|
|
ΌΤΑΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ στὸ Μεσοπόλεμο ὁ Τέλης στὴ
Βραΐλα, δὲ γνώριζε ὅτι εἶχε ἤδη ὀκταετὴ ἑτεροθαλῆ, ἀπὸ τὸν πατέρα
του, ἀδελφό. Ἔλαχε νὰ τὸ μάθει στὰ ἑξῆντα του χρόνια τυχαῖα, ὅταν ἐπέστρεψε,
σὰν ἐπισκέπτης πιά, στὰ ἴδια ἀγαπημένα χώματα, νὰ βοηθήσει στὴν
πρώτη ἐγκατάσταση τοῦ γιοῦ του σὰν φοιτητῆ. Ἐκεῖ, στὴ γενέθλια πόλη,
ἔψαχνε ἀπεγνωσμένα δρόμους παλιοὺς ποὺ δὲν ὑπῆρχαν πιά, γνωστοὺς καὶ
γείτονες, νὰ δέσει τὶς σπασμένες μνῆμες του. Ὅλα καὶ ὅλοι τὸν ὁδηγοῦσαν
στὸ κοιμητήρι.
Στὸ μεταξύ, προσφυγάκι κι ὡς ὥριμος ἄντρας πιά, εἶχε φάει τὸν κόσμο
στὴν Ἑλλάδα, καὶ μάλιστα στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα, τὴν Κεφαλονιά, τόπο
καταγωγῆς τοῦ πατέρα, νὰ βρεῖ κάποιον, αὐτὸς τὸ μοναχοπαίδι, νὰ τὸν
νοιώσει μακρινὸ ἔστω συγγενῆ ἐξ αἵματος.
Στὰ δυό του χρόνια εἶχε ὀρφανέψει. Τὸν πατέρα του δὲν τὸν εἶχε γνωρίσει καλὰ-καλά, κάτι σὰν σκιὰ ὑπῆρχε μόνο στὰ κατάβαθα τῆς μνήμης του.
Ἡ μάνα του ἡ Φροσούλα, τὸν μεγάλωσε μὲ αἷμα. Σκίστηκε, ὑπέφερε, ταπεινώθηκε,
ζητιάνεψε, μόνο καὶ μόνο γι’ αὐτὸ τὸ παιδί, ἐνῶ ταυτόχρονα, ἔμεινε
σ’ ὅλο τὸν μακρύ της βίο ἁγνὴ καὶ καθαρή, πιστὴ στὴ μνήμη ἑνὸς ἄντρα
πού, παρότι τὸν εἶχε βέβαια ξεκλέψει ἀπὸ μίαν ἄλλη, ντόπια Ρουμάνα,
δὲν πρόλαβε ἡ ἴδια νὰ τὸν χορτάσει στὴν ἀγκαλιά της. Ξένη στὴ Βραΐλα,
μ’ ἕνα παιδὶ στὴν ἀγκαλιά, ξένη καὶ στὴν Ἑλλάδα ἀργότερα, στὸ ἴδιο
της τὸ χωριό. Ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου εἶχε ἀρχικὰ μεταναστεύσει ὁ πατέρας
της καὶ τοὺς εἶχε φυτέψει οἰκογενειακῶς σὲ κεῖνα τὰ ἅγια, πλούσια χώματα,
μὲ τοὺς ἐμπορικοὺς δρόμους, στεριανοὺς καὶ ποταμίσιους, ἀνοιχτοὺς
στοὺς δημιουργικοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ Φροσούλα μεγάλωσε τὸν Τέλη στὴ Βραΐλα ὁλομόναχη, μὲ μιὰ Ρουμάνα
μόνο, νύφη τοῦ ἀδελφοῦ της, νὰ τὴν συντρέχει. Τὸν μεγάλωσε, τὸν πῆγε
σχολεῖο καὶ τὸν ἔφερε προσφυγάκι στὴν Ἑλλάδα, ἔφηβο πιά, σὲ χρόνια
δίσεκτα.
Ἀλλὰ ποτὲ δὲν τοῦ εἶπε ὅτι ἕνα ἄλλο παιδί, μεγαλύτερό του, στὸ ἴδιο
σχολεῖο, μὲ τὸ διπλὸ ἐπώνυμο «Pappas-Popa», ἦταν ὁ ἀδελφός του ὁ Μίμης.
Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Τέλης διανοήθηκε νὰ κάνει ποτὲ συνδυασμὸ τῶν ὀνομάτων.
Ἔτσι μικρὸς ποὺ ἦταν, νόμιζε ἢ μᾶλλον ἤξερε ὅτι «Pappas» δὲν ἦταν παρὰ
τὸ ἴδιο μὲ τὸ «Popa», ἀναγραμματισμένο στὰ Ρουμάνικα.
Ὅταν ἀντάμωσαν πιὰ μὲ τὸν Μίμη στὴ Βραΐλα καὶ ἔδωσαν γνωριμία, κάπου
50 χρόνια μετά, ἄκουγε τὸν μεγαλύτερο ἑτεροθαλῆ ἀδελφό του νὰ τοῦ
διηγεῖται τὶς δικές του δυστυχίες, πῶς μεγάλωσε κι αὐτὸς μὲς στὴ μιζέρια,
μὲ μόνο στήριγμα τὴ δική του μάνα ποὺ πάλευε, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, νὰ
ξεχάσει ὅτι μιὰ ξένη εἶχε ξελογιάσει τὸν ἄντρα της ὅταν τὸ παιδί της
ἦταν πολὺ μικρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου