Του Philippe Pons*
Σημείωση ΟΙΚΟΛΟΓΕΙΝ : Θυμάται κανείς το μαζικό και διατεταγμένο κλάμα στη διάρκεια του πένθους για τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Ζονγκ Ιλ , που πέθανε το 2011;
Την άνοιξη του 2012, η εμφάνιση μιας κομψής νέας γυναίκας στο πλευρό του Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Ζονγκ Ουν αποσκοπούσε στο να προσδώσει στο καθεστώς μια περισσότερο μοντέρνα εικόνα. Στη συνέχεια, μάθαμε ότι ονομαζόταν Ρι Σολ Τζου και ότι ήταν η σύζυγός του. Αυτή η γυναικεία παρουσία δημιουργούσε έντονη αντίθεση με το πέπλο μυστικότητας που κάλυπτε την ιδιωτική ζωή του πατέρα του, του Κιμ Ζονγκ Ιλ (που πέθανε το 2011), ο οποίος σπανιότατα εμφανιζόταν συνοδευόμενος από τις συντρόφους του. Η διακριτική κομψότητα της Ρι Σολ Τζου δεν αποτελεί κάτι το εξαιρετικό για τη χώρα. Εύκολα το διαπιστώνει κανείς βλέποντας πολλές από τις νεαρές γυναίκες όπου κυκλοφορούν στις περιοχές της Πιονγκγιάνγκ όπου συχνάζουν τα νέα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα.
Στους δρόμους, το ντύσιμο των γυναικών παρουσιάζει πλέον μεγαλύτερη ποικιλία και πολυχρωμία. Βλέπει κανείς ακόμα και αδειούχες στρατιωτίνες να φοράνε ψηλοτάκουνες γόβες ή ψηλές πλατφόρμες. Η επιρροή τής κινέζικης μόδας είναι φανερή στα ράφια των κρατικών καταστημάτων. Η Pothongang, η μεγαλύτερη βιομηχανία υποδημάτων της χώρας, τροφοδοτεί πλέον την αγορά με μοντέλα που απευθύνονται σε μια περισσότερο απαιτητική πελατεία. Επίσης, είναι πολύ της μόδας τα κοντά μαλλιά -όπως των τραγουδιστριών του δημοφιλούς ποπ συγκροτήματος Moranbong Band, με το εξίσου χαρακτηριστικό ντύσιμο, με στρατιωτικά χιτώνια, κασκέτα φορεμένα ανάποδα και μίνι φούστες φουρό μέχρι τη μέση του μηρού- καθώς και το βάψιμο των μαλλιών σε ανοιχτές αποχρώσεις. Η Δημοκρατική Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας προσπαθεί να αποκτήσει ένα περισσότερο χαμογελαστό πρόσωπο και στέλνει ομάδες νεαρών γυναικών στα κορεάτικα εστιατόρια στο εξωτερικό (Κίνα, Καμπότζη... ), καθώς και ομάδες από μαζορέτες στις αθλητικές εκδηλώσεις. Η τηλεόραση παίζει όλη την ώρα εικόνες από συναυλίες γυναικείων ποπ συγκροτημάτων. Το ίδιο κάνει και η Air Koryo, ο εθνικός αερομεταφορέας, στις οθόνες των αεροπλάνων του.
Να πρόκειται άραγε για μια απατηλή εικόνα, για τη βιτρίνα της πρωτεύουσας μιας χώρας, της οποίας η επαρχία ζει συχνά μέσα στη φτώχεια κι όπου το παρουσιαστικό των γυναικών δεν έχει διόλου αλλάξει; Όχι ακριβώς. Λόγω του κλεισίματος των συνόρων, των λιγοστών πληροφοριών που διαθέτουμε και της απουσίας άμεσων επαφών ανάμεσα σε όσους επισκέπτονται τη χώρα και τον πληθυσμό της, είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς την πραγματικότητα.
Έπειτα από διαδοχικές επισκέψεις, οι πινελιές αρχίζουν να σκιαγραφούν την εξέλιξη της κοινωνίας, η οποία πραγματοποιείται μέσα σε ένα καθεστώς το οποίο δεν έχει αλλάξει καθόλου. Τα ρούχα, τα αξεσουάρ και η συμπεριφορά των γυναικών της πρωτεύουσας -αλλά και οι δραστηριότητες των γυναικών σε ολόκληρη τη χώρα- αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της αλλαγής.
Η «Νέα Γυναίκα», η «Νέα Κορεάτισσα», η οποία έκανε την εμφάνισή της το 1945 με την απελευθέρωση της χώρας, όφειλε βέβαια να είναι επαναστάτρια, αλλά έπρεπε επίσης και να «διατηρήσει τη θηλυκότητά της». Αυτό τουλάχιστον πρόσταζε μέχρι και το 1989 ο πατέρας του έθνους Κιμ Ιλ Σουνγκ στην επιθεώρηση «Choson Nyosong» (Γυναίκες της Βόρειας Κορέας). Σύμφωνα με την Έλεν Λουίζ Χάντερ, η οποία εργάστηκε ως αναλύτρια της CIA, «οι Βορειοκορεάτισσες διατήρησαν σε μεγαλύτερο βαθμό τη γοητεία τους ως γυναίκες σε σχέση με τις Κινέζες ή τις Σοβιετικές».1 Το ντύσιμό τους είχε μεγαλύτερη ποικιλία συγκριτικά με εκείνο των γυναικών στην Κίνα, όπου η εικόνα τους στις αφίσες παρέπεμπε σε «άντρες υπεράνθρωπους», με κοντά μαλλιά και χωρίς την παραμικρή καμπύλη. Αντίθετα, στη Βόρεια Κορέα, οι γυναίκες εμφανίζονται συχνά με το παραδοσιακό φόρεμα, το οποίο μάλιστα τώρα αφήνει ακάλυπτους τους αστραγάλους, έτσι ώστε να διευκολύνονται οι κινήσεις τους. Μάλιστα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, το καθεστώς ενθαρρύνει τις γυναίκες να το φοράνε, καθώς κατά τη γνώμη του συμβολίζει τη συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Στην καθημερινή τους ζωή, οι περισσότερες εργάτριες, αγρότισσες ή νοικοκυρές ντύνονται ακολουθώντας τον δυτικό τρόπο, με τα μαλλιά τους τραβηγμένα σε κότσο, κατσαρωμένα με περμανάντ ή καλυμμένα από ένα μαντίλι.2
Όπως παρατηρεί ο Αντρέι Λανκόφ του Πανεπιστημίου Kookmin της Σεούλ, ο οποίος διέμεινε στην Πιονγκγιάνγκ τη δεκαετία του 1980, «όσον αφορά το ντύσιμο, η Βόρεια Κορέα δεν υπήρξε ποτέ ένα 'ασκητικό βασίλειο'». Ωστόσο, παρέμεινε σεμνότυφη. Η δειλή άφιξη της σύγχρονης κινεζικής μόδας στην καμπή του τρέχοντος αιώνα προκάλεσε τη σκλήρυνση της προπαγάνδας του καθεστώτος. Τελικά, η στάση του χαλάρωσε κάπως κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Από το 2002, στην Πιονγκγιάνγκ πραγματοποιείται κάθε φθινόπωρο μια επίδειξη μόδας. Τον Σεπτέμβριο του 2014, παρουσιάστηκαν ανάλαφρα παραδοσιακά φορέματα με περισσότερο έντονα, λαμπερά χρώματα, καθώς και ταγέρ που θύμιζαν το εξαιρετικά κλασικό «στιλ Σανέλ» της δεκαετίας του 1960.
Πέρα από τις ενδυματολογικές τους επιλογές, χάρη στην άνθηση ενός είδους αγοράς που προέκυψε εκ των πραγμάτων μέσα από τις δραστηριότητες επιβίωσης που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του λιμού (1995-1998), οι Βορειοκορεάτισσες έχουν μετατραπεί σε μια ζωτική κοινωνική δύναμη. Στο πολιτικό επίπεδο, εξακολουθούν να είναι ελάχιστα παρούσες στην κορυφή της πυραμίδας της εξουσίας. Εκεί συναντάμε την Κιμ Κιόνγκ Χούι (αδελφή του Κιμ Ζονγκ Ιλ, η οποία εξαφανίστηκε από το προσκήνιο μετά την εκτέλεση του συζύγου της Ζανγκ Σονγκ Ταέκ τον Δεκέμβριο του 2013), καθώς και την Κιμ Γιο Ζονγκ, την εικοσιεπτάχρονη νεαρή αδελφή του Κιμ Ζονγκ Ουν, η οποία προήχθη τον περασμένο Νοέμβριο στο αξίωμα της αναπληρώτριας διευθύντριας του Τμήματος Διεύθυνσης και Οργάνωσης του Κόμματος της Εργασίας. Όμως, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν άλλοι παρατηρητές, ανέλαβε το αξίωμα της αναπληρώτριας διευθύντριας του Τμήματος Κινητοποιήσεων και Προπαγάνδας του κόμματος. Το 2002, (σύμφωνα με τις τελευταίες γνωστές στατιστικές), οι γυναίκες κατείχαν λίγο λιγότερο από το ένα τέταρτο των εδρών στην Ανώτατη Λαϊκή Συνέλευση και λιγότερο από το 4,5% των εδρών στην κεντρική επιτροπή του Κόμματος της Εργασίας.
Ωστόσο, «ο νέος βορεοκορεατικός καπιταλισμός έχει ξεκάθαρα γυναικείο πρόσωπο», όπως σχολίαζε ο Λανκόφ ήδη από το 2004. Μια δεκαετία αργότερα, το φαινόμενο έγινε ακόμα πιο έντονο. Οι γυναίκες υπήρξαν τα μεγάλα θύματα του λιμού, καθώς στις στερήσεις και στην πείνα προστέθηκαν η σεξουαλική κακοποίηση, οι αναγκαστικές εκτρώσεις και διάφορες άλλες μορφές κακοποίησης.3 Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ερευνήτριας Παρκ Κιούνγκ Αέ, εξαιτίας τέτοιων δοκιμασιών, έχουν αποκτήσει περισσότερη ανεξαρτησία, βαρύτητα μέσα στην οικογένεια, καθώς και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων τους.4
Οι δραστηριότητες της παραοικονομίας -πολυπρόσωπες και βαθιά ενσωματωμένες στην ετοιμοθάνατη κρατική οικονομία- δημιουργήθηκαν χάρη σε μια πίεση που ήρθε από τα κάτω. Όσο για το καθεστώς, αφού αρχικά προσπάθησε να τιθασεύσει τον εμπορικό αναβρασμό, συνειδητοποίησε ότι η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση δεν ήταν πλέον δυνατή και στο εξής επιδεικνύει μεγαλύτερη ευελιξία: έτσι, ο συνδυασμός των ακαμψιών τής κρατικά σχεδιασμένης οικονομίας με τον δυναμισμό της οικονομίας της αγοράς έχει μετατραπεί σε σταθερή επιδίωξη. Η σφαίρα των αυτόνομων οικονομικών δραστηριοτήτων (εμπόριο, υπηρεσίες, παραγωγή) αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μερίδιο του Εθνικού Προϊόντος της χώρας, το οποίο ωστόσο είναι δύσκολο να αποτιμηθεί.5
Η παραοικονομία έχει οδηγήσει στην πολυδιάσπαση των συμφερόντων μιας κοινωνίας η οποία στο παρελθόν ήταν σχετικά εξισωτική, προκαλώντας την εμφάνιση ενός νέου στρώματος «προνομιούχων» (επιχειρηματίες. μεσάζοντες, έμποροι, μικρέμποροι), του οποίου τα μέλη ήρθαν να προστεθούν στην παραδοσιακή ελίτ (παραδοσιακή ελίτ του κομματικού μηχανισμού και ανώτατα κομματικά στελέχη τα οποία κατάγονται κατά κύριο λόγο από τους παρτιζάνους που συμμετείχαν στον αγώνα εναντίον των Ιαπώνων κατακτητών, στο πλευρό του Κιμ Ιλ Σουνγκ). Ποιο είναι όμως το μέγεθος του νέου κοινωνικού στρώματος; Ελλείψει δεδομένων τα οποία να στηρίζονται σε αξιόπιστους αριθμούς, οφείλουμε να αρκεστούμε σε ενδείξεις, οι οποίες μας δίνουν μια αποσπασματική εικόνα της κατάστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο αριθμός των κινητών τηλεφώνων. Το 2014 ανέρχονταν στα 2,5 εκατομμύρια. Με άλλα λόγια, ένας στους δέκα κατοίκους διαθέτει τα 200 έως 300 δολάρια που απαιτούνται για την αγορά μιας συσκευής.
Τα μαγαζιά της Πιονγκγιάνγκ μάς δίνουν μια χαρακτηριστική εικόνα των νέων κοινωνικών διαστρωματώσεων. Στα κρατικά καταστήματα, στα οποία έχει βελτιωθεί ο ανεφοδιασμός σε αγαθά, έχει προστεθεί μια δεκάδα σκεπαστές αγορές που προσφέρουν μεγάλες ποσότητες τροφίμων και εισαγόμενων αγαθών (από την Κίνα, τη Σιγκαπούρη, τη Νότια Κορέα...). Εδώ θα δούμε μεγάλο πλήθος, άτομα που έχουν την οικονομική δυνατότητα να ψωνίζουν σε αυτές τις αγορές, καθώς και αργόσχολους που κάνουν απλώς τη βόλτα τους. Στα δε πολυτελή καταστήματα, ο ανεφοδιασμός με εισαγόμενα οινοπνευματώδη ποτά, καλλυντικά και ρούχα δημιουργεί αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Βόρεια Κορέα σχετικά με την εξαγωγή «προϊόντων πολυτελείας». Όσο κι αν οι τιμές τους φαντάζουν αστρονομικές για τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, πελάτες υπάρχουν. Και σε όλες τις βαθμίδες αυτής της παραοικονομίας συναντάμε γυναίκες.
Αν αρκεστούμε στις διατάξεις του νομοθετικού πλαισίου, η Βόρεια Κορέα υπήρξε μια χώρα πρωτοπόρος στην Ασία. Όσον αφορά τα πολιτικά και τα αστικά δικαιώματα, οι Βορειοκορεάτισσες είναι ίσες με τους άντρες (δωρεάν παιδεία, ελευθερία επιλογής συζύγου, δικαίωμα στο διαζύγιο και κληρονομικά δικαιώματα). Με την αγροτική μεταρρύθμιση του Μαρτίου του 1946, πραγματοποιήθηκε αναδιανομή της γης σε κάθε νοικοκυριό αγροτών, είτε ο αρχηγός της οικογένειας ήταν άντρας είτε όχι. Η μεταρρύθμιση αποτέλεσε ένα πλήγμα για την υλική βάση της πατριαρχίας. Όμως, ναι μεν η γυναίκα απελευθερώθηκε από τα παραδοσιακά καθήκοντα που της επέβαλε μια κοινωνία βαθιά σημαδεμένη από τον κομφουκιανισμό, αλλά το κόμμα υποκατέστησε τις παραδοσιακές δομές: ο γάμος δεν κανονιζόταν πλέον από τις οικογένειες, αλλά το κόμμα ανέλαβε να παίξει τον ρόλο της προξενήτρας «μεταξύ συντρόφων».
Παρ' όλο που σε επίπεδο ρητορικής το καθεστώς εμφανιζόταν προοδευτικό, επέδειξε συντηρητισμό όσον αφορά την αντίληψη που προώθησε για καθένα από τα φύλα. Για τη χειραφέτηση των γυναικών τέθηκε η προϋπόθεση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Η «νέα γυναίκα» όφειλε να είναι, εκτός από επαναστάτρια, «καλή σύζυγος» και «καλή μητέρα» και να μετατραπεί σε «υπόδειγμα επαναστάτριας και πολίτη».6
Μετά τη λήξη του πολέμου της Κορέας (1950-1953), το ζήτημα της συμμετοχής των γυναικών στην ανοικοδόμηση της χώρας δεν παρέμεινε μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της έλλειψης ανδρών λόγω του μεγάλου αριθμού των νεκρών που προκάλεσε ο πόλεμος. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960, οι γυναίκες αναγκάστηκαν να συμβάλουν στην παραγωγή, να παρακολουθήσουν σεμινάρια ιδεολογικής διαπαιδαγώγησης, να αναλάβουν την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε επίπεδο γειτονιάς, να ασχοληθούν με τις οικιακές εργασίες, να κάνουν παιδιά... Στη συνέχεια, όταν δόθηκε έμφαση στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας, η προσφορά θέσεων εργασίας που απευθύνονταν στις γυναίκες μειώθηκε, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να περιοριστούν στις λιγότερο σημαντικές εργασίες.
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 έκανε την εμφάνισή της η οικονομική στασιμότητα, πολλές γυναίκες εγκατέλειψαν κάθε ιδέα εργασίας μετά τον γάμο και αφιερώθηκαν στην ανατροφή των παιδιών τους και στις οικιακές εργασίες. Και η προπαγάνδα του καθεστώτος άρχισε να προβάλει μια περισσότερο παραδοσιακή αντίληψη για τη γυναίκα, ενθαρρύνοντας την τεκνοποίηση. Επιχειρήθηκε να ταυτιστεί η εικόνα της μητέρας με εκείνη του Κόμματος της Εργασίας, καθώς ενσαρκώνει την καλοσύνη, την απλότητα και τη στοργή. Ταυτόχρονα, προωθήθηκε η παρομοίωση της οικογένειας με το κράτος. Οι μεγάλες ηρωίδες του καθεστώτος είναι μητέρες: η Κιμ Ζονγκ Σουκ (μητέρα του Κιμ Ζονγκ Ιλ) και η Κανγκ Παν Σοκ (μητέρα του Κιμ Ιλ Σουνγκ) είναι οι «μητέρες της επανάστασης». Στις ηρωίδες περιλαμβάνονται επίσης κι ανώνυμες εργάτριες και άξιες μητέρες.
Η περίοδος του λιμού
Πριν από τον λιμό, οι γυναίκες αποτελούσαν σχεδόν το ήμισυ του ενεργού πληθυσμού. Μέσα στο χάος που ακολούθησε, μετατράπηκαν σε απαραίτητο γρανάζι του μηχανισμού επιβίωσης της χώρας. Ενώ οι άντρες θεωρούσαν ότι η έλλειψη ειδών διατροφής θα ήταν προσωρινή και -σύμφωνα με τη χαρακτηριστική φράση μιας γυναίκας που κατέφυγε πρόσφυγας στη Σεούλ- «γαύγιζαν κοιτώντας το φεγγάρι», οι γυναίκες πήραν πρωτοβουλίες. Βέβαια, αυτό είχε ως συνέπεια να ταπεινωθούν τρομερά ορισμένοι άντρες που απέτυχαν στον ρόλο τους ως αρχηγοί της οικογένειας. Πολλές νοικοκυρές ρίχτηκαν στο μικρεμπόριο σε κλίμακα γειτονιάς, ενώ εκείνες που εργάζονταν βρέθηκαν αντιμέτωπες με το εξής δίλημμα: να δώσουν προτεραιότητα στις ευθύνες τους ως μητέρες ή στα επαγγελματικά τους καθήκοντα; Ορισμένα μυθιστορήματα που γράφηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αποτυπώνουν με χαρακτηριστικό τρόπο τα σπαρακτικά αυτά διλήμματα.7
Οι λαϊκές αγορές των παραγωγών, οι οποίες μετατράπηκαν σε τεράστιους χώρους μαύρης αγοράς, αποτέλεσαν το πρώτο πεδίο στο οποίο δραστηριοποιήθηκαν οι γυναίκες. Εκεί, άρχισαν να πωλούν ή να ανταλλάσσουν με τρόφιμα τον λιγοστό οικιακό εξοπλισμό που διέθετε η οικογένεια (συσκευές, έπιπλα, σκεύη, πιατικά, ρούχα). Στη συνέχεια, σε απόμερους δρόμους, στους ακάλυπτους χώρους ανάμεσα στα συγκροτήματα κατοικιών ή κατά μήκος των δρόμων της υπαίθρου, άρχισαν να πουλάνε -σε προχειροφτιαγμένους πάγκους ή και καταγής- βότανα ή λαχανικά που καλλιεργούσαν στα μικρά ιδιόκτητα κηπάκια τους, καυσόξυλα, μικρά γλυκίσματα που έφτιαχναν στην κουζίνα τους κ.λπ. Άλλες πρότειναν την παροχή διάφορων μικροϋπηρεσιών: κόψιμο μαλλιών, επισκευή παπουτσιών ή ρούχων... Από τα χαράματα, μεγάλος αριθμός γυναικών της υπαίθρου κατευθύνονταν προς τις πόλεις, άλλες διανύοντας, βαρυφορτωμένες, μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια κι άλλες στριμωγμένες στις καρότσες των φορτηγών. Ακόμα και σήμερα, πολλές είναι οι γυναίκες που επιδίδονται στο επάγγελμα του γυρολόγου. Τις συναντάμε στις αποβάθρες των σιδηροδρομικών σταθμών, φορτωμένες τεράστιους μπόγους, κυρίως στον σταθμό του Σινουίτζου, της μεθοριακής πόλης με την Κίνα, από την οποία πραγματοποιείται η πλειονότητα των -νόμιμων και παράνομων- εμπορικών ανταλλαγών ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι γυναίκες έχουν διατηρήσει κυρίαρχη θέση στο λιανικό εμπόριο, το παράνομο πλανόδιο εμπόριο, στην εστίαση και την παροχή υπηρεσιών.8
Παρόλα αυτά, η κληρονομιά του κομφουκιανισμού εξακολουθεί να είναι ισχυρή. Όπως εξηγεί μια σαραντάχρονη πρόσφυγας που κατέφυγε στη Σεούλ το 2011, «στον Βορρά, η πατριαρχία έχει βαθιές ρίζες. Ακόμα κι εδώ, στη Νότια Κορέα, πλέον, εξακολουθούμε να είμαστε σημαδεμένες από αυτήν τη στάση». Το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα να ανθούν τα γραφεία συνοικεσίων στη Νότια Κορέα που ειδικεύονται στους γάμους Νοτιοκορεατών με Βορειοκορεάτισσες. Πέρα από το παλιό ρητό «άντρας από τον Νότο, γυναίκα από τον Βορρά», που περιγράφει τον τέλειο γάμο, οι Νοτιοκορεάτες άντρες βρίσκουν τις συμπατριώτισσές τους «επιθετικές» και προτιμούν να παντρεύονται με γυναίκες πρόσφυγες από τη Βόρεια Κορέα.
Αν και οι περισσότερες Βορειοκορεάτισσες δεν αμφισβητούν την κοινωνική θέση που τους αναγνωρίζεται, καθώς κατά τη γνώμη τους αυτή η στάση αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για τη διαφύλαξη της οικογενειακής ειρήνης, αποτελούν πλέον την κυριότερη πηγή εισοδημάτων στην οικογένεια. Και η σημασία τους μέσα στην οικογένεια έχει αυξηθεί.9 Όπως εξηγούν οι γυναίκες πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τη χώρα, οι νεότερες δεν θεωρούν πλέον τον γάμο ως υποχρέωση και τον καθυστερούν όσο αυτό είναι δυνατόν.
Το χάος που επικράτησε στη χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 πυροδότησε επίσης μια σχετική φιλελευθεροποίηση των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα. Μπορεί να τη διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας τα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν. Στο παρελθόν, οι συγγραφείς τόνιζαν τη σύμπνοια του ζευγαριού στα ιδεολογικά ζητήματα. Στη συνέχεια, άρχισαν να αναφέρονται στον συναισθηματισμό, στη συγκίνηση, ακόμα και στον πόθο, φυσικά με έμμεσο, υπαινικτικό τρόπο. Τέλος, έκαναν την εμφάνισή τους γυναίκες παθιασμένες, αποφασισμένες να παντρευτούν τον εκλεκτό της καρδιάς τους.10
Τα διαζύγια, τα οποία ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτα μέχρι και τη δεκαετία του 1970, έχουν κάνει την εμφάνισή τους και ο αριθμός τους αυξάνεται. Δεδομένου δε ότι δεν υφίσταται το συναινετικό διαζύγιο, ο απλούστερος λόγος που προβάλλεται συνήθως είναι η «αντιδραστική συμπεριφορά» του / της συζύγου. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο Πατρίκ Μάουρους στον πρόλογο της μετάφρασης του μυθιστορήματος «Φίλοι» της Μπαέκ Ναμ Ριόνγκ,11 η διαζευγμένη γυναίκα εξακολουθεί να παραμένει εκτεθειμένη σε μια αποδοκιμασία η οποία εκφράζεται με έμμεσο, συγκαλυμμένο τρόπο: το διαζύγιο αποτελεί κοινωνικό γεγονός και όχι ιδιωτική υπόθεση. Και οι γυναίκες πρόσφυγες κάνουν επίσης λόγο για διαζύγια που οφείλονται στην αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους, οι γυναίκες είναι εκτεθειμένες στη σεξουαλική παρενόχληση των αστυνομικών και των στρατιωτικών, που απαιτούν διάφορα σεξουαλικά ανταλλάγματα για να κάνουν τα στραβά μάτια στις μικροπαραβάσεις που έχουν διαπράξει. Σύμφωνα με τις γυναίκες πρόσφυγες, οι σεξουαλικές επιθέσεις και η σεξουαλική παρενόχληση έχουν αυξηθεί στα εργοστάσια και στον στρατό και μάλιστα τις περισσότερες φορές δεν καταγγέλλονται από τα θύματα. Μετά δε τη δημογραφική αιμορραγία που προκάλεσε ο λιμός, η εξουσία έχει δρομολογήσει προπαγανδιστικές καμπάνιες που τονίζουν την αναγκαιότητα της τεκνοποίησης, με αποτέλεσμα να καθίσταται ολοένα δυσκολότερη υπόθεση η προμήθεια αντισυλληπτικών. Τα νοσοκομεία επιδεικνύουν μεγάλη απροθυμία όταν τους ζητείται η πραγματοποίηση εκτρώσεων (οι οποίες θεωρητικά επιτρέπονται από τον νόμο), με αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί οι παράνομες διακοπές κύησης, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται. Απ' ό,τι φαίνεται, λόγω της περιστασιακής πορνείας, έχουν αυξηθεί και τα κρούσματα των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.
Οι Βορειοκορεάτισσες κατόρθωσαν να επωφεληθούν από το χάος που επικράτησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και από τις συνέπειές του, για να κατακτήσουν χώρους αυτονομίας.12 Αντιστάθηκαν όταν το καθεστώς θέσπισε όριο ηλικίας 50 ετών για τις πωλήτριες στις λαϊκές αγορές, οργανώνοντας διαδηλώσεις: τον Οκτώβριο του 2007 στο Χοεριόνγκ και τον Μάρτιο του 2008 στο Τσονγκτζίν. Ωστόσο, η -περιορισμένη- πολιτική ανυπακοή είναι ενδεικτική της αλληλεγγύης των γυναικών, οι οποίες δεν διστάζουν να εμπλέκονται σε μια εμβρυακή μορφή συλλογικής δράσης. Οι Βορειοκορεάτισσες, αιχμάλωτες της παράδοσης που τις υποδουλώνει αλλά και της επανάστασης που τις «απελευθέρωσε» για να τις μετατρέψει σε φύλακες της οικογένειας, έχουν αρχίσει να απαλλάσσονται σιγά - σιγά από τους περιορισμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου