|
του Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies)
ΣΥΝΑΝΤΙΟΥΝΤΑΙ τυχαῖα βγαίνοντας ἀπὸ
τὸ θέατρο. Ἔχουν περάσει τριάντα χρόνια καὶ περισσότερα ἀπὸ πενήντα
κιλά, ἀλλὰ εἶναι ἀρκετὰ κομψοὶ ὥστε νὰ προσποιηθοῦν πὼς δὲν τοὺς ἐντυπωσιάζει
ἡ παρακμὴ καὶ τῶν δυό τους. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦσαν μαζὶ διατηροῦν ἀκόμα
τὴ φωνὴ καὶ τὸ βλέμμα, καὶ ἀνακτοῦν ἀμέσως τὴν ἐπιθυμία νὰ μάθουν
πράγματα ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, ἀντιπαρερχόμενοι τὴν ἔνταση ἐκείνης
τῆς ἐποχῆς, τότε πού, ἔπειτα ἀπὸ μιὰ εὐτυχισμένη περίοδο τριῶν
χρόνων ποὺ ὅμοιά της δὲν ξανάζησαν, χώρισαν. Ἡ συζήτηση ξαναζωντανεύει
τὶς ἀναμνήσεις καὶ καταλήγουν νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν τελευταία μέρα ποὺ
πέρασαν μαζί, τότε πού, ἀνάβοντας τὸ ἕνα τσιγάρο μετὰ τὸ ἄλλο, ἐκείνη
τοῦ εἶχε πεῖ πὼς δὲν τὸν ἀγαποῦσε. Τώρα, πολὺ κοντὰ στὸ θέατρο ὅπου
μόλις εἶδαν ἕνα θίασο νεαρῶν ἠθοποιῶν νὰ θριαμβεύει, ἀντιλαμβάνονται
πὼς ὑπάρχουν συναισθήματα ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ καυτηριάσει ἀλλὰ ὄχι
καὶ νὰ ἐξαφανίσει. Ἐπιδεικνύουν μιὰ τρυφερὴ ἐγκαρδιότητα, ἡ ὁποία,
ἂν ἦταν συναισθηματίες, θὰ τοὺς συγκινοῦσε. Ἐκεῖνος τῆς θυμίζει τὸ
χρῶμα ποὺ εἶχαν οἱ βαλίτσες καὶ τὴν, τόσο θλιβερή, στιγμὴ ποὺ τῆς ἐπέστρεψε
τὰ κλειδιά. Κατεβάζοντας λίγο το βλέμμα της, ἐκείνη τοῦ λέει: «Ἔπρεπε
νὰ εἶχες ἐπιμείνει.» Ἐκεῖνος ἀκούει τὸ σχόλιο δίχως νὰ ἀντιδράσει.
Στέκεται ὄρθιος, μὲ τὸν γιακὰ τοῦ παλτοῦ ἀνασηκωμένο καὶ τὰ χέρια στὶς
τσέπες, ἂν καὶ ἀμέσως αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἀλλάξει τὴν τροπὴ ποὺ
ἔχει πάρει ἡ συζήτηση καί, μὲ ἐπιδεξιότητα, καταφέρνει νὰ μιλήσουν
γιὰ ὅσα ἔχουν κάνει, γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησαν (καὶ ἔχασαν) καὶ γιὰ τὰ
ἐπαγγέλματα ποὺ τοὺς κρατοῦν ἀπασχολημένους. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποχαιρετιοῦνται
μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ ξαναϊδωθοῦν, ξέρουν ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τὴν τηρήσουν.
Ἐκείνη γιατί δὲν εἶναι θιασώτης οὔτε τῶν συναντήσεων μὲ παλαιοὺς
συμμαθητὲς οὔτε τῶν εὐκαιριακῶν ἐξόδων γιὰ δεῖπνο μὲ κάποιον ἀπὸ
τοὺς πρώην της. Ἐκεῖνος γιατί αἰσθάνεται ἀμήχανος καὶ
λίγο πληγωμένος.
Ἔπρεπε νὰ εἶχες ἐπιμείνει. Πῶς νὰ ἐπιμείνεις ὅταν
σου λένε ὅτι δὲν σὲ ἀγαποῦν; Μὰ καὶ βέβαια εἶχε σκεφτεῖ νὰ μὴν ὑποταχθεῖ
στὸ προφανὲς καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὶς συμβουλὲς ὁρισμένων κοινῶν φίλων
ποὺ τοῦ ἔλεγαν πὼς ἦταν φτιαγμένοι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο καὶ πὼς ἔπρεπε
νὰ παλέψει γιὰ νὰ τὴν ξανακερδίσει. Ἀλλά, στὸ τέλος, ἐπέλεξε τὴ ριζικὴ
ἀπομάκρυνση, σὰν νὰ εἶχε ἐνταχθεῖ σὲ κάποιο πρόγραμμα προστασίας
μαρτύρων καὶ νὰ εἶχε ἀλλάξει ζωή, ὄνομα, ἐπάγγελμα, πόλη. Νὰ παλέψει;
Μὰ τί ἤθελε; Νὰ μπεῖ ξημερώματα ἀπὸ τὸ παράθυρό της ὡς φτηνὴ ἀπομίμηση
τοῦ Ρωμαίου; Ἢ νὰ μεταμφιεστεῖ σὲ κιθαρωδὸ ποῦ μπαίνει μπροστάρης σὲ
καντάδα; Μήπως νὰ προσλάμβανε κανέναν ἀεροπόρο-ἀκροβάτη γιὰ νὰ
σχεδιάσει στὸν οὐρανὸ μιὰ γλυκανάλατη φράση; Ὅλα αὐτὰ τὰ εἰδικὰ ἐφὲ
τοῦ φαίνονταν ὅτι ἁρμόζουν σὲ ἐκείνους πού, λόγω ἐγωισμοῦ καὶ περηφάνιας,
δὲν σέβονται τὴν κυριολεξία ἑνὸς —πιὸ ξεκάθαρο δὲν γινόταν— «Δὲν σὲ
ἀγαπάω». Ὄρθιος στὸ πεζοδρόμιο, περιμένει νὰ ἀλλάξει τὸ χρῶμα στὸ
φανάρι. Δὲν θυμᾶται πλέον τὴν προσπάθεια τῶν νεαρῶν ἠθοποιῶν ἐπὶ
σκηνῆς, οὔτε τὸ γεμάτο ἱκανοποίηση βλέμμα ποὺ ἀντάλλαξαν τὴ στιγμὴ
ποὺ τὸ κοινὸ τοὺς χειροκροτοῦσε μὲ ἐνθουσιασμό. Καὶ τὸν θλίβει ποὺ ἀντιλαμβάνεται
πόσο κοντὰ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν ἔρθει ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης
τῆς γνώμης πώς, ὅταν σοῦ λένε ὅτι μιὰ ἱστορία τελείωσε, εἶναι σημαντικὸ
νὰ μὴν ἐπιμείνεις, νὰ μὴν παλέψεις καὶ νὰ τῆς βάλεις, μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν
πιὸ ἀξιοπρεπῆ καὶ γρήγορο τρόπο, τελεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου