|
|
Ξέρεις πως εἶναι ὅταν ἕνα πουλὶ κουτουλᾶ στὸ τζάμι τοῦ παραθύρου καὶ πέφτει στὸ ἔδαφος κι ἐσὺ τὸ ἀφήνεις ἐκεῖ, ἐλπίζοντας ὅτι ἁπλῶς ζαλίστηκε· ἀλλὰ ὄχι, ἡ πρόσκρουση τὸ ἄφησε νεκρό – καὶ ἰδού: τὴν ἡμέρα ἀκριβῶς τῶν γενεθλίων σου μιὰ ὄμορφη μικρὴ τσίχλα, μὲ λαμπρὸ φτέρωμα, κείτεται μπροστὰ στὴν ἐξώπορτα πάνω στὸ χαλάκι μὲ τὴν ἐπιγραφὴ Καλωσορίσατε. Ἀναλογίζεσαι τὴν εἰρωνεία τοῦ πράγματος –πῶς γίνεται κάτι τόσο νέο νὰ μὴ γιορτάσει ποτὲ γενέθλια κι ἔπειτα σκέφτεσαι ὅτι εἶναι πολὺ αἰσθηματολογικὸ νὰ φαντάζεσαι τὰ γενέθλια ἑνὸς πουλιοῦ. Προσπαθεῖς ν' ἀποφύγεις τὴν αἰσθηματολογία.
Εἶναι ἐλαφριά, τόσο ἐλαφριά, μιὰ τόση δὰ ἐντύπωση στὸ φτυαράκι μὲ τὸ ὁποῖο τὴν μαζεύεις κι ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἄντρας σου τὴν βγάζει φωτογραφία μολονότι δὲν πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ θὲς ν' ἀποτυπώσεις στὴ μνήμη σου, εἰδικὰ μιὰ τέτοια μέρα. Ἀλλά σοῦ εἶπε ὅτι τοῦ θύμισε τὴν ἐποχὴ ποὺ εἶχες φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ ἕναν χρόνο, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπίθεση ποὺ δέχτηκαν τὰ μικρὰ μαυροπούλια στὸ καλαθάκι τους στὸ κατώφλι ἀπὸ ἕνα ξεφτέρι, ἀναγκάζοντάς τον νὰ περάσει τὶς πρῶτες ὧρες τῆς ἀπουσίας σου ξύνοντας αἵματα καὶ φτερὰ γονατιστὸς στὸ πάτωμα.
Δὲν τὸν ρώτησες ἂν ἔπειτα πῆγε στὴν κρεβατοκάμαρα καὶ ξάπλωσε στὸ
κρεβάτι ἔχοντας κλειστὲς τὶς κουρτίνες καὶ νιώθοντας πολὺ πληγωμένος
σὰν νὰ εἶχε κουτουλήσει πάνω σ' ἕναν γυάλινο τοῖχο ἐνῶ πίστευε ὅτι
ταξίδευε στὸν κενὸ χῶρο. Δὲν τὸν ρώτησες ἂν θὰ προτιμοῦσε νὰ εἶχε ὁδηγηθεῖ
κι αὐτὸς στὴν ἀνυπαρξία. Ἢ ἂν εἶχε ἀναρρώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου