε γράψει με αφορμή το ανέβασμα του έργου στο θέατρο «Κάπα» απ’ τον Ντασέν το 1975-’76. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1979 αλλά απαγορεύτηκε και με απόφαση της επιτροπής ελέγχου της ΕΡΤ, δεν επιτράπηκε η αναμετάδοση των τραγουδιών από τα ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ. Εύλογη η απαγόρευση για εκείνη την εποχή αφού στα περισσότερα τραγούδια πρωταγωνιστούν περιθωριακοί ήρωες, καταγγέλλονται οι ισχυροί και οι προστάτες, καταδικάζεται ο πόλεμος, υμνείται η δύναμη της εργατικής τάξης κ.ά.




Έτσι, ακούμε για τη «Τζένη των Πειρατών», από την «Όπερα της Πεντάρας», την πόρνη, δηλαδή, Τζένη, η οποία προαναγγέλλει την εκδίκησή της: «Κι όλα τα βρωμόσπιτά σας τα γκρέμισαν σε μια νύχτα/ απομένει μονάχα το μπορντέλο τούτο εδώ/ κι απορείτε γιατί τ’  άφησαν αυτό;» Αντίστοιχες πρωτότυπες συνθέσεις ή διασκευές των συνθέσεων του Βάιλ επιχείρησαν όλα αυτά τα χρόνια αρκετοί ακόμα συνθέτες όπως ο Δημήτρης Λέκκας, ο Τάκης Φαραζής, η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Ηρακλής Πασχαλίδης κ.ά. στο πλαίσιο πάντα της θεατρικής παράστασης που ανέβαινε.
(Πηγή:http://www.musicpaper.gr/)
ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΑΠ’ ΤΗΝ «ΤΖΕΝΗ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ» από την «Όπερα της Πεντάρας» (από το δίσκο «Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδάει Μπρεχτ», 1979, μετάφραση: Παύλος Μάτεσις)
Η Τζένη των πειρατών
Κύριοί μου καλοί, με πληρώνετε εδώ, και σας κάνω όλα τα γούστα
και μου ρίχνετε πεντάρες και σας λέω ευχαριστώ
στο φτηνό ξενοδοχείο, στη φτηνή την προκυμαία
και δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε                                                                                        μα δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε.

Μα ένα βράδυ βουητό στο λιμάνι
κι όλοι λέν: βουητό ήταν αυτό;
Και αλλάζω τα σεντόνια και γελάω                                                                                     κι όλοι λένε: αυτή γιατί γελάει;
Κι ένα μαύρο καράβι                                                                                                      με 50 κανόνια                                                                                                              στο λιμάνι έχει μπει.

Κύριοί μου καλοί, σας λυπάμαι καθώς παζαρεύω                                                             ποιόν θα πάρω για νυχτιά,
γιατί σε κρεβάτι απόψε δε θα κοιμηθεί κανείς
μα σας λέω την ταρίφα και γελώ κρυφά
που δεν ξέρετε ποια είμαι εγώ                                                                                  που δε μάθατε ποια είμ’ εγώ.

Και μέσα τη νύχτα ουρλιαχτό στο λιμάνι
κι όλοι λέν: τι είναι αυτό το ουρλιαχτό;
Και ορμάω στο παράθυρο με γέλια                                                                               κι όλοι λέν: τι πανηγυρίζει;
Κι ένα μαύρο καράβι κατά πάνω στην πόλη τα κανόνια γυρνά.

Κύριοί μου καλοί τώρα πια δεν γελάτε                                                                               τώρα η πόλη έχει γκρεμιστεί
κι όλα τα βρωμόσπιτά σας τα γκρεμίσαν σε μια νύχτα
απομένει μονάχα το μπορντέλο τούτο δω
κι απορείτε γιατί τ’ άφησαν αυτό;


Μόνο το μπορντέλο στέκει όρθιο στην πόλη
κι όλοι λένε: ποιος να έμεν’ εδώ;
Και θα βγω στην πόρτα εγώ σαν ξημερώσει                                                              και θα πουν: γι’ αυτήν ήτανε λοιπόν!
Και το μαύρο καράβι τη σημαία σηκώνει να με υποδεχτεί.
και κοντά μεσημέρι, εκατό μαύροι άντρες
βγαίνουν από το καράβι και σας πιάνουν
και θα δέσουν μ' αλυσίδες όποιον είχα πελάτη
και δεμένους μ' αλυσίδες θα σας φέρουνε μπροστά μου
και με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω.
Κι όταν θα χτυπάει μεσημέρι στο λιμάνι θα ρωτάτε ποιος θα κρεμαστεί;
Και θ' ακούσετε ν' αποφασίζω: όλοι!                                                                                    Και απάνω στα κουφάρια σας θα πω: έτσι!
και το μαύρο καράβι τα πανιά του ανοίγει και με παίρνει μακριά.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ
Ο Πάμπστ γεννήθηκε το 1885 στο Ράντνιτζ της πρώην Τσεχοσλοβακίας και πέθανε το 1967 στη Βιέννη. Σπούδασε υποκριτική στην Ακαδημία της Βιέννης. Δούλεψε ως σκηνογράφος και θεατρικός ηθοποιός πριν ξεκινήσει τη σκηνοθετική του καριέρα. Το 1921, εμφανίστηκε στην ταινία του Carl Froelich, «Im Banne der Kralle», και στη συνέχεια εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στα επόμενα δύο φιλμ του ίδιου. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το έκανε με την ταινία «Τhe Treasure» το 1923, αλλά η ταινία που του έφερε μεγάλη φήμη ήταν ο «Δρόμος χωρίς χαρά» με τη μεγάλη Δανέζα ηθοποιό Άστα Νίλσεν και τη νεαρή Γκρέτα Γκάρμπο. Η ταινία «Secrets of the soul» (1926) είναι η πρώτη του σοβαρή απόπειρα εξερεύνησης της ψυχολογίας του Φρόιντ μέσω του σινεμά.  Η κριτική του ματιά απέναντι στους αστούς και στην ηθική εκείνης της εποχής είναι εμφανής στις ταινίες του, «The Street of Sorrow» (1925), «Το Κουτί της Πανδώρας» (1929) και στο «Diary of a lost girl». Το αριστούργημα του, «Το κουτί της Πανδώρας» μαζί με την αμέσως επόμενη ταινία, «Diary of a lost girl», καθιέρωσαν την αμερικανίδα ηθοποιό, Λουίζ Μπρουκς, ως ένα από τα σπουδαιότερα κινηματογραφικά σύμβολα. Η αριστερή στάση του και η απέχθεια του προς το διογκούμενο τότε, γερμανικό εθνικισμό, επισφραγίστηκαν από τις τρεις ταινίες, «Στο Δυτικό Μέτωπο» (1930), «Η Όπερα της Πεντάρας» (1928) και «Συντροφικότητα» (1931). Την υπόλοιπη δεκαετία του ’30 ο Παμπστ γύρισε λιγότερο δημοφιλείς ταινίες στη Γαλλία και μία στο Χόλιγουντ. Με το ξέσπασμα του πολέμου, για άγνωστους λόγους, ο Παμστ, προτίμησε να μείνει και να δουλέψει στη Γερμανία, γυρίζοντας τις δύο δραματικές ταινίες, «Ο αγώνας μιας γυναίκας» (1941) και «Paracelsus» (1943). Γύρισε άλλες εννιά ταινίες στη Γερμανία και Ιταλία, πριν το θάνατό του το 1967.



Τη δεκαετία του ’20 και του ’30, ο Παμπστ ανήκε μαζί με τον Λανγκ και τον Μουρνάου στις πιο δημιουργικές μορφές της χρυσής εποχής του γερμανικού κινηματογράφου. Η ανομοιομορφία της δουλειάς του και η διφορούμενη στάση του στη διάρκεια του πολέμου, έφεραν ένα σημαντικό πλήγμα στη φήμη του, η οποία ποτέ δεν αποκαταστάθηκε πλήρως, όμως τα έργα που δημιούργησε παραμένουν και σήμερα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου.  
Φιλμογραφία
The treasure (Der Schatz) (1923)
Δρόμος χωρίς χαρά (Die freudlose Gasse) (1925)
Secrets of the soul (Geheimnisse einer Seele) (1926)
Ο έρως της Ιωάννας Νέι (Die Liebe der Jeanne Ney) (1927)
Όταν τα νιάτα διψούν (Abwege) (1928)
Το κουτί της Πανδώρας (Die Büchse der Pandora) (1929)
Diary of a lost girl (Tagebuch einer Verlorenen) (1929)
Η λευκή κόλαση του Πιτζ Παλού (Die weiße Hölle vom Piz Palü) (1929)
Στο Δυτικό Μέτωπο (Westfront 1918) (1930)
Η όπερα της πεντάρας (Die 3-Groschen-Oper) (1931) 
Συντροφικότητα (Kameradschaft )(1931)
Ατλαντίς (L'Atlantide) (1932)
Δον Κιχώτης (Don Quichotte) (1933)
Έρως σε όλα τα πατώματα (Du haut en bas) (1933)
A Modern Hero (1934)
Θεσσαλονίκη, Η φωλιά των κατασκόπων (Mademoiselle Docteur) (1937)
Το δράμα της Σαγκάης (Le drame de Shanghaï) (1938)
Η αγωνία των κοριτσιών (Jeunes filles en détresse) (1939)



Ο αγώνας μιας γυναίκας (Komödianten) (1941)
Paracelsus (1943) Der Fall Molander (1945)
The trial (Der Prozeß) (1948)
Η φωνή της σιωπής (La voce del silenzio) (1953)
Η κατηγορούμενη σιωπά (Das Bekenntnis der Ina Kahr) (1954)
Οι τελευταίες στιγμές του Χίτλερ (Der letzte Akt) (1955)
20 Ιούλη 1944: Εξέγερση ενάντια στον Χίτλερ (Es geschah am 20. Juli) (1955)
Τριαντάφυλλα για τη Μπετίνα (Rosen für Bettina) (1956)


Κουρτ Βάιλ
Ο Κουρτ Βάιλ, εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στο Ντεσούμ το 1900 και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο το 1920. Ήταν συνθέτης και μαέστρος και σπούδασε σύνθεση δίπλα στους Ε. Χίμπερντινγκ και Φ. Μπουζόνι. Το 1919-1920 έδωσε θεατρικές παραστάσεις ως μαέστρος και σκηνοθέτης στο Ντεσσάου και Λούντενσαϊντ. Το 1923 αρχίζει να συνεργάζεται με έναν από τους πιο σημαντικούς δραματικούς συγγραφείς, τον Γκέοργκ Κάιζερ. Με τον Μπρεχτ συνεργάζεται από το 1927 στο «Μικρό Μαχαγκόνυ», που παίζεται στο φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής του Μπάντεν Μπάντεν και που αποτελεί προπομπό για την περίφημη «Όπερα της πεντάρας». Ο Βάιλ έγραφε πάνω στα έργα του Μπρεχτ πρόσθετα νούμερα, τραγούδια ή μπαλάντες και αργότερα όπερες πάνω σε λιμπρέτα. Το 1933 μετανάστευσε στη Γαλλία. Έζησε επίσης στην Αγγλία και από το 1935 άρχισε να εργάζεται στις ΗΠΑ στα θέατρα του Μπρόντγουεϊ, γράφοντας μουσική για μιούζικαλ, προσπαθώντας να εισαγάγει στο διαδεδομένο αυτό είδος κοινωνικό και κριτικό περιεχόμενο. Εκτός από τη μουσική του θεάτρου έγραψε πολλά έργα για ορχήστρα, μουσική δωματίου, μουσική για τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο. Μερικά από τα πιο γνωστά του τραγούδια είναι τα Alabama Song, Mandalav και Youkali Tango. Η μουσική του Βάιλ έχει στοιχεία τζαζ, επιρροές από στρατιωτικά εμβατήρια, από μουσικά καμπαρέ και από ψαλμούς.





Μπέρτολντ Μπρεχτ
Γερμανός δραματουργός, λιμπρετίστας, συγγραφέας, ποιητής, θεωρητικός του θεάτρου και σκηνοθέτης. Το έργο του, πάνω από δεκατρείς χιλιάδες σελίδες, περιλαμβάνει θεατρικά έργα, ποιήματα, πεζά, θεωρητικά κείμενα για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τέχνη, τη λογοτεχνία, μελέτες, σχόλια, σημειώσεις, ημερολόγια. Ο Μπρεχτ γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας. Μαθητής ακόμη στο γυμνάσιο (1908-1916) δημοσιεύει τα πρώτα του κείμενα, ποιήματα και διηγήσεις, στο περιοδικό του σχολείου του και στην τοπική εφημερίδα. Το 1917, γράφεται στο τμήμα λογοτεχνίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Λούντβιχ Μαξιμίλιαν του Μονάχου, όπου παρακολουθεί σχεδόν αποκλειστικά τα μαθήματα του 'Αρτουρ Κούτσερ, θεατρολόγου και φίλου του Φρανκ Βέντεκιντ. Το 1933 γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο «Βάαλ». Η πρώτη περίοδος του Μπρεχτ τελειώνει το 1923 με τη διασκευή του «Εδουάρδου Β’» του Μάρλοου σε συνεργασία με τον Φόϋχτβανγκερ. Το 1926, μια νέα παραλλαγή του «Βάαλ», με τίτλο «Βίος και πολιτεία του Βάαλ του αρσενικού», ανεβαίνει στη Νέα Σκηνή του Ντόυτσες Τεάτερ σε δική του σκηνοθεσία. Ο Μπρεχτ μιλάει για το «Επικό θέατρο». Το 1927, εκδίδει το «Προσευχητάρι του Μπέρτολτ Μπρεχτ», μια συλλογή ποιημάτων που τον προηγούμενο χρόνο είχαν κυκλοφορήσει ως «Προσευχητάρι της τσέπης». Παράλληλα, συνεργάζεται με τον συνθέτη Κουρτ Βάιλ: το «Μικρό Μαχαγκόνυ», παίζεται τον Ιούλιο στο φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής του Μπάντεν Μπάντεν. Η συνεργασία τους συνεχίζεται και στην «Όπερα της πεντάρας». Συνεχίζοντας τη συνεργασία τους, το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1928, ο Μπρεχτ και ο Βάιλ ετοιμάζουν το «Βερολινέζικο Ρέκβιεμ», καντάτα για το ραδιόφωνο, που θα παιχτεί στις 22 Μαίου του 1929, προκαλώντας επέμβαση της λογοκρισίας. Το 1933 αρχίζει η αυτοεξορία του Μπρεχτ και της οικογένειάς του, που. θα διαρκέσει 15 χρόνια. Σε αυτά τα χρόνια, χωρίς χρήματα, χωρίς θέατρο, ζώντας σε χώρες που δεν μίλαγε τη γλώσσα τους, ο Μπρεχτ θα γράψει πάνω από δέκα θεατρικά έργα, πολλά ποιήματα, θεωρητικά κείμενα και μυθιστορήματα. Ο Μπρεχτ πεθαίνει στις 14 Αυγούστου από έμφραγμα, στο σπίτι του, στο Βερολίνο. Κηδεύεται στις 17 Αυγούστου στο νεκροταφείο του Ντοροτεενφρίντχοφ.





(Πηγή: http://www.mmb.org.gr- Μεγάλη μουσική βιβλιοθήκη της Ελλάδος/Σύλλογος «Οι φίλοι της μουσικής»)



Έγραψαν για την «Όπερα της Πεντάρας»
«Η ένταση των τραγουδιών με ξεσήκωσε μονομιάς».                                                      Μπομπ Ντίλαν
«Η Όπερα της Πεντάρας συμπυκνώνει μια ολόκληρη εποχή και προκαλεί μια ξεχωριστή διάθεση.»                                                                                                 Harold Clurman, Τhe New Republic, The Nation.
«Η Όπερα της Πεντάρας φέρνει τα πάνω κάτω στις κοινώς αποδεκτές αξίες της καλής ζωής.»                                                                                                                        Brooks Atkinson, The New York Times.
«Μια από τις πιο δυνατές δημιουργίες του αιώνα.»                                                          Virgil Thomson
«Ερωτεύτηκα τη μουσική του Βάιλ. Η μυστηριώδης επίδρασή της με στοιχειώνει μέχρι και σήμερα.»                                                                                                         Βurgess Meredith
«Άκουγες τα τραγούδια όπου κι αν πήγαινες το βράδυ…»                                   George Grosz
«Ο κόσμος θεωρεί αυτήν περιγελαστική τζαζ παρτιτούρα, αριστούργημα».             Carmen Capalbo
«Πιστεύω πως η πιο όμορφη και προσβλητική μουσική που έχω ακούσει ποτέ είναι αυτή του Κουρτ Βάιλ από την Όπερα της Πεντάρας.»                                            Walter Kerr
«Πολλοί προσπάθησαν να το μιμηθούν. Κανείς δεν το κατάφερε.»                           Harold Prince
«Η μουσική του Βάιλ είναι τόσο κυνική και συγκινητική και σκιαγραφεί με τέλειο τρόπο της απελπισμένη, τεταμένη ατμόσφαιρα στο Βερολίνο την εποχή εκείνη.»                                                                                                         Aaron Copland
«Η δύναμη του έργου είναι η λεπτότητα που κρύβει κάτω από το προφανές.»          Lotte Lenya
«Δεν επιτίθεται στις νόρμες, αλλά τις ξεπερνά.»                                                      Herbert Ihering
«Αποτελεί παράδειγμα για κάθε σύγχρονη οπερέτα.»                                               Oskar Bie
«Η Όπερα της Πεντάρας δείχνει καθαρά πόσο κοντά βρίσκεται η ανηθικότητα των κοινών ζητιάνων με την επίσημη ανηθικότητα.»                                                    Walter Benjamin 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου