Tου Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies) :
OΤΑΝ
ΕΡΧΕΤΑΙ ἡ ὥρα νὰ κλείσεις τὸ σπίτι τῶν γονιῶν σου, εἶναι σὰν νὰ βυθίζεσαι
σ’ ἕνα χῶρο ξένο καί, ταυτόχρονα, οἰκεῖο. Ὅσο ὅλα ἀκόμα εἶναι στὴν
ἀρχή, ὑπάρχουν δύο ἐναλλακτικές: νὰ κρατήσεις ἢ νὰ καταστρέψεις. Ἂν
εἶσαι ὑπερβολικὰ συντηρητικός, θὰ καταλήξεις νὰ νοικιάσεις μιὰ ἀποθήκη
γιὰ νὰ φυλάξεις τὰ ἔπιπλα ἢ νὰ φορτώσεις τὸ δικό σου σπίτι σὲ τέτοιο
βαθμὸ ποὺ νὰ ἀλλοιώσεις τὸ χαρακτήρα του. Ἂν εἶσαι ὑπερβολικὰ ριζοσπαστικός,
στὴν ἀρχὴ θὰ ἀνακουφιστεῖς θυσιάζοντας τόσα πράγματα. Ὡστόσο, πολὺ
σύντομα θὰ θελήσεις νὰ ξαναδεῖς τὸ ἄλμπουμ μὲ τὶς φωτογραφίες, νὰ ἀνακτήσεις
τὸ τηγάνι ποὺ ἔκανε τὶς ἀξέχαστες ὀμελέτες ἢ νὰ ἀκούσεις τοὺς δίσκους
μὲ τὴν παραδοσιακὴ μουσικὴ τῆς Βόρειας Κορέας. Τότε θὰ λυπηθεῖς ποὺ
τὰ ἔχεις πετάξει· πίστευες ὅτι ἦταν σαβούρα ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπρεπε
νὰ ἀπαλλαγεῖς ὁπωσδήποτε, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἦταν ἡ ἄγκυρα
ποὺ σὲ βοηθοῦσε νὰ μὴν χαθεῖς. Ἂν σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ διαδικασία ἐπεμβαίνει
ἡ οἰκογένειά σου, τὰ πάντα διαιωνίζονται. Καθένα ἀπὸ τὰ ἀδέλφια
ξαναβρίσκει ἐρεθίσματα ποὺ ἀρνεῖται νὰ ἀποποιηθεῖ. Καθένα ἀπὸ τὰ
ἐγγόνια θεωρεῖ ὅτι δὲν πρέπει νὰ πεταχτεῖ τίποτα, ἐνῶ ὑπάρχει πάντα
κάποιος πού, μὲ παράταιρη μεγαλοπρέπεια, προτείνει μιὰ δωρεὰ σὲ κάποιο
μουσεῖο.
Ὅσο κρατᾶνε οἱ ἀντεγκλήσεις —ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἔλλειψη
ρεαλισμοῦ καὶ μιὰ σχετικὴ μικροπρέπεια—, μπορεῖς νὰ περάσεις τὴν ὥρα
σου ἐντοπίζοντας τὸ λίπος στὰ πλακάκια τῆς κουζίνας, τὰ καλώδια ποὺ ἔχουν
τραβήξει οἱ τεχνικοὶ τῆς ἑταιρείας ποὺ πῆραν τὸ μετρητή, τὸ πλῆθος
συνδετήρων στὸ πάτωμα καὶ τὶς ἀλλαγὲς τόνου τῆς μπογιᾶς στὸ ταβάνι, ἀπολιθώματα
ἀπὸ τὶς πλημμύρες τοῦ πάνω διαμερίσματος. Ἂν δὲν ἔχεις μὲ ποιὸν νὰ
τσακωθεῖς, ὅλα θὰ ἐξελιχθοῦν κατὰ τρόπο πιὸ ἤρεμο. Θὰ ἔχεις χρόνο
γιὰ νὰ κοντοσταθεῖς μπροστὰ σὲ μισοξεχασμένους θησαυρούς: μὲ μεγάλη
προσοχή, θὰ φυλάξεις τὶς φωτογραφίες τῆς σιωπηλῆς καὶ ἀποσιωπημένης
ἀδελφῆς. Θὰ τὴν ἀνακαλύψεις μὲ τὴ συγκίνηση καὶ τὴν ἔκπληξη τῆς πρώτης
φορᾶς, περιτριγυρισμένη ἀπὸ τσεχοσλοβάκικα δέντρα, τόσο ἀσπρόμαυρη
ὅσο καὶ ἡ στολὴ ποὺ φοροῦσαν οἱ καλόγριες τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ οἱ ὁποῖες
τὴ φρόντισαν μέχρι τὸ τέλος· ἢ μ’ ἕνα κλαδάκι ἀνάμεσα στὰ καταναγκαστικὰ
νευρώδη δάχτυλά της, χαμογελώντας δίχως νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται, μὲ
τὴν ἔκφραση τοῦ διεθνιστικοῦ συνδρόμου, κοιτάζοντας πέρα ἀπὸ τὴν
κοιλάδα μὲ τοὺς μικροὺς λόφους. Καί, παρ’ ὅλο ποὺ θὰ εἶσαι εὐγνώμων ποὺ
δὲν εἶναι κάποιος ἄλλος κοντά σου ἐκείνη τὴ στιγμή, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι
θὰ σοῦ λείπει ἡ ἀνταλλαγὴ ἀπόψεων καί, σὲ περίπτωση ποὺ ἔχεις ἀδέλφια,
τὰ γέλια ποὺ θὰ μοιραζόσουν μαζί τους. Μιὰ συμβουλή: Ἂν κάποια φορὰ
σοῦ τύχει ὁ κλῆρος νὰ ἀδειάσεις τὸ σπίτι τῶν γονιῶν σου, μὴν διανοηθεῖς
νὰ σεβαστεῖς τοὺς κανόνες περὶ ἄχρηστων ὑλικῶν καὶ ἀνακύκλωσης. Ἂν
βαλθεῖς νὰ ξεχωρίσεις τὸ γυαλὶ ἀπὸ τὰ πηχάκια τῶν κάδρων ἢ ἀπὸ τὶς
κορνίζες καὶ τὰ πασπαρτοὺ ὅλων τῶν φωτογραφιῶν —ποὺ πλέον ἔχουν μετατραπεῖ
σὲ ἑβδομήντα ὀχτὼ καρφιὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα τώρα κρέμονται μόνο παραλληλόγραμμα
περιγράμματα ἀπὸ σκουρόχρωμη σκόνη—, στὸ τέλος θὰ τρελαθεῖς. Τὸ
στρογγυλὸ ἄνοιγμα τοῦ κάδου γιὰ ἀνακύκλωση γυαλιοῦ εἶναι ὑπερβολικὰ
μικρὸ καὶ δὲν παίρνει μεγάλα ἀντικείμενα, συνεπῶς, προηγουμένως,
θὰ πρέπει νὰ τὰ σπάσεις καί, ἂν εἶσαι ἀδέξιος, θὰ κοπεῖς ἢ θὰ ἀκρωτηριαστεῖς.
Τὸ νὰ διαλέξεις ἀνάμεσα στὸν κάδο ἀπορριμμάτων καὶ στὶς κοῦτες ὅπου
φυλᾶς ὅλα τὰ ἀντικείμενα στὰ ὁποῖα ἔχει ἀπονεμηθεῖ χάρη —ὅπως γίνεται
μὲ τοὺς πιὸ γενναίους ταύρους στὶς καλύτερες ταυρομαχίες— εἶναι, μὲ
διαφορά, τὸ πιὸ συναρπαστικό. Μὲ κάθε ἀπόφαση εἶναι σὰν νὰ περνᾶς ἐξετάσεις
ποὺ σοῦ φτύνουν κατάμουτρα πράγματα πασιφανῆ ποὺ ὅμως δὲν τὰ εἶχες
σκεφτεῖ ποτέ. Πῶς ὑπερασπίζεται κανεὶς τὴν πατρικὴ κληρονομιὰ σ’ ἕνα
νοικιασμένο διαμέρισμα; Πῶς νὰ αἰσθανθεῖς μέρος ἑνὸς σπιτιοῦ ὅταν
σὲ ἔχουν γαλουχήσει μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ἰδιοκτησία εἶναι κλοπή;
Καί, ξαφνικά, σὰν καίρια ἀνάμνηση ποὺ θὰ ξεπηδήσει ἀπὸ τὴν ἴδια σου
τὴ ζωή, θὰ ἀπαγγείλεις νοερὰ τὸ ποίημα τοῦ Γκαμπριὲλ Ἀρέστι ποὺ ἔμαθες
στὴ διάρκεια τῆς θητείας σου ἀπὸ τοὺς πιὸ Βάσκους ἀπὸ τοὺς Βάσκους φίλους
σου, ὅταν μόλις εἶχες ἀρχίσει νὰ διαισθάνεσαι ὅτι, ἴσως κάποια μέρα,
θὰ γινόσουν συγγραφέας. Θὰ
ὑπερασπισθῶ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. / Ἐνάντια στοὺς λύκους, / ἐνάντια
στὴν ξηρασία, / ἐνάντια στὴν τοκογλυφία, / ἐνάντια στὴ δικαιοσύνη,
/ θὰ ὑπερασπισθῶ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. / Θὰ χάσω τὰ κοπάδια, / τὰ
περιβόλια, / τοὺς πευκῶνες. / Θὰ χάσω τοὺς τόκους, / τὰ εἰσοδήματα,
/ τὰ μερίσματα, / ἀλλὰ θὰ ὑπερασπισθῶ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου.
Ἐδῶ, ἀντιθέτως, οἱ λύκοι δὲν ἔχουν τὸ μεγαλεῖο των μεταφορῶν. Εἶναι
μύγες μεθυσμένες ἀπὸ τὴν κουφόβραση. Εἶναι ἡ ἀποταμίευση γιὰ τὴν ἀποταμίευση,
ποὺ συγχέεται μὲ τὴ σύνεση. Καὶ δὲν ὑπάρχει κανένα μέρισμα. Ἀντὶ γιὰ
κοπάδια, περιβόλια καὶ πευκῶνες, εἶχες μόνο δυνάμεις γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖς
χιλιάδες βιβλία —ἀνάμεσά τους καὶ ἕνα τοῦ Ἀρέστι—, βουνὰ ἀπὸ χαρτιὰ
καὶ ἔγγραφα. Τὰ διλήμματα ποὺ σοῦ γεννιοῦνται τὴν ὥρα ποὺ πρέπει νὰ
καταδικάσεις ἢ νὰ ἀπονείμεις χάρη ἐξαρτῶνται ἀπὸ πραγματικότητες
καθόλου ποιητικὲς καὶ ντροπιαστικὰ μύχιες. Τὸ πιολὲ-θερμόμετρο,
ἀναμνηστικὸ ἀπὸ τὴν Κριμαία; Τοῦ ἀπονέμεται χάρη. Ἡ πένθιμη λιθογραφία
τοῦ Ἀντόνι Τάπιες; Στὸν κάδο ἀπορριμμάτων. Τὸ δαχτυλίδι ποὺ φτιάχτηκε
ἀπὸ συντρίμμια ἑνὸς ἀμερικανικοῦ βομβαρδιστικοῦ Β-52 ποῦ εἶχε καταρριφθεῖ
στὸ Βιετνάμ; Τοῦ ἀπονέμεται χάρη. Ὁ δίσκος Τὰ τραγούδια ποῦ ἄρεσαν στὸν Λένιν; Στὸν
κάδο ἀπορριμμάτων. Πρὶν φτάσεις σὲ αὐτὴ τὴ φάση, θὰ ἔχεις ἐπιζήσει
μιᾶς μακρᾶς διαδικασίας ἐπιλογῶν. Οἱ κοῦτες θὰ γεμίσουν μὲ ἀλληλογραφία,
ἀντίγραφα κίνησης λογαριασμῶν καὶ ταυτότητες —νόμιμες καὶ πλαστές—
καὶ τὴ χαρτούρα ποὺ καθιστᾶ ἐπίσημη τὴν ὕπαρξη κάθε οἰκογένειας – ἄρα
καὶ αὐτῆς. Σ’ ἕνα προγενέστερο στάδιο, τὰ χρήσιμα πράγματα θὰ ἔχουν
καταλλήλως ἀξιοποιηθεῖ —καὶ ἐνίοτε ληστευθεῖ— ἀπὸ συγγενεῖς, φίλους,
γείτονες καὶ μὴ κερδοσκοπικοὺς ὀργανισμούς. Πιάτα, κατσαρόλες, μαχαιροπίρουνα,
ποδιές, μπουρνούζια, τάπερ, πλεχτὰ κουβερλὶ ἀλλὰ καὶ ἐκδόσεις ἀπὸ τὴν
ἐποχὴ τῆς πρώτης ἢ τῆς δεύτερης παρανομίας (μιὰ περίοδος ποὺ πάντα
εἶχε γεωλογικὴ διάσταση: πλειστόκαινος, ὁλόκαινος, παρανομία).
Τὰ ροῦχα θὰ ἔχουν δωριστεῖ γιὰ τὴν ἀγαθοεργία, ποὺ τώρα ἔχει μετονομαστεῖ,
χάρη σὲ μιὰ σημασιολογικὴ μανούβρα, σὲ ἀλληλεγγύη. Εἶναι σημαντικὸ
νὰ μὴν σὲ πάρει ἀπὸ κάτω. Ἡ δύναμη κάποιων ἀναμνήσεων εἶναι ὀλέθρια.
Κερδίζεις θύμισες, χάνεις τὴν ἰσορροπία σου. Πρέπει νὰ θωρακιστεῖς
ἀπέναντί σε αὐτὲς τὶς ἐνέδρες, ἀκόμα καὶ ἂν γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ πιεῖς
—κατὰ προτίμηση τὴ σλιβοβίτσα ἀπὸ τὸ ἔπιπλο-μπάρ, ἕνα λικὲρ πού, περισσότερο
καὶ ἀπὸ ζαλάδα, προκαλεῖ βαλκανικὴ ἀμνησία—, νὰ ἀποτινάξεις τὶς ἀναστολές
σου καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὰ προσκόμματα ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ἐμποδίσουν
νὰ φέρεις σὲ πέρας τὸ πρόγραμμά σου (τρία δρομολόγια μέχρι τὸν κάδο ἀπορριμμάτων
γιὰ κάθε κούτα ποὺ τῆς ἀπονεμήθηκε χάρη εἶναι μιὰ λογικὴ ἀναλογία).
Τὰ ἔπιπλα θὰ τὰ ἀναλάβει κάποια ὑπηρεσία τοῦ Δήμου ποὺ θὰ στείλει
μιὰ ὁμάδα ἀπὸ ἐργάτες. Τὸ νὰ τοὺς βλέπεις νὰ ἐργάζονται εἶναι ἕνα θέαμα
ποὺ δὲν πρέπει νὰ χάσεις: πέντε ὧρες χορογραφίας σὲ ἀσανσὲρ καὶ σκάλες,
μὲ ξεμονταρισμένα ράφια, μὲ πράγματα πού, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως εἶχαν
μπεῖ μὲ πίεση, πρέπει ἐπίσης νὰ βγοῦν μὲ πίεση, μὲ ταινίες συσκευασίας
ποὺ οὐρλιάζουν ἀπὸ πόνο καί, ὡς μουσικὴ ὑπόκρουση, ἕνα ρεπερτόριο ἀπὸ
τραγούδια ποὺ σφυρίζει ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς ὁμάδας – καμία σχέση μὲ ἐκεῖνα
ποὺ ἄρεσαν στὸν Λένιν. Καί, ἀφοῦ πλέον ἀδειάσει τὸ διαμέρισμα, θὰ εἶσαι
πεπεισμένος ὅτι δὲν ἦταν τελικὰ ἀναγκαῖο νὰ σοῦ κλέψουν τὰ ὅπλα γιὰ
νὰ ὑπερασπιστεῖς, μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια, τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου. Καὶ
κανένας δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ πουλήσει τὴν ψυχή του καὶ νὰ χάσει τοὺς ἀπογόνους
του γιὰ νὰ κρατηθεῖ ὄρθιος. Δὲν θὰ μπορεῖς πλέον νὰ καθίσεις πουθενὰ
γιατί δὲν θὰ ὑπάρχουν καρέκλες, οὔτε κρεβάτια καὶ τὸ πάτωμα θὰ εἶναι
ὑπερβολικὰ βρόμικο καὶ σκονισμένο. Καὶ τότε, σὰν μιὰ ἀναπάντεχη ἀλήθεια,
θὰ σὲ κατακλύσει ἡ αἴσθηση ὅτι μιὰ περίοδος ὁλοκληρώθηκε, ὅτι
φαινομενικὰ πέρασες τὶς ἐξετάσεις, ἀλλά, στὴν πραγματικότητα, ἔχεις
κοπεῖ (θὰ ἀναρωτηθεῖς ἄν, τὸ νὰ κλείσεις τὸ σπίτι κάποιου ποὺ πλέον δὲν
εἶναι στὴ ζωὴ ἢ ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ φύγει γιὰ ἀλλοῦ γιατί πλέον δὲν
μποροῦσε νὰ τὰ βγάλει πέρα μόνος του, σημαίνει, κατὰ βάθος, ὅτι παραδίνεσαι).
Καὶ θὰ νιώσεις ὅπως οἱ νικημένοι τῶν μεγάλων ἀθλητικῶν τελικῶν
πού, παρὰ τὴν ἥττα, εἶναι ὑποχρεωμένοι, λόγω πρωτοκόλλου, νὰ παραμείνουν
στὸν ἀγωνιστικὸ χῶρο, περιμένοντας τὴ χειραψία τῶν ἀρχῶν καὶ τὸ μετάλλιο
τῆς παρηγοριᾶς. Παρηγοριὰ ποὺ ἔκλεισες ἐπιτέλους τὸ διαμέρισμα,
τελευταία ἐκκρεμότητα σὲ μιὰ μακρὰ λίστα τελευταίων ἐπιθυμιῶν.
Παρηγοριὰ γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι —θὰ τὸ αἰσθανθεῖς ἀκόμα περισσότερο τὴ
στιγμὴ ποὺ θὰ κλείνεις ὁριστικὰ τὴν πόρτα— ἡ ἀπόλυτη θλίψη γιατί τελικὰ
δὲν βρῆκες τρόπο νὰ τιμήσεις μὲ τὴν ἀπαραίτητη ζέση καὶ πίστη οὔτε τὸ
σπίτι οὔτε τοὺς γονεῖς σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου