Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Κων­σταν­τίνος Που­λῆς : Θρί­αμ­βος


Μὲ πρῶ­τον μέ­λη­μα τὸν ἔ­ρω­τα καὶ μὲ σύν­τρο­φον τὴν ποί­η­σιν – ἥ­τις, εἰς τὴν βα­θυ­τέ­ραν της ὑ­πό­στα­σιν, δὲν δι­α­φέ­ρει πο­λὺ ἀ­πὸ τὸν ἵ­με­ρον
       Ἀ. Ἐμ­πει­ρί­κος, Ὁ Μέ­γας Ἀ­να­το­λι­κός
ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΑΜΕ τὸ σχο­λεῖ­ο, θυ­μό­μα­σταν τὸν Με­λέ­τη γιὰ δύ­ο λό­γους: πρῶ­τον για­τὶ ἐ­παι­ζε κα­λὸ μπά­σκετ καὶ δεύ­τε­ρον γιὰ κεί­νη τὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Ἐμ­πει­ρί­κου. Μιὰ μέ­ρα, ποὺ εἴ­χα­με χά­σει πά­λι ἀ­πὸ τὸ Α1 στὸ μπά­σκετ τὴν ὥ­ρα τῆς Γυ­μνα­στι­κῆς, ἡ Ἀν­θή, μιὰ κα­λό­καρ­δη, λα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς καὶ «πρό­ω­ρα ἀ­να­πτυγ­μέ­νη» (του­τέ­στιν: βυ­ζα­ρού) συμ­μα­θή­τριά μας φο­ροῦ­σε ἕ­να ἐ­φαρ­μο­στὸ καὶ λε­πτό, σχε­δὸν δι­ά­φα­νο ἄ­σπρο φα­νελ­λά­κι, ποὺ ἔ­νι­ω­θες ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ μὴν κοι­τᾶς. Ἦ­ταν σὰν νὰ βρί­σκε­σαι μπρο­στὰ σὲ μιὰ ἀ­κρο­για­λιά, ἕ­ναν κα­ταρ­ρά­κτη ἢ ἕ­να τρο­χαῖ­ο δυ­στύ­χη­μα: ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς τρε­λὸς γιὰ νὰ ἀ­δι­α­φο­ρή­σει. Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἀ­νε­βαί­να­με τὶς σκά­λες, λοι­πόν, ἡ Ἀν­θὴ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε σὲ ἀ­πο­στά­ση λί­γων μέ­τρων. Στὸ γύ­ρι­σμα τῆς σκά­λας ὁ Με­λέ­της εἶ­δε τὸν οὐ­ρα­νὸ μὲ τ’ ἄ­στρα. «Ρέ! Τί φο­ρά­ει ἡ Τόν­του; Τὸ εἶ­δες;» Συ­να­γερ­μός. Τὰ κο­ρί­τσια ἔ­παι­ζαν βό­λε­ϋ, λοι­πὸν δὲν εἴ­χα­με πα­ρα­κο­λου­θή­σει ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή. Φο­ροῦ­σε τὸ μπλου­ζά­κι! Ἡ ἀ­τυ­χί­α τοῦ Με­λέ­τη, ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη, ἦ­ταν ὅ­τι φο­ροῦ­σε φόρ­μα. Τὸ μό­νο ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­πο­σπά­σει τὴν προ­σο­χή μας ἀ­πὸ τὸν κα­ταρ­ρά­κτη τῆς Ἀν­θῆς ἦ­ταν τὸ ἀν­τί­σκη­νο τοῦ Με­λέ­τη. «Ὁ Με­λέ­της ἔ­χει καῦ­λες!» «Ὤ­ω­ω!» Ἡ Ἀν­θὴ ἔ­κα­νε ὅ­τι δὲν κα­τα­λά­βαι­νε, ἀλ­λὰ ἐ­μεῖς εἴ­χα­με μα­ζευ­τεῖ ὅ­λοι γύ­ρω του καὶ τὸν κο­ρο­ϊ­δεύ­α­με. Τὰ κο­ρί­τσια γέ­λα­γαν στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τῆς αἴ­θου­σας πα­ρα­τη­ρών­τας αὐ­τὸ τὸ τε­τριμ­μέ­νο θαῦ­μα τῆς φύ­σης, ποὺ εἶ­ναι τε­τριμ­μέ­νο ἀλ­λὰ θαῦ­μα, μέ­χρι ποὺ μπῆ­κε στὴν τά­ξη ὁ Γρί­βας, ὁ φι­λό­λο­γος.
       Ὁ Γρί­βας ἦ­ταν γε­νι­κῶς πα­ρά­ξε­νο φροῦ­το. Ξέ­ρα­με ὅ­τι δὲν ἦ­ταν παν­τρε­μέ­νος. Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα ὅ­μως οἱ φῆ­μες ὀρ­γί­α­ζαν.
Ἡ μί­α θε­ω­ρί­α ἦ­ταν ὅ­τι τοῦ ἄ­ρε­σαν οἱ ἄν­τρες, ἁ­πλῶς δὲν ἤ­θε­λε νὰ φέ­ρει τὸ ἀ­γό­ρι του στὶς σχο­λι­κὲς γι­ορ­τὲς (ποὺ δὲν θὰ ἦ­ταν καὶ με­γά­λη ἀ­πώ­λεια γιὰ τὸ ἀ­γό­ρι του, ἐ­δῶ ποὺ τὰ λέ­με, για­τὶ οἱ σχο­λι­κὲς γι­ορ­τὲς εἶ­ναι βα­ρε­τές). Ἡ δεύ­τε­ρη θε­ω­ρί­α ἦ­ταν πὼς εἶ­ναι ποι­η­τής. Φο­ροῦ­σε μο­νί­μως ροῦ­χα τῆς πε­ρα­σμέ­νης δε­κα­ε­τί­ας (τοῦ ’70): κολ­λη­τὸ παν­τε­λό­νι καμ­πά­να, μὲ τσά­κι­ση καὶ ζι­βάγ­κο. Ἦ­ταν κα­ρα­φλός, μὲ σαρ­κώ­δη χεί­λη καὶ μιὰ μι­κρὴ δυ­σπλα­σί­α στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι. Εἶ­χε μιὰ κά­πως ἐ­πί­ση­μη, ἔν­ρι­νη καὶ θη­λυ­πρε­πὴ ἄρ­θρω­ση, πού, τώ­ρα ποὺ τὸ σκέ­φτο­μαι, μᾶλ­λον συ­νη­γο­ρεῖ ὑ­πὲρ τῆς πρώ­της θε­ω­ρί­ας, ἂν καὶ δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται οἱ δύ­ο θε­ω­ρί­ες νὰ ἰ­σχύ­ουν μα­ζί, συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά. Ὅ­ταν κά­να­με Πα­λα­μᾶ, μᾶς εἶ­χε ὑ­πο­χρε­ώ­σει νὰ ἀ­πο­στη­θί­σου­με ἐ­κεί­νους τοὺς στί­χους ποὺ λέ­νε πὼς μὴ ἔ­χον­τας πιὸ κά­τω ἄλ­λο σκα­λί, νὰ κα­τρα­κυ­λή­σεις πιὸ βα­θιὰ στοῦ κα­κοῦ τὴ σκά­λα, θὰ αἰ­σθαν­θεῖς νὰ σοῦ φυ­τρώ­νουν, ὤ χα­ρά, τὰ φτε­ρά, τὰ φτε­ρὰ τὰ πρω­τι­νά σου τὰ με­γά­λα, ἢ κά­πως ἔ­τσι. Αὐ­τὸ μᾶς εἶ­χε φα­νεῖ πο­λὺ ἀ­στεῖ­ο, για­τὶ φω­νά­ζα­με «φτε­ρα­α­ά!», «φτε­ρα­α­ά!», ὅ­πως ἕ­νας δι­ά­ση­μος ὁ­μο­φυ­λό­φι­λος τῆς ἐ­πο­χῆς, ποὺ γύρ­να­γε τοὺς δρό­μους που­λών­τας φτε­ρά, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πὼς αὐ­τοὶ εἶ­ναι στί­χοι ποὺ ἀ­πο­στη­θί­ζει ἕ­νας πο­νε­μέ­νος ἄν­θρω­πος, καὶ ἀ­πὸ τό­τε τοὺς θυ­μᾶ­μαι πάν­τα μὲ συγ­κί­νη­ση.
       Τὴν προ­η­γού­με­νη ἑ­βδο­μά­δα εἴ­χα­με Ἐμ­πει­ρί­κο, τὸ πρῶ­το ἀ­πό­σπα­σμα. Ἀ­πὸ «Ἡ ποί­η­σις εἶ­ναι ἀ­νά­πτυ­ξις στίλ­βον­τος πο­δη­λά­του» μέ­χρι «Ἡ ἐκ­δρο­μὴ αὐ­τὴ δὲν ἔ­χει τέ­λος», νὰ βροῦ­με τὰ στοι­χεῖ­α ποὺ το­πο­θε­τοῦν τὸ ποί­η­μα στὴν ὑ­περ­ρε­α­λι­στι­κὴ ποί­η­ση. Κα­λά, κα­λά, λέ­ει ὁ Γρί­βας, καὶ βγά­ζει ἀ­πὸ τὴν τσάν­τα του ἕ­να δι­κό του βι­βλί­ο, πά­λι τοῦ Ἐμ­πει­ρί­κου. Ὅ­σο μᾶς ρώ­τα­γε τί εἴ­χα­με τὴν πε­ρα­σμέ­νη ἑ­βδο­μά­δα γι­νό­ταν ἀ­κό­μα χα­μὸς ἀ­πὸ κά­τω. Ὁ Κο­ρέ­τσης πα­ρί­στα­νε ὅ­τι κά­νει κοι­λια­κούς, ὁ Τι­θο­ρού­λης κο­ρό­ι­δευ­ε τὸ ἀν­τί­σκη­νο τοῦ Με­λέ­τη, ὁ Με­λέ­της εἶ­χε γί­νει κα­τα­κόκ­κι­νος καὶ ἔ­ξαλ­λος καὶ τοῦ εἶ­πε ὅ­τι μό­λις βγοῦν ἔ­ξω θὰ τὸν γα­μή­σει (ἀ­πει­λὴ ποὺ προ­ξέ­νη­σε ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρα γέ­λια καὶ ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρα νεῦ­ρα) μέ­χρι ποὺ ὁ Γρί­βας ἐν­τό­πι­σε τὴν ἑ­στία τῆς φα­σα­ρί­ας καὶ χρη­σι­μο­ποί­η­σε μιὰ γνω­στὴ τα­κτι­κὴ γιὰ νὰ κο­πά­σει ὁ θό­ρυ­βος. «Ὁ Πε­πο­νῆς νὰ δι­α­βά­σει», εἶ­πε, καὶ ἔ­δω­σε τὸ βι­βλί­ο του στὸν Με­λέ­τη. «Ἀ­πὸ κεῖ ποὺ εἶ­ναι ση­μει­ω­μέ­νο». Ἐ­νῶ συ­νή­θως χώ­να­με τὰ κε­φά­λια στὰ βι­βλί­α καὶ κά­να­με ὅ­τι δι­α­βά­ζα­με, στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση δὲν ὑ­πῆρ­χε βι­βλί­ο, λοι­πὸν ὅ­λη ἡ τά­ξη κοί­τα­ζε τὸν Με­λέ­τη. Κό­λα­ση.
       «Ἡ Τζέ­ην, ποὺ εὐ­θὺς ἀ­πὸ τῆς ἐ­νάρ­ξε­ώς της δι­έ­κρι­νε τὴν στῦ­σιν, ἠ­σθά­νε­το χα­ρὰν με­γά­λην. Ποῖ­ος ἔ­παι­νος, ποί­α φι­λο­φρό­νη­σις, ποι­ό ἄλ­λο δεῖγ­μα ἢ τεκ­μή­ριον πό­θου καὶ θαυ­μα­σμοῦ, διὰ τὰ θέλ­γη­τρά της καὶ τὴν θη­λυ­κό­τη­τά της, ἦ­το δυ­να­τὸν νὰ συγ­κρι­θῇ μὲ τὸ φαι­νό­με­νον τῆς στύ­σε­ως, μὲ τὸ φαι­νό­με­νον ποὺ πα­ρου­σί­α­ζε, ἐξ αἰ­τί­ας της, ὁ Στήβ, κα­τὰ τὴν ὥ­ραν ταύ­την!»
       Μ’ ὅ­λο ποὺ θὰ πε­ρί­με­νε κα­νεὶς νὰ μπουρ­δου­κλω­θεῖ ὁ Με­λέ­της στὰ «ἠ­σθά­νε­το», τὰ «θέλ­γη­τρα» καὶ τὰ «ποῖ­ος» καὶ τὰ «ποία», συ­νέ­βη κά­τι πα­ρά­ξε­νο. Με­τὰ τὶς τρεῖς πρῶ­τες λέ­ξεις εἶ­χε στα­μα­τή­σει νὰ μπερ­δεύ­ε­ται. Ἦ­ταν σὰν τὸ θαῦ­μα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς: «ἤρ­ξα­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις». Τὸ πῶς ἔ­βγαι­ναν τό­σο ἀ­βί­α­στα αὐ­τὲς οἱ λέ­ξεις ἀ­πὸ τὸ στό­μα ἑ­νὸς ἀ­παί­δευ­του παι­διοῦ μὲ τό­ση ἄ­νε­ση, μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­ξη­γη­θεῖ μό­νο ὡς «γλωσ­σο­λα­λί­α», ὡς θαῦ­μα.
       «Ὤ, ναί! Ἡ Τζέ­ην ἠ­σθά­νε­το χα­ρὰν με­γά­λην. Ἡ ψω­λὴ τοῦ νε­α­ροῦ ναύ­του, παλ­λο­μέ­νη κά­τω ἀ­πὸ τὸ παν­τε­λό­νι του, ἔ­τυ­πτε κρα­ται­ὰ τὸ με­λα­νο­κύ­α­νον μάλ­λι­νον ὕ­φα­σμα, ὡ­σὰν νὰ ἤ­θε­λε νὰ τὸ τρυ­πή­σῃ, διὰ νὰ τεν­τω­θῇ πρὸς τὸ μου­νί της, διὰ νὰ τὸ ἐγ­γί­σῃ, νὰ τὸ φι­λή­σῃ καί, τέ­λος, νὰ εἰσ­δύ­σῃ μέ­σα του καὶ μὲ ἀ­γρι­ό­τη­τα νὰ τὸ γα­μή­σῃ.»
       Νε­κρι­κὴ σι­γή. Ὅ­λοι κοί­τα­ζαν ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νοι. Εἶ­χαν συ­νη­θί­σει νὰ γε­λᾶ­νε μὲ κά­θε σε­ξου­α­λι­κὸ ὑ­πο­νο­ού­με­νο, ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν τὸ ἔ­βρι­σκαν ἐ­κεῖ ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε. Δὲν ἦ­ταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι ὅ­μως γι’ αὐ­τὴ τὴν κα­θα­ρεύ­ου­σα πορ­νο­γρα­φι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρι­ό­τη­τα. Ὁ Γρί­βας τοὺς αἰφ­νι­δί­α­σε. Ὁ Με­λέ­της συ­νή­θως ὅ­ταν δι­ά­βα­ζε ἔ­κα­νε δι­ά­φο­ρες φω­νὲς γιὰ νὰ γε­λᾶ­νε οἱ συμ­μα­θη­τές του, ἢ ἔ­λε­γε ὅ­τι εἶ­ναι κρυ­ω­μέ­νος, ἢ πὼς ἔ­χει κά­νει ἐγ­χεί­ρη­ση στὶς φω­νη­τι­κὲς χορ­δές. Τώ­ρα ὅ­μως δι­ά­βα­ζε μὲ ἄ­κρα σο­βα­ρό­τη­τα. Καὶ μά­λι­στα (ὤ, τοῦ θαύ­μα­τος) δι­ά­βα­ζε ὡ­ραῖ­α:
       «Ἡ Τζέ­ην μό­λις συ­νε­κρα­τεῖ­το. Ἡ καρ­δί­α της κτυ­ποῦ­σε δυ­να­τά· τὰ μά­τια της ἔ­λαμ­παν· ἠ­σθά­νε­το τὸ αἷ­μα της νὰ ἀ­νά­βῃ. Ἤ­θε­λε νὰ πλα­κω­θῇ, νὰ γα­μη­θῇ κα­λά, νὰ γα­μη­θῇ βα­θειά, νὰ γα­μη­θῇ ὁ­πωσ­δή­πο­τε καὶ ἀ­πο­λύ­τως.»
       — «Κύ­ρι­ε, δὲν ἔ­χει κα­ταρ­γη­θεῖ ἡ κα­θα­ρεύ­ου­σα;» — «Σςς!» Ἡ τά­ξη δὲν εἶ­χε ὄ­ρε­ξη γιὰ ἀ­στεῖ­α, δὲν ἤ­θε­λε νὰ δι­α­κο­πεῖ ἡ ἀ­νά­γνω­ση. Γιὰ πρώ­τη φο­ρά, ἡ τά­ξη δὲν ἤ­θε­λε νὰ δι­α­κο­πεῖ ἡ ἀ­νά­γνω­ση. Ὅ­λοι μα­ζὶ εἶ­χαν συν­το­νι­στεῖ, μὲ τὸ αἷ­μα τοῦ κορ­μιοῦ τους, μὲ τὸ δρά­μα τοῦ Με­λέ­τη. Ἡ στύ­ση του, μὲ ὅ­λα αὐ­τά, ἀ­πὸ ἀν­τί­σκη­νο εἶ­χε γί­νει βου­νό. Καί, κα­θὼς δι­ά­βα­ζε, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ βγά­λει ἀ­πὸ τὸ μυα­λό του τὴν Ἀν­θή, ποὺ εἶ­χε πά­ρει στὴ φαν­τα­σί­α του τὴ θέ­ση τῆς Τζέ­ην τοῦ Ἐμ­πει­ρί­κου. Λί­γο ἔ­γει­ρε τὸ ἀ­ρι­στε­ρό του πό­δι καὶ αὐ­τὴ ἡ ἀ­νε­παί­σθη­τη κί­νη­ση τὸν ἔ­κα­νε νὰ ἀ­να­τρι­χιά­σει ὁ­λό­κλη­ρος. Συ­νέ­χι­σε:
       «Τί ἔ­πρε­πε νὰ κά­μῃ; Και­ρὸς διὰ μα­κρὰς καὶ ὑ­πο­μο­νη­τι­κὰς ἐ­ρω­το­τρο­πί­ας δὲν ὑ­πῆρ­χε. Τὸ τα­ξί­διον θὰ ἦ­το σύν­το­μον, ἀλ­λὰ καὶ σύν­το­μον νὰ μὴν ἦ­το, ἡ δι­έ­γερ­σίς της ἦ­το ἰ­σχυ­ρὰ καὶ ὀ­ξυ­τά­τη. Ἦ­το ἀ­δύ­να­τον νὰ πε­ρι­μεί­νῃ. Ὁ Στὴβ τῆς ἤ­ρε­ζε πο­λύ. Ὤ, ἂς ἀ­νε­λάμ­βα­νε κά­ποι­αν πρω­το­βου­λί­αν ἐ­πι­τέ­λους! Ἀλ­λὰ ὁ Στὴβ δὲν ἀ­νε­λάμ­βα­νε κα­μί­αν. Μό­νον ὁ ποῦ­τσος του ὡ­μι­λοῦ­σε. Τί τρο­με­ρὸν —ἐ­σκέ­πτε­το ἡ Τζέ­ην— ἡ στῦ­σις τῆς ψυ­χῆς νὰ μὴν ἀ­κο­λου­θῇ πάν­το­τε συν­τό­νως τὴν στῦ­σιν τῆς σαρ­κός, τὴν στῦ­σιν τῆς ψω­λῆς, τοῦ πού­τσου! Ἄχ, Θε­έ μου, εἶ­πε μέ­σα της ἡ Τζέ­ην. Τί πρέ­πει λοι­πὸν νὰ κά­νω;
       »Ἡ νε­α­ρὰ χο­ρεύ­τρια ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­σκε­λί­δα του τὴν καυ­λω­μέ­νην ψω­λήν του, καὶ ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος ἐ­στη­ρί­ζε­το νω­χε­λῶς ἐ­πὶ μιᾶς εὑ­ρι­σκο­μέ­νης ὄ­πι­σθέν του τρα­πέ­ζης, ἡ Τζέ­ην εἶ­χε κολ­λή­σει τὰ χεί­λη της γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν σφύ­ζου­σαν βά­λα­νόν του μὲ ἔγ­καυ­λον ζέ­σιν, γλωτ­τί­ζου­σα αὐ­τὴν καὶ πι­πι­λί­ζου­σα τὸν κόκ­κι­νον καυ­λόν της, ἐ­νῶ ὁ Στὴβ πα­νευ­τυ­χὴς καὶ καυ­λο­πυ­ρέσ­σων, ἀ­να­στε­νά­ζων καὶ λα­γνο­βο­ῶν ἀ­πὸ τὴν με­γά­λην ἡ­δο­νὴν ποὺ ἐ­δο­κί­μα­ζε, εὑ­ρί­σκε­το εἰς τὸν Πα­ρά­δει­σον. Αἴφ­νης ἐ­σεί­σθη ὁ­λό­κλη­ρος σπα­σμω­δι­κῶς καὶ ἀ­νέ­κρα­ξε ἐν μέ­σῳ δι­α­πύ­ρων ἀ­να­στε­ναγ­μῶν: “Ἄ­α­αχ!... Ἄ­α­αχ!… Χρυ­σό μου!... Ἄγ­γε­λέ μου!... Γιά δὲς τὴν πού­τσα μου!... Δές την πῶς ἔ­γι­νε γιὰ σέ­να!... Κοί­τα­ξε, κού­κλα μου, πῶς λα­χτα­ρᾶ νὰ σὲ χύ­σῃ!...”»
       «Κα­λο­με­λέ­τα κι ἔρ­χε­ται», σχο­λιά­ζει ὁ Τι­θο­ρού­λης καὶ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα ὁ Ἐμ­πει­ρί­κος μπαί­νει στὴν τε­λι­κὴ εὐ­θεί­α: «Ὤ­ω­ωχ!... Ὤ­ω­ωχ!... Ἄ­νοι­ξε γρή­γο­ρα τὸ στό­μα σου!... Ἄ­νοι­ξέ το γρή­γο­ρα… θὰ χύ­σω!... Ἄ­α­αχ…. Χύ­νω!... Πά­ρε τὸ σπέρ­μα μου…. Πά­ρ’ τὴν ψυ­χή μου!» Ἡ φόρ­μα ἦ­ταν ἕ­τοι­μη νὰ σκι­στεῖ. Ὁ Με­λέ­της δὲν ἄν­τε­ξε ἄλ­λο. Ἔ­κλει­σε λί­γο, μὲ ἐ­λά­χι­στη δύ­να­μη, τὰ πό­δια του καὶ ἔ­τσι, χω­ρὶς οὔ­τε ἕ­να ἐ­λα­φρὸ ἄγ­γιγ­μα, μὲ μιὰ δυ­να­τὴ κραυ­γή, ὁ Με­λέ­της ἔ­χυ­σε. Ἔ­ρι­ξε τὸ κε­φά­λι του στὸ θρα­νί­ο, σὰν νὰ εἶ­χε μό­λις γλυ­τώ­σει ἀ­πὸ κά­ποι­ο με­γά­λο κα­κό: ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νος, κά­θι­δρος καὶ πα­νευ­τυ­χής. Τὸ τα­ξί­διον τῆς ζω­ῆς εἶ­ναι, φεῦ, σύν­το­μον, καὶ ἡ ψυ­χὴ χω­ρὶς στῦ­σιν εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη. Ἡ ψυ­χὴ τοῦ Με­λέ­τη λοι­πὸν σώ­θη­κε χά­ρη στὸν Ἐμ­πει­ρί­κο. Γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ λε­κι­α­σμέ­νη φόρ­μα του ὅ­λο τὸ τμῆ­μα χει­ρο­κρο­τοῦ­σε μὲ ἐν­θου­σια­σμό. Πο­τὲ ἄλ­λο­τε δὲν εἶ­χαν λα­τρευ­τεῖ τὰ κα­λὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ μὲ τό­σο δέ­ος, μέ­σα σὲ σχο­λι­κὴ αἴ­θου­σα. Ἦ­ταν φι­λο­λο­γι­κὸς θρί­αμ­βος. Χά­ρη στὴ συ­νερ­γα­σί­α τοῦ Ἐμ­πει­ρί­κου μὲ τὸν Γρί­βα, τὴν Ἀν­θὴ καὶ τὸν Με­λέ­τη, τὸ Α2 ἔ­ζη­σε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ μιὰ ἀ­λη­θι­νὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α, μί­α στιγ­μὴ ποὺ ζω­ὴ καὶ ποί­η­ση γί­νον­ται ἕ­να.
Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πηγή: ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ὁ θερμοστάτης (ἐκδ. Μελάνι, 2014).


Κων­σταν­τί­νος Που­λῆς (Ἀ­θή­να, 1973). Σπού­δα­σε Κοι­νω­νι­ο­λο­γί­α καὶ Ἀρ­χαῖ­ο Δρά­μα στὴν Ἀ­θή­να καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει λο­γο­τε­χνι­κὰ κεί­με­να, βι­βλι­ο­κρι­σί­ες καὶ δο­κι­μί­α στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Πλα­νό­διον, Πά­ρο­δος, Μπι­λι­έ­το, Κ, Νέ­α Ἑ­στί­α, Ση­μει­ώ­σεις καὶ Νέ­ο Πλα­νό­διον. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς συν­τα­κτι­κῆς ὁ­μά­δας τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Νέ­ο Πλα­νό­διον καὶ ἀρ­θο­γρα­φεῖ στὸ www.thepressproject.gr. Ἐ­δῶ καὶ δε­κα­πέν­τε χρό­να παί­ζει θέ­α­τρο μὲ τὴν ὁ­μά­δα Τσι­ρι­τσάν­τσου­λες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου