Σωτηρία Τσέλιου-Παππᾶ : Τραβά
Ὁ παπποὺς στὸ ἀναπηρικὸ καροτσάκι ἦταν πολὺ πλούσιος.
Εἶχε μεγάλο σπίτι ἀλλὰ καὶ μεγάλα χέρια. Δὲν ἄντεχα τὰ χέρια του πάνω
μου. Τὸ Πάσχα πῆγα στὴν Οὐκρανία μὲ δυὸ βαλίτσες γεμάτες δῶρα πού μοῦ
ἔδινε κάθε φορὰ ποὺ τὸν ἄφηνα νὰ μὲ χαϊδεύει. Ἤμουν ἀποφασισμένη
νὰ μὴν ξαναγυρίσω. Τὸ εἶπα στὴ μαμά, τὸ θεῖο Ἀσὰν τὸν φοβόμουνα, «δὲν
θέλω νὰ ξαναπάω στὴν Ἑλλάδα» τῆς εἶπα, ἀλλὰ δὲν ἄκουγε λέξη. Ἄκουγε
μόνο τὸ θεῖο Ἀσάν. Αὐτὸς ὅλο στὸ δικό μας σπίτι κοιμότανε.
Ἔτσι γύρισα πάλι στὸν παππού. Ἔσφιγγα τὰ δόντια μου. Τὸν
σιχαινόμουν. Μιὰ μέρα ποὺ τὸν ἔβαζα στὸ κρεβάτι, μὲ ἅρπαξε ἀπότομα
καὶ μὲ τράβηξε πάνω του. Τὰ χέρια του μ’ ἔσφιγγαν σὰν τανάλιες. Οἱ γέροι
ἔχουν πολὺ μεγάλη δύναμη. Πάλεψα νὰ ξεφύγω. Τοῦ δάγκωσα τὸ αὐτὶ καὶ
τὸ στόμα μου γέμισε αἵματα. Τὰ σάλια του ἀνακατεύτηκαν μὲ τὸ αἷμα
καὶ μοῦ ἔφεραν ἀναγούλα. Ἔκανα ἐμετὸ πάνω του.
Στὴν Ἑλλάδα δὲν γνώριζα κανέναν ἄλλο. Πῆρα τηλέφωνο τὴ
μάνα. Μοῦ εἶπε νὰ κάνω ὑπομονή, μιὰ καὶ τὰ πράγματα ἐκεῖ ἦταν πολὺ ἄσχημα.
Θὰ παντρευόταν, μοῦ εἶπε, τὸ θεῖο Ἀσάν, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὰ βγάλει
πέρα.
«Τὸν ἀδερφὸ τοῦ πατέρα μου!» οὔρλιαξα καὶ τῆς ἔκλεισα τὸ
τηλέφωνο.
Ὁ παπποὺς εἶχε πολλὰ λεφτὰ κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα.
Μοῦ τὰ ἔδειξε μιὰ μέρα γιὰ νὰ ξαπλώσω δίπλα του. Τότε πῆρα τὴν ἀπόφαση.
Στὴν Οὐκρανία θὰ γύριζα πλούσια.
Τὸ τραβὰ(1) μοῦ τὸ εἶχε δώσει τὸ Πάσχα ἡ θεία μου ἡ Βασμάρτυα,
ἀδερφὴ τοῦ πατέρα μου, ποὺ ἤξερε ὅλα τα βότανα. Τὸ ἔχω πάντα μαζί
μου. Πολὺ δυνατό. Λίγες σταγόνες στὸ τσάι κάθε βράδυ καὶ οὔτε γάτα οὔτε
ζημιά.
Στὴν κηδεία τοῦ παπποῦ ἔκλαιγα πολύ. Ἐκεῖ μὲ εἶδε ὁ κύριος
Κώστας ἀνιψιὸς τοῦ παπποῦ καὶ μὲ πῆρε νὰ προσέχω τὸν πατέρα του. Ὁ πατέρας
του, ἀδελφὸς τοῦ παπποῦ, εἶναι κι αὐτὸς πολὺ πλούσιος. Εἶναι τρία χρόνια
μικρότερος ἀπὸ τὸν παπποὺ καὶ τοῦ ἀρέσει πολὺ τὸ τσάι. Χτυπάει τὰ χέρια
του ἀπὸ χαρὰ κάθε φορὰ ποὺ τοῦ τὸ φτιάχνω.
Πίνει βράντζι τὰ βάτσερι(2).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου