TΩΡΑ
ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ πῶς ἔπεσε ἡ περεστρόικα. Δὲν ἔπεσε ἀκριβῶς, ἀλλὰ θὰ πέσει
ὁπωσδήποτε ἐξαιτίας τῆς ἀπαρχαιωμένης μορφῆς τῆς οἰκογένειας καὶ
τοῦ γάμου ποὺ δεσπόζει στὸν πραγματικὸ σοσιαλισμό. Γιὰ νὰ ποῦμε τὴν
ἀλήθεια, πρέπει νὰ σᾶς προειδοποιήσω ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ
ἐπιτεύγματα στὴν ἱστορία ποὺ δὲν ἔγιναν μεγάλες δημιουργίες, ἀπὸ
μιὰ σαχλαμάρα ποὺ τοὺς στάθηκε ἐμπόδιο. Ἂς πάρουμε τὴν περίπτωση τοῦ
αὐτοκράτορα Πέτρου Φιοντόροβιτς, ὁ ὁποῖος δὲν πραγματοποίησε τὴ
μεταρρυθμιστική του ἀποστολή, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ μερικὲς φορὲς
εἶχε κάνει δημόσιο κήρυγμα στὴ γυναίκα του Αἰκατερίνη(1) γιὰ τὸ
φρενιασμένο ταμπεραμέντο της.
Ὅλο το προηγούμενο ἔτος δούλευα πάνω σὲ ἕνα σχέδιο ριζικῆς
ἀναμόρφωσης πού, κατὰ τοὺς ὑπολογισμούς μου, θὰ ὁδηγοῦσε τὴ χώρα
στὰ ὅρια τῆς ἀπόλυτης εὐημερίας καί, τὸ πιὸ σημαντικό, στὸ
μικρότερο χρονικὸ διάστημα. Αὐτὴ ἡ δουλειὰ τράβαγε σὲ μάκρος.
Ὑπολόγιζα νὰ τὴν τελειώσω τὸν χειμώνα καὶ ναὶ μὲν τὴν τέλειωσα τὸν
χειμώνα, ἀλλὰ ὄχι τὸν χειμώνα τοῦ ἴδιου ἔτους, ἐπειδὴ μετὰ τὴν
Ὀκτωβριανὴ ἐπέτειο μπεκρούλιαζα φοβερά. Ἡ γυναίκα μου, ἡ
Βέρα Στεπάνοβνα, συμβιβάστηκε ὅπως-ὅπως μὲ αὐτὸ τὸ συνεχὲς μεθύσι,
στὸ μέτρο πού, τρόπος τοῦ λέγειν, ἦταν προφανὲς ὅτι ἐγὼ κουβαλοῦσα
ἕνα ἀπάνθρωπο φορτίο: δουλειὰ στὸ ἐργοστάσιο, δουλειὰ στὸ σπίτι καὶ
ἀκόμα κάθε εὐλογημένο βράδυ νὰ πηγαίνω στὴν κουζίνα καὶ νὰ δουλεύω
πάνω σὲ αὐτὸ τὸ ἐπαναστατικὸ σχέδιο, γιὰ τὸ ὁποῖο μοχθῶ, σχεδὸν
μέχρι τὸ πρωί. Νὰ ὅμως ποὺ ἡ Βέρα Στεπάνοβνα τὰ Σάββατα καὶ τὶς
Κυριακὲς δὲ μὲ ἀφήνει νὰ πάω πουθενά, ὅταν ἔχω πολλὴ ἀνάγκη
νὰ χαλαρώσω ἀπὸ τὴν τρελὴ καθημερινότητα. Στέκεται στὴν πόρτα μὲ
τὸν μπαλτὰ καὶ λέει:
— Σάββατο καὶ Κυριακὴ παλουκώνεσαι στὸ σπίτι!
Ἄργησα, ξάργησα τελείωσα τὸ σχέδιό μου. Τὴ νύχτα τῆς τρίτης πρὸς
τὴν τετάρτη τοῦ Δεκεμβρίου ἔβαλα τὴν τελευταία τελεία,
τοποθέτησα τὸ χειρόγραφο στὸ ντοσιὲ μὲ τὶς μεταξωτὲς κορδέλες, τὸ
πῆρα ἀγκαλιὰ καὶ τὸ ταχτάρισα γύρω-γύρω στὸ δωμάτιο, χόρτασα νὰ
κοιτάζω τὸν ἑαυτό μου στὸν καθρέφτη, ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς, τὰ
αὐτοδίδακτα ταλέντα, καὶ ἔκρυψα τὸ ντοσιὲ στὸ πατάρι. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
ἀκόμα εἶχα ἀποφασίσει ὅτι τὴ δουλειά μου θὰ τὴν ἔθαβα, γιατί πρέπει
νὰ φανταζόμουνα πολὺ καλὰ τὶς καταστροφικὲς συνέπειες, ἂν
προσπαθοῦσα νὰ τὴν σπρώξω πρὸς τὶς Ἀρχές, «γι’ αὐτὸ ἀκούσαμε ἕνα σωρὸ
παραδείγματα στὴν ἱστορία»: ἂς πάρουμε τὸ παράδειγμα τοῦ πρώτου μας
ἀνεμοπλόου Κουσμὰ Ζιόμοφ, ποὺ τὸν μαστίγωσαν δημόσια, ὄχι μόνο μιὰ
φορά, γιὰ τὴν ἐφεύρεση τοῦ ἀνεμόπτερου. Ὅμως οἱ πολιτισμένοι μας
ἀπόγονοι ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ξέρουν ὅτι τὸ γόνιμο ρωσικὸ μυαλὸ
δὲν λαγοκοιμόταν οὔτε κὰν στοὺς πιὸ σιχαμεροὺς καιρούς. Μετὰ ἀπὸ
ὥριμη σκέψη ἀποφάσισα νὰ κάνω περίληψη τοῦ σχεδίου μου καὶ νὰ τὴ
στείλω στὰ «παιδιὰ» τοῦ ὑπουργικοῦ συμβουλίου, τὸ πιθανότερο ἀπὸ
ματαιοδοξία, καὶ ἔτσι πῆραν τὰ μυαλά μου ἀέρα.
Θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, Κύριε: ἔστειλα τὸ πακέτο τὴ Δευτέρα καὶ
ἤδη τὸ Σάββατο μοῦ τηλεφώνησαν. Μιὰ εὐχάριστη φωνὴ ποὺ φαινόταν
νεανικὴ μὲ χαιρέτησε καὶ μοῦ ἀνακοίνωσε:
— Τώρα θὰ σᾶς μιλήσει ὁ Νικολάι Ἰβάνιτς.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ κάτι ἄναψε μέσα μου τὴν περηφάνια καὶ εἶχα καὶ τὴν
αἴσθηση τοῦ κρατικοῦ στελέχους. Πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι, ἂν μὲ αὐτὸ
τὸ τηλεφώνημα ὁλοκληρωνότανε ἡ μοίρα τοῦ σχεδίου μου, ἡ
ματαιοδοξία μου θὰ εἶχε ἱκανοποιηθεῖ ἑκατὸ τοῖς ἑκατό. Φυσικά,
ἐγὼ ἔκανα ἕνα μορφασμό, κούνησα τὸ ἐλεύθερο χέρι μου κάνοντας
νόημα στὴ γυναίκα μου, γιὰ νὰ σηκώσει τὴν παράλληλη συσκευὴ καὶ μ΄
αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ὁ ἄντρας της κάθε ἄλλο παρὰ παλαβὸς
ὀνειροπόλος εἶναι, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἕνα πραγματικὸ κρατικὸ
στέλεχος.
— Χαίρετε, Ἀλεξάντρ Ἰβάνιτς, – λέει ξαφνικὰ ὁ Νικολάι
Ἰβάνιτς, — τί κάνετε, πῶς εἶσθε;
Ἐγὼ ἀπαντάω: — Ἀπ’ ὅ,τι ξέρω, ὅλα καλά.
— Γιὰ ἐσᾶς δὲν εἶχα ἀκούσει κάτι νωρίτερα, – συνεχίζει τὸ
λόγο του ὁ Νικολάι Ἰβάνιτς. — Ποῦ ἐργάζεσθε: στὴν Ἀκαδημία
Ἐπιστημῶν ἢ στὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἀμπάλκιν;
— Ἐγώ, – ἀπαντάω: γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, εἶμαι πρακτικὸς ποὺ
ἀσχολοῦμαι ἄμεσα στὴ βιομηχανία.
— Καὶ ἡ εἰδικότητά σας καὶ ὁ βαθμός σας ποιοί εἶναι;
— Αὐτὸ εἶναι ἁπλό: εἶμαι ἐργάτης μετάλλου ἀνώτατης βαθμίδας –
νά καὶ ἡ εἰδικότητα, νά καὶ ὁ βαθμός μου!
— Μὰ αὐτὸ εἶναι περισσότερο ἐνδιαφέρον. Λοιπόν, ἀγαπητὲ
Ἀλεξάντρ Ἰβάνιτς, θὰ πρέπει νὰ συναντηθοῦμε νὰ συζητήσουμε
σοβαρά. Οἱ ἰδέες σας μᾶς κίνησαν «ἔντονα» τὸ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ
ὑπάρχουν στὸ σημείωμά σας, νὰ ποῦμε, μιὰ σειρὰ ἀπὸ σκοτεινὰ σημεῖα
ποὺ χρειάζονται «ἀποσαφήνιση» ἀπὸ τὸν συγγραφέα. Τί λέτε, εἶστε νὰ
συναντηθοῦμε, νὰ μιλήσουμε σοβαρά;
— Εἶμαι ἕτοιμος, – ἀπαντῶ καὶ κάνω ματάκι στὴ γυναίκα μου. (Μὰ
ποιός εἶμαι! Ἔζησες δέκα πέντε χρόνια μαζί μου καὶ στὴν οὐσία δὲν
ξέρεις ποιός εἶμαι.)
— Τότε, μᾶλλον, ἂς μὴ καθυστερήσουμε αὐτὴ τὴ δουλειὰ – λέει ὁ
Νικολάι Ἰβάνιτς. — Ἂς συναντηθοῦμε καὶ σήμερα. Ἐμεῖς, ἐννοεῖται,
θὰ στείλουμε αὐτοκίνητο νὰ σᾶς πάρει…
— Εἶμαι ἕτοιμος, – ἀπαντάω.
Μετά, συνδέεται πάλι ἡ εὐχάριστη φωνὴ ποὺ φαίνεται νεανικὴ
καὶ ἀνακοινώνει: τὸ αὐτοκίνητο θὰ ἔρθει σὲ δεκαπέντε λεπτά, ὁ
ἀριθμὸς εἶναι δεκαεπτὰ-εἴκοσι τέσσερα.
Βάζοντας στὴ θέση του τὸ ἀκουστικό, ἔριξα χαρούμενες ματιὲς
στὴ Βέρα Στεπάνοβνα καὶ ξεκίνησα νὰ ντύνομαι. Ἀλλὰ ἡ Βέρα
Στεπάνοβνα πῆρε τὸν μπαλτά, στάθηκε στὴν πόρτα καὶ κατὰ τὴ συνήθειά
της εἶπε:
— Τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ παλουκώνεσαι ἐδῶ!
— Μά, εἶσαι μὲ τὰ καλά σου…! – ἀναφωνῶ, τὴ στιγμὴ ποὺ χώνω τὰ πόδια
μου στὰ καινούργια τσεχοσλοβάκικα μποτάκια. Ἔχεις ἰδέα;... Ποιός μὲ
καλεῖ, γιατί καὶ σὲ ποιό μέρος; Αὐτὸ εἶναι κρατικὴ ὑπόθεση! Τώρα
φθάνει γιὰ μένα μιὰ «Τσάικα»(2)… Ποῦ κολλάει τὸ Σάββατο καὶ ἡ
Κυριακή;
— Κολλάει, – ξεκαθαρίζει ἡ Βέρα Στεπάνοβνα, στὸ ὅτι καὶ τὸ
προπερασμένο Σάββατο ποὺ εἶχες κρατικὲς ὑποθέσεις ἐμφανίσθηκες
μετὰ τὶς δύο τὴ νύχτα, καὶ ἤσουνα καὶ στουπί! Καὶ τὸ ἴδιο αὐτοκίνητο
ἦρθε νὰ σὲ πάρει, μόνο ποὺ δὲν ἦταν «Τσάικα» ἀλλὰ «Πρώτων Βοηθειῶν»,
– ἢ τὸ ξεχνᾶς Ἀλεξάντρ Ἰβάνοβιτς ἐπειδὴ ἤσουν σουρωμένος;
Μὰ καὶ πῶς νὰ τὸ ξέχναγα, φυσικὰ καὶ δὲν τὸ ξέχασα: τὸ προπερασμένο
Σάββατο μὲ ἔπιασε ξαφνικὰ τόση μελαγχολία, —αὐτὸ συνέβη τὸ πρωὶ
ποὺ διάβασα γιὰ τὴν ἐπερχόμενη οἰκονομικὴ κατάρρευση— πού,
ἁμαρτία ἐξομολογούμενη, τηλεφώνησα σὲ ἕνα φίλο ποὺ ἐργάζεται
στὶς «πρῶτες βοήθειες» καὶ μὲ πήρανε γιὰ πιθανὴ «σαλμονέλωση» ποὺ
δῆθεν εἶχε πέσει στὸ ἐργοστάσιό μας.
Μὲ δυὸ λόγια, μὲ κανένα τρόπο δὲν μποροῦσα νὰ φέρω ἀντίρρηση στὴ
Βέρα Στεπάνοβνα, γιατί τότε πραγματικὰ ἐμφανίστηκα στὶς δύο τὸ
πρωὶ καὶ πραγματικὰ ἤμουν στουπί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου