Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

Τὰ μα­χη­τι­κὰ στὴ μύ­τη

του Ηλία Κουτσούκου 


O ΓΙΩΡΓΟΣ θέ­λει νὰ βγά­λει με­ρι­κὲς φω­τὸ στὴ μύ­τη τοῦ Ἁ­γί­ου Ὅ­ρους, στὸ ἀ­έ­τω­μα τοῦ μο­να­χοῦ Ἰ­ω­σήφ, ποὺ βρί­σκε­ται στὸ ἀ­κραῖ­ο τμῆ­μα τῆς Με­γί­στης Λαύ­ρας, τρα­κό­σια μέ­τρα πά­νω ἀ­π' τὴ θά­λασ­σα, στὴν κο­ρυ­φὴ τῶν βρά­χων.
       Πᾶ­με μὲ τὸ τζὶπ καὶ τὸ ἀ­φή­νου­με δι­α­κό­σια μέ­τρα πρὶν ἀ­πὸ τὸ μι­κρὸ κε­λὶ τοῦ γέ­ρον­τα. Εἶ­ναι κα­λο­καί­ρι, Ἰ­ού­λιος, καὶ στὶς ἄ­κρες των βρά­χων ὁ ἀ­έ­ρας σφυ­ρί­ζει.
       Τὸ κε­λὶ ἔ­χει ἕ­να μι­κρὸ αὔ­λει­ο χῶ­ρο ὅ­που βρί­σκον­ται κι ἀ­νε­μί­ζουν στὰ ψη­λὰ κον­τά­ρια τους δυ­ὸ ση­μαῖ­ες. Μί­α ἑλ­λη­νι­κὴ καὶ μί­α τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου.
       «Αὐ­τὲς ἀ­νε­μί­ζει ὁ γέ­ρον­τας ὅ­ταν περ­νοῦν τὰ κορ­σὲρ καὶ τὰ F16 ἀ­πὸ πά­νω του χαμηλά», μοῦ λέ­ει ὁ Γι­ῶρ­γος, ἐ­νῶ φω­νά­ζει τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­ω­σήφ.
       Ὁ Ἰ­ω­σὴφ ἐμ­φα­νί­ζε­ται χαΚάντε δεξιό κλικ εδώ, για να κάνετε λήψη των εικόνων. Για να συμβάλει στην προστασία του απορρήτου σας, το Outlook απέτρεψε την αυτόματη λήψη αυτής της εικόνας από το Internet.
­μο­γε­λα­στός, κι ὅ­πως τὸν κό­βω, εἶ­ναι του­λά­χι­στον δέ­κα χρό­νια μι­κρό­τε­ρός μου, πράγ­μα ποὺ δὲν εἶ­ναι ὅ,τι κα­λύ­τε­ρο γιὰ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ δι­ά­στα­ση τοῦ σε­βα­σμοῦ μου, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν φη­μί­ζε­ται γιὰ τὶς κα­λύ­τε­ρες δι­α­θέ­σεις του ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς θρη­σκευ­τι­κοὺς «μύ­θους».
       Ὡ­στό­σο, ὁ Ἰ­ω­σὴφ ἔ­χει ἕ­να θερ­μὸ χα­μό­γε­λο στὰ χεί­λη καὶ μᾶς κα­λω­σο­ρί­ζει στὸ ἀ­έ­τω­μά του, λέ­ει:
       «Πε­ράστε, παι­διά, πε­ράστε γιὰ μιὰ ρα­κὴ κι ἕ­να γλυ­κό, ἔ­χω δι­κό μου γλυ­κὸ συ­κα­λά­κι, ἐ­λᾶ­τε, ἐ­λᾶ­τε μέ­σα.»
       Περ­νᾶ­με στὸ κε­λὶ τοῦ γέ­ρον­τα καὶ τὸ πρῶ­το ποὺ βλέ­πω εἶ­ναι μιὰ με­γά­λη, γύ­ρω στὸ ἕ­να μέ­τρο, μι­νι­α­τού­ρα μα­χη­τι­κοῦ F16 μέ­σα σὲ φά­ιμ­περ­γκλας ποὺ γρά­φει στὴ βά­ση του «στὸν γέ­ρον­τα Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πὸ τοὺς πι­λό­τους τῆς Τα­νά­γρας» καὶ πά­νω ἀ­π' τὴ μι­νι­α­τού­ρα μιὰ στο­λὴ πι­λό­του μα­χη­τι­κοῦ μὲ τὸ ὄ­νο­μά του κεν­τη­μέ­νο στὸ δε­ξὶ στῆ­θος «Ἰ­ω­σήφ» καὶ ὅ­λα τα δι­α­κρι­τι­κὰ τῆς Μοί­ρας.

       Ὁ Γι­ῶρ­γος τὸν ρω­τά­ει ἂν μέ­νει μό­νος του στὸ κε­λὶ κι ὁ γέ­ρον­τας ἀ­παν­τά­ει μὲ φυ­σι­κό­τη­τα πὼς μέ­νει μὲ ἄλ­λους δυ­ό, ποὺ ἐ­μεῖς δὲν τοὺς βλέ­που­με, για­τί εἶ­ναι οἱ ἄγ­γε­λοί του.
       Εἶ­ναι σί­γου­ρο, σκέ­φτο­μαι, πὼς ὁ Ἰ­ω­σὴφ χά­νει λά­δια, πλὴν ὅ­μως θέ­λω νὰ τὸν ἀ­κού­σω στὶς δι­η­γή­σεις του καὶ τὸν ρω­τά­ω πῶς κι ἔ­τσι ἔ­πι­α­σε παρ­τί­δες μὲ τοὺς πι­λό­τους τῆς Πο­λε­μι­κῆς Ἀ­ε­ρο­πο­ρί­ας, κι ἐ­νῶ μᾶς σερ­βί­ρει τὸ συ­κα­λά­κι καὶ τὴ ρα­κὴ καὶ τοῦ λέ­με «εὐ­λό­γη­σον», μ' ἕ­να χα­ρού­με­νο πρό­σω­πο μᾶς λέ­ει πώς, ὅ­ταν ἄρ­χι­σαν πρὶν ἀ­πὸ χρό­νια οἱ ἀ­ε­ρο­μα­χί­ες στὸ Αἰ­γαῖ­ο, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες πα­ρα­βιά­σεις τοῦ ἐ­να­έ­ριου χώ­ρου μας γί­νον­ταν λίγο πιὸ πέ­ρα ἀ­π' τὴ μύ­τη τοῦ Ἁ­γί­ου Ὅ­ρους, κι ὅ­ταν οἱ δι­κοί μας κυ­νη­γοῦ­σαν τοὺς Τούρ­κους καὶ τοὺς ἔ­δι­ω­χναν, με­τὰ πε­τοῦ­σαν χα­μη­λὰ πρὸς τὴ μύ­τη κι ὁ Ἰ­ω­σὴφ ἔ­βγαι­νε στὴν αὐ­λὴ καὶ κου­νοῦ­σε τὶς ση­μαῖ­ες κι οἱ πι­λό­τοι τὶς ἔ­βλε­παν καὶ χαί­ρον­ταν καὶ ξα­να­γυρ­νοῦ­σαν σὲ χα­μη­λὴ πτή­ση δυ­ὸ καὶ τρεῖς φο­ρὲς γιὰ νὰ τὸν χαι­ρε­τή­σουν. Με­τὰ ἦρ­θαν γιὰ προ­σκύ­νη­μα στὸ Ὅ­ρος καὶ τὸν συ­νάν­τη­σαν καὶ ξα­να­ῆρ­θαν καὶ ξα­να­ῆρ­θαν καὶ τοῦ ἔ­φε­ραν τὸ ἀ­ε­ρο­πλά­νο καὶ με­τὰ τοῦ ἔ­φτια­ξαν καὶ τὴ στο­λή, πά­νω ἀ­πὸ δέ­κα πι­λό­τοι, ὅ­λοι βα­θύ­τα­τα πι­στοί, ἀν­θυ­πο­σμη­να­γοί, ὑ­πο­σμη­να­γοί, σμη­να­γοί, ὁ δι­οι­κη­τής τους, ὁ σμή­ναρ­χος, καὶ ὁ γέ­ρον­τας ἔ­γι­νε ὁ προ­στά­της τῆς Μοί­ρας τους καὶ τὸν κά­λε­σαν στὴν Τα­νά­γρα καὶ τοῦ κά­να­νε γι­ορ­τὴ —κι ὅ­σο μᾶς τὰ δι­η­γεῖ­ται, τό­σο λάμ­πει τὸ πρό­σω­πό του— κι ὁ γέ­ρον­τας ξέ­ρει ἀ­π' ἔ­ξω κι ἀ­να­κα­τω­τὰ ὅ­λο το ἐ­πι­χει­ρη­σια­κὸ πρό­γραμ­μα τῆς Μοί­ρας, ξέ­ρει τὰ πάν­τα γύ­ρω ἀ­π' τὸ μα­χη­τι­κὸ F16 καὶ μά­λι­στα κο­ρυ­φώ­νει τὴ δι­ή­γη­ση του λέ­γον­τάς μας:
       «Ὅ­ταν κυ­νη­γᾶς τὸν ἄ­πι­στο μὲ δύ­ο μάχ, ὅ­ταν παίρ­νεις κλει­στὲς στρο­φὲς στὰ τε­τρα­κό­σια πε­νῆν­τα μέ­τρα μὲ τέ­τοι­ες τα­χύ­τη­τες κι ἀρ­χί­ζεις νὰ τὰ βλέ­πεις ὅ­λα κόκ­κι­να, δευ­τε­ρό­λε­πτα πρὶν πά­θεις βέρ­τιγ­κο, τό­τε οἱ Ἀρ­χάγ­γε­λοι Μιχα­ὴλ καὶ Γα­βρι­ὴλ μὲ ἐν­το­λὴ τῆς Πα­να­γί­ας ἐ­πεμ­βαί­νουν, ὁ­δη­γοῦν οἱ ἴ­διοι ἀ­π' τὸ κόκ­πιτ τ' ἀ­ε­ρο­πλά­νο καὶ τὸ γυρ­νᾶ­νε ἀ­σφα­λὲς στὴ βά­ση του, ἀ­φοῦ πρῶ­τα πε­τά­ξει ἀ­π' τὸ Ὅ­ρος γιὰ νὰ πά­ρει εὐ­λο­γί­α.»
       Λέ­ω ἀ­πὸ μέ­σα μου πὼς δὲν γί­νε­ται νὰ ἀ­κυ­ρώ­σεις αὐ­τὴ τὴ λαμ­πρὴ ἱ­στο­ρί­α μὲ τὶς με­τα­φυ­σι­κές σου ἀ­νε­πάρ­κει­ες, κι ἐ­νῶ ἑ­τοι­μά­ζο­μαι νὰ τὸν ρω­τή­σω ἂν ἤ­θε­λε νὰ γί­νει πι­λό­τος πρὶν γί­νει Ἰ­ω­σὴφ στὸ Ἅ­γιο Ὅ­ρος, ὁ Γιῶρ­γος τοῦ κά­νει τὴν ἐ­ρώ­τη­ση πῶς κου­νοῦν τὰ μα­χη­τι­κὰ τὰ φτε­ρά τους γιὰ νὰ τὸν χαι­ρε­τή­σουν κι ὁ γέ­ρον­τας ση­κώ­νε­ται ὄρ­θιος ἀ­π' τὸ σκα­μνά­κι του, φέρ­νει τὰ χέ­ρια σ' ἔ­κτα­ση καὶ μὲ τὰ μά­τια γε­μά­τα γλυ­κιὰ ἔκ­στα­ση κά­νει «Νά, ἔ­τσι τὰ κου­νοῦν», καὶ πά­ει πλά­για ἀ­ριστερὰ καὶ πλά­για δε­ξιὰ καὶ μὲ τὸ στό­μα του κά­νει «βοῦ, βοῦ, βοῦ, βοῦ, βοῦ» τὸν ἦ­χο ἀ­π' τὶς τουρ­μπί­νες...




Πηγή: ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ πε­ζῶν De­li­ve­ry Boy (ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, 2013).

Ἠ­λί­ας Κου­τσοῦ­κος (Ἀ­θή­να, 1950). Ποίηση, διήγημα. Ἀ­πὸ τὸ 1967 ζεῖ μό­νι­μα στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Σπού­δα­σε Δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α. Ἀ­πὸ τὸ 1977 ἕ­ως τὸ 1985 ὑ­πῆρ­ξε μό­νι­μος συ­νερ­γά­της τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ἱ­δρυ­τι­κὸ στέ­λε­χος τῆς ΕΡΤ3 καὶ δι­ευ­θυν­τής της. Στὰ γράμ­μα­τα ἐμ­φα­νί­στη­κε μὲ ποι­ή­μα­τα ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­ο­δι­κό Πα­ραλ­λάξ (1978). Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Βόλ­τες μὲ πι­τζά­μες (ἀ­φη­γή­μα­τα, 1985). Ἄλ­λα: Ὀ­νει­ρι­κὸς τρο­μο­κρά­της (μι­κρὰ πε­ζά, 1987), Κα­λύ­τε­ρα νὰ νι­κοῦ­σαν οἱ κόκ­κι­νοι (δι­η­γή­μα­τα, 1991) κ.ἄ.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου